Μέσα στους ασφυκτικούς μαχαλάδες
της πόλης, με τα ανυπόφορα εφιαλτικά κτίρια, με τον αφόρητο
εξαμβλωματικό τρόπο μιας υλικότητας άναρχα δομημένης, σε μια χοάνη
σκοτεινή από θόρυβο, λαμπιόνια και ανθρωπομάνι, έχοντας χάσει σχεδόν
κάθε λογικόν ειρμό και ελπίδα, απομνημόνευσα δύο πολύ χαρακτηριστικά
καθημερινά περιστατικά που θα ήθελα να σας μεταφέρω.
Στο πρώτο περιστατικό εμπλέκεται ένας
άνδρας, μεσήλικας, που τον είδα να ξεπροβάλλει στο δρόμο από τα σωθικά
ενός ισόγειου στενού παντοπωλείου και να στέκεται ορθός και ακίνητος με
το βλέμμα στραμμένο προς τους άνω, τους υπερκείμενους του καταστήματός
του γκρίζους ορόφους, με τους ξεφτισμένους τοίχους και τα μουντά
παράθυρα, ώσπου ένα ψάθινο καλάθι, δεμένο με σπάγκο και κρεμασμένο από
αδιόρατο χέρι, να θεαθεί κατερχόμενο, βιαστικά και επιδέξια,
αποφασιστικά, με αξιώσεις των οποίων η ικανοποίηση δεν επιδεχόταν καμία
απολύτως αμφισβήτηση, μέχρι το ύψος του στήθους του. Ευθύς εκείνος ψαύει
τυφλά τον πυθμένα του καλαθιού, αρπάζει το ποθούμενο χαρτονόμισμα, το
ακουμπά στο μέτωπό του, το ασπάζεται και αμελλητί εισέρχεται στο
μικρομάγαζό του για να επιστρέψει τάχιστα εναποθέτοντας στην άδεια
ψάθινη κοιλότητα άζυμες πίτες, άσπρο τυρί και αρκετές μικρές σοκολάτες.
Στο δεύτερο περιστατικό πρωταγωνιστεί
επίσης ένα ψάθινο καλάθι που κρέμεται με σπάγκο από την καρδιά κάποιας
γυναίκας στον τελευταίο όροφο μιας φρικτής ξερχαβαλωμένης πολυκατοικίας
παραπλήσιου μαχαλά. Ένας νέος άξεστος άνδρας τραβάει από μέσα ως
δεδομένο της αφοσίωσής της το ξεχασμένο πακέτο των τσιγάρων του και
τρέχει να αλητεύσει μέχρι την ώρα του γυρισμού του.
Καταγράφω αυτά τα δύο περιστατικά με την
ευχή να μην παύσουν ποτέ να ανεβοκατεβαίνουν με το λεπτό τεντωμένο τους
σπάγκο στους στενάχωρους, τους ασφυκτικούς μαχαλάδες του παράλογου βίου.
Οι εικόνες των ψάθινων καλαθιών ξυπνούν
μέσα μου, σε ώρες που στερεύει ο λογικός ειρμός και η ελπίδα, μέσα στο
βουερό λαβύρινθο της πόλης, της ψυχής, τη βυζαντινή θεματολογία της
Κοίμησης της Θεοτόκου, όπου η Παρθένος αποτίθεται σπαργανωμένη ως βρέφος
στην αγκαλιά του Υιού και Θεού Της.
Τάσος ΘεοφιλογιαννάκοςΑλεξάνδρεια, 28 Μαρτίου 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου