Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος ο Γιάννης. Λεβεντάντρας Ευρυτάνας, αγρότης που πάλευε με τη γη. Πρoπολεμικά,
πολύ πριν το ’40, σε μια εύφορη περιοχή κοντά στον ποταμό Μέγδοβα, ο
Γιάννης διέθετε λίγα χωραφάκια και ένα ταπεινό αγροτόσπιτο όπου στέγαζε
την οικογένειά του, την αγαπημένη του γυναίκα με τα έξι παιδιά τους.
Εργατικός και προκομμένος πότιζε με τον τίμιο ιδρώτα του τη γη κι εκείνη
του το ανταπέδιδε με τους καρπούς της. Έτσι ζούσαν καλά. Τα αγαθά της
λιγοστής μα γόνιμης γης του δεν τον έκαναν βέβαια “πλούσιο” αλλά ποτέ
κιόλας δεν στερήθηκε τα βασικά. Γι’ αυτό και αρκετά χρόνια αργότερα, επί
Κατοχής τότε το ‘41 με τη μεγάλη πείνα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που
επισκέπτονταν από μακριά το Γιάννη για να τους δώσει λίγο αλεύρι
φέρνοντας για αντάλλαγμα χρήματα ή άλλα πράγματα. Ο Γιάννης τότε θύμωνε,
μιας και ποτέ δεν καταδέχονταν τέτοιες δοσοληψίες ούτε διανοούνταν να
ανταλλάξει με οτιδήποτε την ανθρωπιά του. Όχι μόνο δεν ζητούσε το
παραμικρό αλλά απεναντίας έδινε σε όλους ότι μπορούσε και κατόπιν…
έπιανε μαζί τους και το χορό! «Όλα θα σιάξουν μην το βάνετε κάτω»
συνήθιζε να λέει. Ο Γιάννης δεν έχανε ποτέ το κέφι του, ήταν πάντοτε
γελαστός και πρόσχαρος. Αγαπούσε πολύ και τ’ άλογα, είχε όνομα ξακουστού
καβαλάρη στα ευρυτανικά χωριά! Μα του άρεσε και το τραγούδι. Έτσι τον
καταλάβαινε η γυναίκα του όταν γυρνούσε αργά το σούρουπο: από τον
καλπασμό του αλόγου του και από το τραγούδι του!
Αλλά
ας γυρίσουμε ξανά στην προπολεμική εποχή. Ο Γιάννης ήταν άνθρωπος
ξύπνιος και περπατημένος. Ήταν από κείνους τους τυχερούς Ευρυτάνες που
‘λαχε να ‘χουν συγγενείς στην Πόλη. Έτσι κι αυτός είχε πατέρα κι αδέρφια
μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τον ξεριζωμό της Μικρασίας τα
αδέρφια του Γιάννη επέστρεψαν στην Ευρυτανία κι ύστερα από λίγο
ξενιτεύτηκαν στην Αμερική. Τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε και γι’ αυτό
σχεδίαζε κάποια στιγμή να τους ακολουθήσει. Εκείνοι που ήξεραν την αγάπη
του αδερφού τους για το τραγούδι του στείλανε κάποτε δώρο ένα
γραμμόφωνο! Τούτο ήτανε η μεγάλη χαρά του Γιάννη. Μόλις σουρούπωνε κι ο
καλός ο νοικοκύρης γύριζε απ’ τα χωράφια, η πρώτη δουλειά του ήταν να
κουρδίζει το γραμμόφωνο και να βάζει τις πλάκες να παίζουν. Τραγούδια
όμορφα, νοσταλγικά μα και γλεντζέδικα. Πλημμύριζε με νότες ο τόπος κι
έτσι ο Γιάννης ξεκουράζονταν, έπινε το κρασάκι του και μαζί με τη
γυναίκα και τα παιδιά του το διασκέδαζαν.
Κάποιοι
συγχωριανοί από τον απέναντι μαχαλά άκουγαν το τραγούδι και
παραξενεύονταν. Μωρέ τι γίνεται με δαύτον; Κάθε βράδυ όργανα και
τραγούδια; Πως τα καταφέρνει; Το μάζεψαν λοιπόν και πήγαν να δουν τι
συμβαίνει. Αντίκρισαν το Γιάννη με την κυρά του να κάθονται κάτω από την
κληματαριά και να τραγουδάνε μερακλωμένοι. Και δίπλα ένα κουτί μ’ ένα
χωνί να λαλάει. Ούτε είχανε ματαδεί ποτέ τέτοιο πράμα. Κοιτάνε από δω,
κοιτάνε από κει, μπας και δουν την ορχήστρα, μα τίποτα! Μονάχα άκουγαν
δίχως να βλέπουν κανέναν! Τους έφαγε η περιέργεια! «Καθίστε ωρέ
χωριανοί» λέει ο Γιάννης, «καθίστε να πιούμε και να γλεντήσουμε αντάμα».
Εκείνοι αποκρίθηκαν: «Όχι σήμερα Γιάννη μ’, όχι έτσ’ όπως είμαστι τώρα.
Ταχιά θα ξαναρθούμι. Θα ‘χς κι αύριου τραγούδ’;»! «Μωρέ κι αύριο και
κάθε βράδυ» ανταπάντησε ο Γιάννης. «Καλεσμένοι μου είστε όλοι, θα
ετοιμάσει η κυρά μ’ τραπέζι και καλώς να ορίσετε».
Το
άλλο βράδυ ο Γιάννης κούρδισε και πάλι το γραμμόφωνο. Η γυναίκα του
μαγείρεψε και του πουλιού το γάλα. Δεν είχε αρχίσει καλά-καλά το παίξιμο
και αντίκρισε στην πόρτα ένα σωρό μαυσαφιραίους. Όλοι τους ήτανε
καλοντυμένοι, με τα κουστούμια τους οι άντρες και με τα όμορφά τους τα
φορέματα οι γυναίκες. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα σωρό πεσκέσια. Άλλοι
βάσταγαν πίτες, άλλοι αυγά, κότες και κρεατικά, άλλοι νταμιτζάνες με
κρασί, χίλια δυό καλούδια! Η γυναίκα του Γιάννη καταντράπηκε. Ακούς
εκεί, λες και δεν είχε στο σπιτικό της δυο πράματα για να φιλέψει τους
μαυσαφιραίους της; Τι νοικοκυρά θα ήταν δα; Ο κύρης της είχε καλεσμένους
κι εκείνη είχε φροντίσει να κάνει τα κουμάντα της. Φαρμακωμένη κοίταξε
το Γιάννη.
«Να
περάσουμι ωρέ Γιάνν’;» ρώτησαν οι μουσαφιραίοι. «Μωρέ καλώς να ‘ρθείτε,
αλλά τι είναι τούτα δω που κουβαλάτε; Σας ζήτησα ωρέ να φέρετε τίποτα;
Δεν είπα θα σας κάμω εγώ σήμερα το τραπέζι; Άϊντε κοπιάστε τώρα, αλλά
σας το λέω καθαρά, αυτά που φέρατε αφήστε τα απόξω» είπε ο Γιάννης
μισοθυμωμένος. Οι χωριανοί αλληλοκοιτάχτηκαν και κοντοστάθηκαν. Ένας από
τους μεγαλύτερους έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Γιάννης που τον υπολόγιζε
τον κοίταξε με σεβασμό. Εκείνος πήρε το λόγο: «Γιάνν’ μη διαολίζεσαι,
στάσ’ να σ’ πω. Μην μας παρεξηγάς. Δεν είν’ για του λόγου σ’ τούτα τα
πεσκέσια ούτε σημαιοστολιστήκαμι για να κάμουμι σι σένα τουν καμπόσο»! O
Γιάννης απόρησε. «Για ποιον είναι τότες;» ρώτησε με περιέργεια. Ο
γεροντότερος ξαναπήρε το λόγο: «Να, κοίτα να ιδείς, είπαμι να ντθούμε
καλά και να φέρουμι κι κατιτίς, πρώτ’ βολά που ‘ρθαμε, για να μη μας
παρεξηγήσνε τούτ’ εδώ οι ανθρώποι π’ θέλνε να μας γλεντήσνε» είπε και
έδειξε με νόημα το... κουτί του γραμμοφώνου!!! Έμεινε ξερός ο Γιάννης.
Σε
λίγο τα γέλια του αντηχούσαν μέχρι τη ρεματιά. Είδε κι έπαθε ο δόλιος ο
Γιάννης για να τους εξηγήσει ότι από “το κουτί” δεν πρόκειται να βγει
κανείς έξω και ούτε υπήρχε εκεί μέσα κάποια ορχήστρα που να τους
κοιτάζει, αλλά πως ήτανε ένα εργαλείο που από τη μαύρη πλάκα και από το
χωνί έβγαιναν οι μουσικές και τα τραγούδια!
Έτσι το γλέντι ξεκίνησε με το γραμμόφωνο στη διαπασών και σε λίγο ο χορός πάγαινε σύννεφο μαζί με το κρασί και τα μεζεδκλίκια. Γυροβολιά στη γυροβολιά, στροφές, φιγούρες, πράματα και θάματα. Οι πλάκες άλλαζαν η μία μετά την άλλη και το γλεντοκόπι κράτησε μέχρι το ξημέρωμα!
«Καλά
περάσαμι ωρέ Γιάνν’ με τούτο του διαόλ’ του εργαλείου» είπαν
κατευχαριστημένοι οι μουσαφιραίοι αποχαιρετώντας τα χαράματα το Γιάννη.
Εκείνος καμαρωτός-καμαρωτός τους ξεπροβόδισε λέγοντας: «Νάμαστε όλοι
καλά, το σπιτικό μ’ είναι ανοιχτό και το γραμμόφωνο έχει πολλές πλάκες
ακόμα»!
Τι
το ‘θελε να το πει αυτό το τελευταίο; Κακό μπελά βρήκε! Που τους έχανες
που τους έβρισκες τους χωριανούς, κάθε βραδάκι, δίπλα από το… κουτί του
Γιάννη την έβγαζαν!
Ήταν μια αληθινή ιστορία από τα χρόνια της αθωότητας, που είχαμε καταγράψει παλιότερα από μια διήγηση της γιαγιάς Μαρίας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου