Του Βασίλη Χαραλάμπους
Ότι περίσσεψε από κείνο του Γιούλη τον ορυμαγδό
ετούτος ο καημός πού’ μεινε να τριγυρνά
στο Παλαίκυθρο που δεν λέμε να λησμονήσουμε.
Αποκοτιά οι θύμισες για τον αγορητή φαντάζουν
πασκίζοντας με τ’ αλλόκοτο ψιλολόγημα
ν’ αποδιώξει ότι απόμεινε στου καημού μας τη μεθόριο.
Στων αρχαίων Κύθρων τα πλάτια τ’ ανέμελο προσπέρασμα
τ’ αδιάφορο δρασκέλισμα στον ξεχασμένο αμφορέα
π’ άγρυπνα διαλαλεί κείνο που λησμονούνε.
Κι είναι ν’ απορείς γιατί να σωπαίνουνε
κι είναι ν’ απορείς για την τόση αβουλησιά
γιατί τόσος δισταγμός στο μόνο πέρασμα.
Ακόμη του ζευγά η έγνοια κείνη η αναβροχιά
μα κι ο τάραχος από κείνο το δίλημμα.
Από τούτο το πλάτωμα άλλοτε αμίλητοι γυρνούσαμε
με μόνο συντρόφεμα τον κάματο.
Από τούτη την πλατωσιά
κουβάλησε επιστρέφοντας ο Άγιος Δημητριανός
το σκλαβωμένο του ποίμνιο από τη μακρινή Βαγδάτη.
Αραδιασμένες θύμισες καθώς είναι πρεπούμενο
τις ώρες τούτες της λησμονιάς
να προϋπαντούν τούτο το θυμητάρι.
Κι η απαντοχή από κείνους πού’ μαθαν να φυλάγουν
τούτο το μακρόσυρτο παρακάλεμα
στη Γαλακτοτροφούσα Παναγιά
την Παναγιά του Παλαικύθρου.
(Από την ποιητική συλλογή «Ασπελία»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου