ΣΩΤΗΡΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΟΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ.
Λίγες φορές στη ζωή μου στάθηκα με κάποιο δέος και θαυμασμό μαζί, μπροστά σε μερικούς ανθρώπους. Σ' ανθρώπους, πού ενώ δεν είχαν, εξωτερικά τουλάχιστον, κάτι πού να σ' εντυπωσιάζει, εν τούτοις σε γοήτευαν από μια εσωτερική δύναμη, ένιωθες πώς ήσουν αιχμάλωτος αυτής της δυνάμεως, πού σε τελική ανάλυση δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μόνο απέραντη, άδολη, κατακάθαρη κι ανυπόκριτη αγάπη. Μια αγάπη πού ή καθαρότητα της καθρεφτίζονταν στα μάτια αυτών των ανθρώπων, μάτια πού λες κι είχαν τη ρίζα τους σ' άλλους κόσμους και πού το βλέμμα τους αντίκριζε, πίσω από σένα, κόσμους άυλους, αόρατους, ανέκφραστους. Και τότε μού ερχόταν στο νου ή μεγάλη αλήθεια: «Λύχνος τού σώματος εστί ό οφθαλμός- εάν ό οφθαλμός καθαρός εστί, όλον το σώμα φωτεινόν έσται».
Λίγες φορές στη ζωή μου στάθηκα με κάποιο δέος και θαυμασμό μαζί, μπροστά σε μερικούς ανθρώπους. Σ' ανθρώπους, πού ενώ δεν είχαν, εξωτερικά τουλάχιστον, κάτι πού να σ' εντυπωσιάζει, εν τούτοις σε γοήτευαν από μια εσωτερική δύναμη, ένιωθες πώς ήσουν αιχμάλωτος αυτής της δυνάμεως, πού σε τελική ανάλυση δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά μόνο απέραντη, άδολη, κατακάθαρη κι ανυπόκριτη αγάπη. Μια αγάπη πού ή καθαρότητα της καθρεφτίζονταν στα μάτια αυτών των ανθρώπων, μάτια πού λες κι είχαν τη ρίζα τους σ' άλλους κόσμους και πού το βλέμμα τους αντίκριζε, πίσω από σένα, κόσμους άυλους, αόρατους, ανέκφραστους. Και τότε μού ερχόταν στο νου ή μεγάλη αλήθεια: «Λύχνος τού σώματος εστί ό οφθαλμός- εάν ό οφθαλμός καθαρός εστί, όλον το σώμα φωτεινόν έσται».
Κι αυτή τη φωτεινότητα την ένιωθες, αυτή ή
φωτεινότητα σε θέρμαινε, σε φώτιζε, σε ηρεμούσε. Λίγοι, λοιπόν, ήταν οι
άνθρωποι πού καταστάλαζαν μες στην ψυχή μου, αυτό το νέκταρ της αγάπης πού σε
μεθά και πού φορές - φορές θαρρείς πώς δεν θα τ' αντέξεις. Θ' αναφέρω δύο απ'
αυτούς πού 'χα την τύχη να τούς ζήσω από πολύ κοντά για πολλά χρόνια και πού
σημάδεψαν ζωηρά τη ζωή μου: Το μακαριστό Φιλόθεο Ζερβάκο, ηγούμενο της
Λογγοβάρδας και τον Αγιορείτη Γαβριήλ Διονυσιάτη, για ν' αναφέρω μόνον αυτούς
πού τελειώθηκαν και πού χωρίς άλλο κατέχουν και στον ουρανό μας ξεχωριστή θέση,
όπως από πολλά περιστατικά το φανέρωσε ό Θεός απ' τον κόσμο ακόμα πού
βρίσκονταν σ' αύτη τη γη, επίγειοι άγγελοι. Τώρα έρχεται να προστεθεί στη ζωή
μου κι ένας τρίτος: Ό γέρο-Παναής Χατζηϊωνάς, ό Λυσιώτης. Κι όταν λέω «τώρα» δεν
εννοώ τώρα πού κοιμήθηκε, πού σωματικά δεν είναι κοντά μας. Για μένα προσωπικά το
«τώρα» άρχισε τη μέρα πού τον πρωτόδα πριν τέσσερα - πέντε χρόνια, και πού για
χάρη του κατέβαινα τρεις φορές το χρόνο στην Κύπρο και περνούσα κοντά του τις
περισσότερες ώρες μου.
Ό
γέρο-Παναής ανήκει στη χορεία εκείνη των εκλεκτών του Θεού, πού με την
αγιασμένη ζωή τους, με την καθαρή σκέψη τους, με την καθαρότητα της καρδιάς
τους και με τη θέρμη της προσευχής τους, της προσευχής τους για «όλο τον κόσμο»,
Τον ευαρέστησαν και γι' ανταμοιβή πήραν το εξαιρετικό προνόμιο, ό λόγος τους να
εισακούεται και ούτε λίγο ούτε πολύ «να επηρεάζουν τη βούληση του Θεού», όπως μου
είπε χαρακτηριστικά ένας σύγχρονος μεγάλος Αγιορείτης. Κι όταν κατέβηκε στην
Κύπρο ένας άλλος Αγιορείτης, απ' τις εξέχουσες πνευματικές μορφές της εποχής
μας και τον γνώρισε, μου 'πε αργότερα στο μοναστήρι του: «Μα, αυτός είναι Άγιος!»
Και δεν ήταν σχήμα λόγου. Κι ένας τρίτος, πάλι κορυφαίος Αγιορείτης, με ρώτησε στη
Λάρνακα πού συναντηθήκαμε: «Πες μου, εσύ πού έρχεσαι συχνά έδώ και συναναστρέφεσαι
με τους ντόπιους, κατάλαβαν αυτοί οι άνθρωποι τί θησαυρό έχουν;»
Κι όμως ό
γέρο-Παναής ένιωθε τον εαυτό του «σκύβαλο», «έσχατο», «άμαρτωλότατο» κι όταν
βρισκόμασταν μαζί, διψούσε να μάθει, ν' ακούσει, να πληροφορηθεί, όλα όσα
έλεγαν κι έκαναν οι Γέροντες του Αγίου Ορους. Κρεμόταν απ' τα χείλη μου, με κοίταζε
κατάματα και πολύ συχνά βούρκωναν τα μάτια του απ' όσα λέγαμε κι άλλοτε πάλι,
ιδιαίτερα τώρα τελευταία τα μάτια αυτά γίνονταν βρύσες αστείρευτες. Και τότε μου
'πιανε το χέρι και μου το 'σφιγγε και κουνούσε το κεφάλι σαν να μου 'λεγε
χιλιάδες ευχαριστώ, γιατί ήμουν ό ταχυδρόμος των λόγων και της ζωής ιών
σύγχρονων Αγιορειτών, γιατί τον πήγαινα κι αυτόν στο Αγιον Ορος και τον
σεργιανούσα στις σκέψεις και στις προσευχές τους. Κι αυτό το θερμό σφίξιμο του
χεριού μετέδιδε στο είναι μου κάτι απ' αυτή τη θεία αγάπη και συγκίνηση κι
άνοιγαν κι οι δικές μου οι βρύσες των ματιών, για να καθαριστώ και να ξαλαφρώσω
απ' το φορτίο της ζωής και των αμαρτιών μου. Ύστερα απ' αυτά τα πνευματικά και
ψυχικά λουτρά, πού δεν γίνονταν μέσα σε κανένα εξομολογητήριο, και πού ωστόσο
ήξερες καλά πώς σε ξέπλεναν και σε λευκαίνανε, πώς να μη νιώσεις το γέρο-Παναή σαν
έναν χαρισματούχο θνητό, σαν έναν απεσταλμένο, σαν έναν μεσίτη.
Κι αυτή την καρποφόρα
μεσιτεία την ένιωθες όταν κάθε μεσημέρι βρισκόσουν στην παράκληση πού κάναν στην
Παναγία Όταν το κατάλευκο αυτό γεροντάκι γονάτιζε, για ώρα πολλή, και
σηκώνοντας τα χέρια και τα μάτια του στον ουρανό ικέτευε με τρεμάμενη φωνή
«Θυμήσου, Κύριε, τον αρχιεπίσκοπο ημών, θυμήσου, Κύριε, την Ιερά μας Σύνοδο,
θυμήσου, Κύριε, τούς φτωχούς, τούς πονεμένους, τούς άρρωστους, τούς
αιχμαλώτους, τούς αγνοούμενους, θυμήσου, Κύριε, τούς...» κι άρχιζε μια σειρά από
εκατοντάδες ονόματα, αυτών πού είχαν εναποθέσει στη δική του προσευχή την
ελπίδα για τη λύση των προβλημάτων τους. Μια ώρα πάνω - κάτω προσευχόταν για
όλους «για τούς αγαπώντας και μισούντας ημάς» κι όταν σηκώνονταν ένιωθες πώς
είχε γυρίσει από έναν άλλον κόσμο. Και την αίσθηση αυτού του κόσμου, του άλλου
κόσμου, την καταλάβαινες μέσα σου, σ' άγγιζε, σε αλλοίωνε, σε ηρεμούσε.
Κι
αυτό ακριβώς είναι το μυστικό των αγίων ανθρώπων
. Πέρα απ' τη βοήθεια τους στα
συγκεκριμένα προβλήματα σου, σε κάνουν να φεύγεις από κοντά τους πραγματικά άλλος
άνθρωπος. Σε κάνουν να νιώθεις και να βλέπεις τα πράγματα μ' άλλο μάτι: Στις
πραγματικές τους διαστάσεις. Μα το σπουδαιότερο: Σου δυναμώνουν την ελπίδα.
Ελπίδα πρώτ' απ' όλα για τη σωτηρία σου, ελπίδα για κάθε τί πού είναι ωφέλιμο στη
ζωή σου, από τις κοινωνικές σου σχέσεις, μέχρι την επαγγελματική σου
αποκατάσταση. Γιατί βάζουν θεμέλιο της ζωής τον ίδιο το Χριστό. Μα κάπου έδώ
βρίσκεται και κάτι πού θολώνει τα νερά των ανθρώπων. Γιατί πολλοί θέλουν ένα
Χριστό στα μέτρα τους, ένα Χριστό δικό τους. Και δίνουν τη δική τους ερμηνεία στη
«χριστιανική φιλοσοφία» της ζωής. Θ' αναφέρω τελείως συμπτωματικά ένα από τα
πολλά παραδείγματα, πού έχουν σχέση με την αγία αυτή μορφή της Σκάλας. Ό
Χρήστος, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, κι απ' τούς καλούς
πνευματικούς μου φίλους, όταν τον γνώρισα στο γέρο-Παναή, έγινε απ' τούς
καθημερινούς επισκέπτες του. Τα καλοκαίρια και τις γιορτές πού κατέβαινε στη Λάρνακα
κάθε μέρα επισκεπτόταν το γέρο-Παναή. Και στις παρακλήσεις και στις συνάξεις και
στις συγκεντρώσεις και στις αγρυπνίες, ό Χρήστος ήταν απ' τούς πρώτους. Το
περασμένο καλοκαίρι το μαθαίνουν «εξωδίκως» οι δικοί του, πού άναψαν και κόρωσαν,
ποιος ξέρει τί λογισμούς τούς έβαλε ό διάβολος και πού του απαγόρευσαν να
ξαναπάει. Και για να είναι βέβαιοι γι' αυτό, δεν του ξανάδωσαν τ' αυτοκίνητο
τους.
Όμως ό Χρήστος έβρισκε τρόπο να πάει και είπε στο γέροντα Παναή τα της
οικίας. Ό γέροντας αφού τον άκουσε του είπε: «Χαίρομαι πολύ γιατί αυτό δείχνει
ότι βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο. Ξέρεις, μέχρι τώρα φοβόμουνα. 'Αφού όμως σου
δημιουργούν προβλήματα οι δικοί σου, δεν πειράζει, μην έρχεσαι. Έλα πριν φύγεις
για την Ελλάδα». Την ίδια μέρα πού έγινε αυτό, ό Χρήστος με κατατόπισε
τηλεφωνικώς στην ' Αθήνα. Κι εγώ όντας επαναστάτης από γεννησιμιού μου του λέω:
«Από αύριο θα πηγαίνεις δύο φορές την ήμερα και να πεις στο γέρο-Παναή έκ
μέρους μου να μη φέρει αντίρρηση γι' αυτό». Πράγματι ό Χρήστος πήγαινε από τότε
δύο φορές τη μέρα, με μέσον πού του ήρθε ουρανοκατέβατο, κι όταν είπε στο
γέρο-Παναή αυτά πού του διαμήνυσα, ό καλότατος γέροντας, με το χιούμορ πού τον διέκρινε
είπε: «Αϊ, κάνε ότι σου λέει ό πατήρ-Σωτήριος» (έτσι με αποκαλούσε πάντα). Στο
Χρήστο οφείλω και πολλές λεπτομέρειες απ' τις τελευταίες μέρες και στιγμές του
γέροντα, πού τις έζησε κοντά του, γιατί ήταν αγαπητός όλης της οικογένειας.
Άλλα αυτά, μαζί με κάποιο θαύμα πού έγινε στο Χρήστο, αμέσως μόλις γύρισε στην
Ελλάδα, και πού εγώ έχω λόγους να το αποδίδω στο γέρο-Παναή, ίσως, αν επιτρέψει
ό Θεός τ' αναφέρω σε κάποιο άλλο σημείωμα μου, μαζί με άλλα παρόμοια περιστατικά
πού αυτό τον καιρό ταξινομώ. Γιατί το θέμα τού γέρο-Παναη δεν τελειώνει ούτε με
ένα άρθρο, ούτε με ένα αφιέρωμα. Προσωπικά πιστεύω πώς ή περίπτωση του γερό-Παναή
δεν άρχισε ακόμη να δίνει τα αδιάσειστα στοιχεία της προσωπικότητας του. Θα
έλθει το πλήρωμα του χρόνου, πού ό γερό-Παναής θα ξεπηδήσει απ' τις καρδιές
αυτών πού ευεργετήθηκαν, αυτών πού τον αγάπησαν αληθινά, αυτών πού τον κατάλαβαν,
αυτών πού τώρα τον στερήθηκαν και πού νιώθουν ορφανοί.
Ή λαοθάλασσα των
ανθρώπων πού βρέθηκαν στην έξόδιο ακολουθία, με όλο σχεδόν το Ιερατείο της
Λάρνακος, και το αφιέρωμα αυτής της εκδόσεως, πού πιστεύω το υπαγόρευσε ή αγάπη
των υπευθύνων της «Ορθόδοξης Μαρτυρίας», στις μορφές αυτές πού στάθηκαν γνήσια
Ορθόδοξες και πού δείγματα της αγίας ζωής τους είναι καθολικώς αποδεκτά, δεν
αποτελούν παρά την αρχή μιας πορείας πού θα μας αποκαλύπτει σιγά - σιγά το
μεγαλείο αυτής της ψυχής, πού είχε το προνόμιο να ξεχωρίσει απ' τούς άλλους
ανθρώπους και πού το πνεύμα του έγινε δέκτης της χάριτος και των δωρεών του
Αγίου Πνεύματος, όπου «πανσόφους τούς αλιείς άνέδειξεν». Ψαράς και ό γερό-Παναής,
με την εν Χριστώ σοφία του, καθήλωνε «τούς σοφούς τού κόσμου τούτου», γιατί
άπεδείκνυε ότι ή έκ τού Αγίου Πνεύματος σοφία γεννούσε και τούς καρπούς της,
πού ήταν αγάπη, σωφροσύνη, μακροθυμία, ειρήνη, προ παντός ειρήνη, πού είχε
τόση, ώστε να τη μεταδίδει και στους άλλους. Ό γερό-Παναής είχε νουν και πνεύμα
γίγαντος, και καρδιά παιδιού. «Αμήν, αμήν λέγω ύμίν, εάν μη γένησθε ως τα παιδιά
ου μη εισέλθητε εις την βασιλείαν των ουρανών».
Εδώ να μου επιτρέψει ό αναγνώστης
μου να μεταφέρω αυτολεξεί, λίγες σειρές, πού μια καλή μου φίλη, μα και μια πολύ
αγαπητή της οικογένειας Χατζήίωνά, μου έστειλε σαν υστερόγραφο στην κάρτα της για
τις γιορτές των Χριστουγέννων: «ό παππούς Παναής άφησε την πολυθρόνα του! Τον
βλέπουμε ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, ήρεμο και ειρηνικό σαν μωρό παιδί». Είναι μια
πολύ ζωντανή εικόνα, απ' την ιατρό Κατερίνα Παυλίδου. Αυτό ήταν και το τέλος
του, όπως και ή ζωή του: Ήρεμο και ειρηνικό. Κι ίσως κάποτε να διαβάζουν
κάποιοι ότι «την 30ην Δεκεμβρίου 1989 ό γέρο-Παναής ό Λυσιώτης, έν ειρήνη τελειούται».
Όσο για
μάς, για μένα προσωπικά, πού περνούν αλλεπάλληλες οι εικόνες απ' τις αξέχαστες
συναντήσεις μας, τούτη τη στιγμή πού ή σκέψη μου πετά κοντά σ' αυτόν πού
στάθηκε για μένα πατέρας κι αδελφός και πού τον αγκαλιάζει νοερά έτσι καθώς τον
αγκάλιασα και σωματικά στην κάμαρα της συνοικίας των Αγίων Αναργύρων, δεν μπορώ
παρά γονατίζοντας να υψώσω τα χέρια και τα μάτια μου στον ουρανό, για να
παρακαλέσω: «Θυμήσου, Κύριε, αυτόν πού ήταν για μάς βακτηρία και δύναμη, ή
παρηγοριά μας, ό πόνος κι ή χαρά μας. Θυμήσου, Κύριε, πώς έκλαιγε μαζί μας,
πονούσε μαζί μας, αγωνιζόταν μαζί μας, χαιρόταν μαζί μας. Κι ας τον, Κύριε, κι
εκεί κοντά Σου, να κάνει αυτά πού έκανε πάντα: «Να σε παρακαλεί για μάς. Το χρειαζόμαστε
τόσο. Θυμήσου, Κύριε εμάς όλους πού τον στερηθήκαμε, θυμήσου, Κύριε, τον
έκλεκτόν Σου δούλον Παναήν, πού... θυμήσου, Κύριε».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου