Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Τζέρεμι Αϊρονς και το μυστήριο με τις ελληνικές ρίζες του



Ενας από τους πιο ταλαντούχους και γοητευτικούς σταρ του παγκόσμιου σινεμά, ενώ εκπέμπει την αίγλη ενός αυθεντικού Βρετανού ευγενή, ο ίδιος έχει πείσει τον εαυτό του ότικατάγεται από την Ελλάδα. Ψάχνοντας αυτή τη χαμένη, ιδεατή ρίζα, ο Τζέρεμι Αϊρονς μιλά στο «thema people» για τη ζωή, την τέχνη αλλά και τη νέα του ταινία 

Πριν από μερικές ημέρες ο Τζέρεμι Αϊρονς βρέθηκε -για μία ακόμη φορά- στην Αθήνα. Αφορμή ήταν η νέα του ταινία «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα», που προβλήθηκε στο πλαίσιο του 19ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας. Ως μέγας λάτρης της Ελλάδας, αυτή τη φορά ο σταρ αποκάλυψε λεπτομέρειες μιας ονειροφαντασίας που έχει πλάσει στο μυαλό του για τη χώρα μας, την οποία θεωρεί, με κάποιον μαγικό τρόπο, κάτι σαν χαμένη πατρίδα του. Σε ό,τι αφορά την τελευταία του ταινία που τον έφερε στην Αθήνα, ο Αϊρονς είχε συνεργαστεί ξανά πριν από 20 χρόνια με τον σκηνοθέτη Μπίλι Αουγκουστ στην κινηματογραφική μεταφορά του «Σπιτιού των πνευμάτων» της Ιζαμπέλ Αλιέντε.

Αυτή τη φορά, ένα άλλο βιβλίο αποτελεί τη βάση της ταινίας τους: το ομότιτλο μυθιστόρημα του Πασκάλ Μερσιέ, το οποίο βασίζεται στην περιπέτεια ενός καθηγητή που, εμπνεόμενος από τα γραπτά ενός Πορτογάλου γιατρού, εγκαταλείπει την προηγούμενη ζωή του και πηγαίνει στη Λισαβόνα όπου ανακαλύπτει μια μυστηριώδη υπόθεση με ρίζες στην περίοδο της πορτογαλικής δικτατορίας.



Από κοντά, ο Αϊρονς, λιγνός και στητός τζέντλεμαν, εκπέμπει σαφώς αυτή τη «βρετανικότητα» για την οποία έχει γίνει γνωστός, αλλά ταυτόχρονα και μια ιδιαίτερα γοητευτική άνεση. Αλλωστε, είναι πλέον βετεράνος: από το 1981, οπότε κέρδισε την προσοχή του βρετανικού κοινού στο τηλεοπτικό «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ» και την προσοχή του διεθνούς με την «Ερωμένη του Γάλλου υπολοχαγού», ο Αϊρονς αποτελεί σταθερή κινηματογραφική και θεατρική αξία. Κάθε θαυμάστριά του έχει και τις προτιμήσεις της και, ως τέτοια, προσωπικά αγαπώ τον ερμηνευτικό άθλο των δίδυμων γυναικολόγων στους «Διχασμένους» του Κρόνενμπεργκ για τον οποίο, αδίκως, δεν υπήρξε καν υποψήφιος για το Οσκαρ (η δικαίωση ήρθε δύο χρόνια αργότερα, με το Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου για το «Γύρισμα της τύχης» του Μπάρμπετ Σρέντερ, για το οποίο ο Αϊρονς δεν αμέλησε να ευχαριστήσει τον... Κρόνενμπεργκ!). Σπουδαίες στιγμές του στη μεγάλη οθόνη, επίσης, ήταν όταν δάνεισε τη χαρακτηριστική φωνή του στον Σκαρ από τον «Βασιλιά των Λιονταριών» ή όταν ενσάρκωσε τον καταχθόνιο σαδιστή Σάιμον Γκρούμπερ στο «Πολύ σκληρός για να πεθάνει - Η εκδίκηση».

Σε μια καριέρα τόσο μεγάλη και πλούσια σε επιτυχίες όπως αυτή του Τζέρεμι Αϊρονς, οι υπέροχοι ρόλοι είναι πάμπολλοι - πολλές όμως είναι και οι εμφανίσεις του στην Ελλάδα. Το 2002 συμμετείχε στο Ηρώδειο με το «Καρναβάλι των ζώων» του Καμίλ Σεν-Σανς, ενώ το 2009 καθήλωσε το κοινό με τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» του Καρόλου Ντίκενς στο Μέγαρο Μουσικής. Και κανείς δεν ξέρει πραγματικά πόσες φορές έχει έρθει για διακοπές στη χώρα μας, καθώς, όπως ο ίδιος ομολογεί, ένας από τους αγαπημένους του προορισμούς είναι τα ελληνικά νησιά. Στρίβοντας σχεδόν με ερωτισμό τα τσιγάρα του και χαζεύοντας τη θέα του Παρθενώνα, ο Τζέρεμι Αϊρονς μας μίλησε για την αγάπη του για την Ελλάδα, τα μαθήματα που πήρε από τον Σαίξπηρ και την παραλίγο σχέση του με την κωμωδία.



- Βρίσκεστε ξανά στην Ελλάδα μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Πώς ήταν οι φετινές διακοπές σας στη χώρα μας; Ενας από τους πιο αγαπημένους μου τρόπους να κάνω διακοπές είναι να γυρίζω με σκάφος τα ελληνικά νησιά. Μου αρέσει να μπορώ να βρίσκομαι μακριά από τον κόσμο - μπορείτε να το φανταστείτε αυτό, υποθέτω, λόγω της πίεσης της καθημερινότητάς μου. Μιλάω πολύ και σε πολύ κόσμο. Η θάλασσα στο Ιόνιο ήταν τέλεια, όπως και το φαγητό. Αλλά κι όταν βγαίνεις στη στεριά, η ζωή είναι συναρπαστική. Διασχίσαμε τον Ισθμό της Κορίνθου, το οποίο ήταν μια καταπληκτική, φανταστική αίσθηση.

- Σε παλαιότερη συνέντευξή σας είχατε δηλώσει πως πιστεύετε ότι έχετε ελληνικές ρίζες, διότι όποτε έρχεστε στην Ελλάδα βλέπετε ανθρώπους που μοιάζουν στον πατέρα σας. 
Είναι παράξενο αυτό, γιατί δεν έχω κάποιον πραγματικό λόγο να πιστεύω κάτι τέτοιο. Συμμετείχα σε ένα πρόγραμμα που εντοπίζει τους προγόνους σου, αλλά δεν βρήκαμε κάποιο ελληνικό στοιχείο. Βλέπω όμως κάποια από τα πρόσωπα στην Ελλάδα και σκέφτομαι ότι στ’ αλήθεια μοιάζουμε. Προφανώς, είναι ένας ευσεβής πόθος. Νιώθω όμως πολύ οικεία εδώ με τους Ελληνες. Μάλιστα πρόσφατα γνώρισα μια γυναίκα, ήταν γύρω στα 70, και σκέφτηκα αμέσως ότι μοιάζει με συγγενή μου. Δεν της το είπα όμως.

- Είχατε διαβάσει το βιβλίο του Πασκάλ Μερσιέ στο οποίο βασίζεται το «Νυχτερινό τρένο για τη Λισαβόνα»; Τι σας προσέλκυσε στην ιστορία;  
Το λάτρεψα το βιβλίο και σκέφτηκα ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να γίνει ταινία, κάτι που ισχύει. Περιέχει πολλές σκέψεις και φιλοσοφικές ιδέες, ενώ το σινεμά αγαπά τη δράση. Ωστόσο σκέφτηκα ότι, εάν υπάρχει κάποιος που μπορεί να διακρίνει τη συναισθηματική κίνηση μέσα σε αυτό τον χαρακτήρα, τότε αυτός είναι ο Μπίλι. Πρόκειται για έναν πολύ διακριτικό και ευγενικό σκηνοθέτη. Στην επιφάνεια δεν συμβαίνει κάτι αξιοσημείωτο στη ζωή του ήρωα που υποδύομαι, κι αυτό είναι ένα στοιχείο που πάντα με ενδιαφέρει. Δεν μου αρέσει να «παίζω», μου αρέσει να είμαι. Αυτό που μου ραγίζει την καρδιά είναι να βλέπω κάποιον στον δρόμο ο οποίος δεν έχει καμία επίγνωση της αξίας του, που δεν πιστεύει ότι μπορεί να τον κοιτάξει κανείς. Ετσι ήθελα να υποδυθώ τον Ρέιμουντ, σαν κάποιον που δεν πιστεύει ότι μπορεί να τραβήξει την προσοχή, ότι είναι βαρετός. Για το κοινό όμως έπρεπε να είναι ενδιαφέρων, και αυτό είναι πρόκληση για έναν ηθοποιό. Πίστευα ότι ο Μπίλι θα με βοηθούσε σε αυτό, το οποίο και έκανε.



- Ο χαρακτήρας σας παίρνει, κόντρα στη φύση του, μια αυθόρμητη απόφαση, εντελώς απρόοπτα. Είστε κάπως έτσι και εσείς στην πραγματικότητα; Κατά κάποιον τρόπο, όλη μου η ζωή είναι έτσι. Ανεβαίνω συνέχεια σε «τρένα για τη Λισαβόνα», για καινούρια μέρη, καινούριες περιπέτειες. Αυτή είναι η φύση της δουλειάς μου. Να λέω νέες ιστορίες. Ακολουθώ το ένστικτό μου. Είμαι η απόλυτη αντίθεση του Ρέιμουντ.

- Εδώ και πάρα πολλά χρόνια είστε δημόσιο πρόσωπο. Ποια πιστεύετε ότι είναι η μεγαλύτερη παρανόηση που κάνουν οι θεατές ή τα ΜΜΕ για σας; Δεν ξέρω, γιατί δεν παρακολουθώ αυτά που λένε ή γράφουν, δεν τα διαβάζω. Υποθέτω πως η μεγαλύτερη παρανόηση είναι πως είμαι ενδιαφέρων άνθρωπος!

- Μιλάτε σαν τον ήρωα της νέας σας ταινίας, τον Ρέιμουντ.
Είμαστε όλοι ενδιαφέροντες, δεν εννοώ αυτό. Αλλά το πρόβλημα με τους ηθοποιούς του σινεμά ή τους ποδοσφαιριστές είτε οποιονδήποτε βρίσκεται στο κέντρο της δημόσιας προσοχής είναι πως όλοι έχουν την εντύπωση ότι οι διάσημοι είναι πιο ενδιαφέρουσες προσωπικότητες από τους ίδιους - το οποίο φυσικά δεν ισχύει!


- Μιλώντας για θέατρο, κατά το παρελθόν έχετε ασχοληθεί αρκετά με τον Σαίξπηρ. Υπάρχει κάτι που διδαχθήκατε από εκεί και δεν καταφέρατε να το διδαχθείτε από αλλού;
Το βασικό πράγμα που μου έμαθε ο Σαίξπηρ είναι ότι πρέπει να εμπιστεύομαι τις όποιες φαινομενικές ασυνέπειες ενός χαρακτήρα. Ο κίνδυνος με τη συγγραφή ενός σεναρίου, αφού πρέπει να πεις μια ιστορία μέσα σε δύο ώρες, είναι ότι οι χαρακτήρες έχουν λειτουργίες, γι’ αυτό και συνήθως έχουν συνοχή, συνέπεια σε αυτά που κάνουν. Είναι καλοί ή κακοί, έξυπνοι ή αστείοι. Ολοι έχουμε μέσα μας το καλό, το κακό, το αστείο, το βαρετό, όλες τις πιθανές ιδιότητες, και ο Σαίξπηρ ήταν φανταστικός γιατί τα συμπεριλάμβανε όλα αυτά στα έργα του. Αγκάλιαζε την πραγματική ανθρώπινη κατάσταση. Θυμάμαι κάποιες φορές που διαβάζαμε μαζί με συναδέλφους ένα σενάριο και κάποιος σταματούσε αναφωνώντας: «Μα, αυτό δεν θα το έλεγε ποτέ ο ήρωάς μου». Εγώ πάντα το αντιμετώπιζα αλλιώς, σκεφτόμουν: «Α, λέει αυτό. Πολύ ενδιαφέρον. Πώς μπορείς να κάνεις το τάδε και μετά το δείνα;». Το εκπληκτικό στον χαρακτήρα του Πάπα που υποδύομαι στους «Βοργίες» είναι ακριβώς αυτή η απίστευτη ασυνέπειά του. Ετσι όμως είμαστε. Εχουμε καλοσύνη μέσα μας και κακία, γενναιοδωρία, εγωισμό, την αγάπη για τον Θεό, τα πάντα.




- Μια και αναφέρετε τους «Βοργίες», τι πιστεύετε για τις σύγχρονες τηλεοπτικές σειρές που τείνουν να είναι καλύτερες πλέον απ’  ό,τι οι κινηματογραφικές ταινίες;
Νομίζω ότι οι λόγοι είναι οικονομικοί. Οι ιστορίες που με ενδιαφέρει να αφηγούμαι συνήθως έχουν έναν προϋπολογισμό μεταξύ 15-50 εκατ. δολαρίων. Επειδή η αγορά είναι τέτοια που απαιτεί τρελά ποσά για τη διαφήμισή τους, αλλά και προκειμένου να αποφύγεις την πειρατεία, πρέπει να κάνεις ένα πολύ καλό άνοιγμα το πρώτο τριήμερο στο box office για να βγάλεις τα λεφτά σου. Οι ταινίες λοιπόν που μου αρέσουν δεν λειτουργούν έτσι. Συνήθως δυσκολεύονται να χρηματοδοτηθούν. Πολύς κόσμος που θα έγραφε αυτές τις ταινίες τώρα δουλεύει για την τηλεόραση, όπου η πειρατεία δεν έχει τόσο καταλυτική επίδραση. Οι άνθρωποι που δημιουργούν, οι σκηνοθέτες και οι σεναριογράφοι το συνειδητοποιούν αυτό και μοιράζουν τον χρόνο τους ανάμεσα στην τηλεόραση και το σινεμά. Παλιά υπήρχε σαφής διαχωρισμός: ήσουν είτε τηλεοπτικός, είτε κινηματογραφικός ηθοποιός. Αν βρεθεί ένας τρόπος για να έχουν οι επενδύσεις αντίκρισμα, τότε οι ταινίες που μου αρέσει να φτιάχνω, οι οποίες είναι λιγότερο blockbuster, ίσως αρχίσουν να γίνονται πάλι.


- Μία από τις αγαπημένες μου ταινίες είναι οι «Διχασμένοι» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ. Ακόμα και η Σαρλίζ Θερόν έχει εκφράσει τη λατρεία της γι' αυτή την ταινία, λέγοντας ότι κάθε φορά που πάει στον γυναικολόγο περιμένει να δει τον Τζέρεμι Αϊρονς! Α, δεν το ήξερα αυτό… Θυμάμαι ότι είχα μεγάλη αγωνία προτού ξεκινήσουμε. Το φιλμ είναι ένα τεχνητό μέσο και είναι πολύ δύσκολο να ξεπεράσεις την τεχνολογική του πλευρά ως ηθοποιός. Η πιθανότητα να παίξω δύο χαρακτήρες ταυτόχρονα θα μπορούσε να έχει εξελιχθεί σε εφιάλτη. Κάναμε όμως ένα δοκιμαστικό της όλης διαδικασίας και είδα πως τελικά το εγχείρημα δεν ήταν διόλου δύσκολο. Βρίσκω ούτως ή άλλως φανταστική τη συνεργασία με τον Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ γιατί ως σκηνοθέτης σού επιτρέπει να συμμετάσχεις στη δημιουργία. Θυμάμαι ότι ένιωθα απολύτως άνετος και ότι δημιουργούσαμε παρέα αυτή τη μαγεία. Και γι’ αυτό θα του είμαι πάντα ευγνώμων.



Δεν υπάρχουν σχόλια: