Ἕνα
ἀπὸ τὰ βασικὰ γνωρίσματα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁμολογεῖται στὸ Σύμβολο
τῆς Πίστεως, εἶναι ἡ Καθολικότητα. «Εἷς μίαν Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ
Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν». Η Ἐκκλησία εἶναι Καθολικὴ γιατί ὡς θεανθρώπινος
ὀργανισμός, εἰς Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, περιλαμβάνει «τὰ πάντα τὰ
ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ γής, τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα, εἴτε θρόνοι
εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι» (Κολ.α΄,16). Ἑπομένως ὁ ὅρος
Καθολικὴ συμπίπτει μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὁποία διαφυλάσσει τὴν ἀλήθεια,
ὅπως τὴν δίδαξε ὁ Κύριος, ὅπως τὴν φανέρωσε τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ὅπως τὴν
βίωσαν καὶ τὴν παρέδωσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει τὴν
ἀλήθεια καὶ ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἁπλωθεῖ σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Τὸ
Καθολικόν τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ ὁλόκληρο, τὸ ἀληθινὸ, κάθε παραχάραξη
αὐτῆς τῆς ἀλήθειας ποὺ μᾶς ἀποκαλύφθηκε εἶναι ἡ διάσπαση καὶ λέγεται
αἵρεση. Ἄλλωστε ἡ αἵρεση εἶναι ἡ μερικότητα καὶ ἡ ἀποσπασματικότητα τῆς
ἀλήθειας.
Ἑπομένως,
ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι εἴμαστε Καθολικοί. Καθολικὸς Ἐπίσκοπος, κατὰ τοὺς
Ἱεροὺς Κανόνας, εἶναι ὁ Ὀρθόδοξος, αὐτὸς ποὺ μετέχει τῶν ἐνεργειῶν τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος καὶ διδάσκει ὀρθόδοξα τὴν ἀλήθεια και Καθολικὸς
Χριστιανὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ πιστεύει Καθολικὰ, δηλαδὴ Ὀρθόδοξα καὶ ζεῖ
Καθολικά, δηλαδὴ Εὐαγγελικὰ καὶ ἐνάρετα.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν αἵρεση ὑπάρχουν καὶ ἄλλες διασπαστικὲς ἐνέργειες, ποὺ καταφέρονται ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀλλοιώνουν τὸ ὀρθόδοξο φρόνημά της. Διάσπαση εἶναι ὅταν δὲν ζοῦμε Καθολικὸ ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅταν ἀπολυτοποιοῦμε τὴν προσωπική μας πείρα
καὶ τὸν ἀτομικὸ τρόπο ζωῆς μας. Ὅταν χωρίζουμε τὴ ζωὴ σὲ θεωρητικὴ καὶ
πρακτική, τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία σὲ μυστικὴ καὶ κοινωνική, τὴν εὐσέβεια
σὲ ἑλληνική, ρουμανικὴ ἢ ρωσικὴ ἢ κάτι ἄλλο, τὸν τρόπο ζωῆς σὲ μοναχικὸ
τὸν ὁποῖο θεωροῦμε ξένο καὶ σὲ κοινωνικό, γάμο δηλαδή. Ὅταν
ἐπίσης ζοῦμε μέσα στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο παραταξιακὰ καὶ θεωροῦμε τὴν
παράταξη, τὸν σύλλογο ὡς κέντρο σωτηρίας καὶ φορέα τῆς ἀνανεώσεως τῆς
Ἐκκλησίας. Στὴν ἐποχὴ μᾶς κυριαρχεῖ καὶ ἡ ἐκκλησιολογικὴ αἵρεση, ποὺ διασπᾶ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν Καθολικότητά της.
Ὑπάρχουν ὅμως καὶ «Ὀρθόδοξοι» αἱρετικοί.
Μπορεῖ αὐτὸς ὁ χαρακτηρισμὸς νὰ θεωρηθεῖ λίγο ὑπερβολικός. Ἂν ὅμως
σκεφθεῖ κάποιος ὅτι οἱ αἱρετικοὶ γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα ζοῦσαν μέσα
στὴν Ἐκκλησία, ἕως ὅτου ἐξέπιπταν παντελῶς, τότε μπορεῖ νὰ δικαιολογήσει
τὸν χαρακτηρισμό. Γι’αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξουμε πολὺ τὴν ἀλλοίωση τοῦ ὀρθόδοξου φρονήματος ἐκ τῶν «ἔσω» ἀπὸ μέσα ἐκ
τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας. Τοὺς ἐξωτερικῶς αἱρετικούς τους γνωρίζουμε
καὶ τοὺς ἀντιμετωπίζουμε. Ὅταν ὁ χριστιανὸς εἴτε ποιμένας εἶναι εἴτε
λαϊκὸς ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν
πνευματικὴ ζωή, τὴν προσευχή, τὸ ἐν Χριστῷ πένθος, τὰ δάκρυα καὶ
ὅλα ἐκεῖνα ποὺ θεωροῦνται ἀπὸ τοὺς Θεοφόρους Πατέρες νήψη καὶ ἄσκηση,
τότε χάνεται ὅλη ἡ ὑπόσταση καὶ ἡ πραγματικὴ οὐσία τοῦ ὀρθόδοξου ἤθους
καὶ δόγματος. Ἀναφέρει σὲ μία ὁμιλία τοῦ ὁ Ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος
Θεολόγος, ὅτι ἕνας τέτοιος Χριστιανός «οὐ μερικὴν τινὰ αἵρεσιν κέκτηνται, ἀλλὰ πάσας».
Ἂν
πρὸς τὸ παρὸν δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε δικές μας ἐμπειρίες,
τουλάχιστον ἀκολουθοῦμε κατὰ γράμμα τὶς ἐμπειρίες καὶ τὶς ἀποκαλύψεις
τῶν Θεοφόρων Πατέρων ὅπως ἀκριβῶς μᾶς τὴν παρέδωσαν, γιὰ νὰ
ἐξασφαλίσουμε τὴν δυνατότητα τῆς σωτηρίας μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου