"Κοιμήσου
Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην
ξαναβγεις..." Το ποτό φαινόταν να είχε κυριεύσει τον Παύλο...Το
χρειαζόταν, έλεγε, μετά από μία τέτοια κουραστική μέρα. Το παραπάτημα
είχε γίνει το περπάτημά του και η φωνή του δυνάμωνε όλο και περισσότερο
επαναλαμβάνοντας διαρκώς αυτούς τους στίχους. Πλησίασε την είσοδο ενός
καφε-μπαρ κ αφού κάθισε λίγη ώρα απέξω μην τυχόν φανεί ζαλισμένος και
δεν τον αφήσουν να μπει, χτύπησε την πόρτα του τρεις φορές. Μα τι κάνω,
σκέφτηκε και ένα χαμόγελο ξεπήδησε από το πρόσωπό του, εδώ είμαι
αυτοπροσκεκλημένος. Έσπρωξε το πόμολο προς τα μέσα και μπήκε.
ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΥ ΘΑΛΛΕΛΑΙΑ
Το κεφάλι
του ώρα γερτό πάνω στον πάγκο, έχοντας ήδη πιει έναν καφέ σκέτο,
συλλογιζόταν τη ζωή του, τα επιτεύγματά του τους στόχους του, τα όνειρα
του...
"- Συγγνώμη κύριε έχετε ώρα;" Ένα ελαφρύ σκούντηγμα στον ώμο τον αποσυγκέντρωσε πλήρως. Τινάχτηκε.
"-Μα τι στο καλό; Τι θες νεαρέ μου; Ώρα; Τι να την κάνεις; Έχεις δουλειά;"
Ο
συνομιλητής του έσκυψε το κεφάλι κάτω αμήχανα..."Όχι αλλά να ο
διακεκριμένος καθηγητής πανεπιστημίου της φιλοσοφίας μου ζήτησε να του
την πω..."
"Και δεν
κατάλαβα, τι είσαι εσύ; Το σκλαβάκι του; Πόδια δεν έχει αυτός να έρθει
να μου τη ζητήσει;" Ο τόνος της φωνής του ξαφνικά δυνάμωσε και το ύφος
του μεταλλάχτηκε μονομιάς...
"έχει απλά να, κάθεται εκεί και περιμένει το φαγητό του..."
"Πού εκεί;"
Με μια γρήγορη κυκλική ματιά στο χώρο ο Παύλος εντόπισε το σημείο, που
του αναδείκνυε σταθερά το δάχτυλο του νεαρού και με μια απότομη κίνηση
σηκώθηκε όρθιος "Πάμε", φώναξε...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου