Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΝΟΤΑΡΑΣ ΚΑΙ Η ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΥΔΡΑ




Αριστείδης Γ. Θεοδωρόπουλος Εκπαιδευτικός 

 Η ίδρυση το 1999 του Εκκλησιαστικού Μουσείου Ύδρας «Ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς» με πρωτοβουλία του ασκητικού και φιλαγίου Σεβασμιωτάτου Γέροντος Μητροπολίτου πρώην Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρού Ιεροθέου αποτελεί κορυφαίο γεγονός στην εκκλησιαστική ιστορία του αγιοτόκου και αγιοβαδίστου νησιού της Ύδρας με την πλούσια κολλυβαδική παράδοση, αφού συνέβαλε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην προβολή των εκκλησιαστικών κειμηλίων και θησαυρών του μικρού, αλλά πλούσιου σε πολιτιστική κληρονομιά νησιού του Αργοσαρωνικού. Επιπλέον το Εκκλησιαστικό Μουσείο Ύδρας, το οποίο εγκαινιάσθηκε με κάθε επισημότητα υπό του αοιδίμου Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου στις 15 Αυγούστου 2005, προβάλλει με την ονοματοδοσία του μία εξέχουσα εθνικοθρησκευτική, οσιακή και αλειπτική μορφή της Εκκλησίας μας με θεοπτικές εμπειρίες, χάρισμα θεοσημειών και πλούσιο συγγραφικό έργο. Ο λόγος για τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά Αρχιεπίσκοπο Κορίνθου (1731 -1805), ο οποίος άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην Ύδρα με την ασκητική του παρουσία και το καρποφόρο ιεροκηρυκτικό και αγιαστικό του έργο. Το γεγονός αυτό οδήγησε και στη συναρίθμησή του στη χορεία των τοπικών αγίων του νησιού, αλλά και στην ονοματοδοσία του Εκκλησιαστικού Μουσείου. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός, ότι προς τιμήν του Αγίου Μακαρίου του Νοταρά διοργανώθηκε στην Ύδρα στις 20 Αυγούστου 2005 υπό την επιμέλεια του αειμνήστου Ομοτίμου Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου ημερίδα επ’ ευκαιρία της επετειακής συμπληρώσεως των 200 ετών από την οσιακή του Κοίμηση στις 17 Απριλίου 1805. 



 



Ο ακλινής και αμετακίνητος στην ορθόδοξη εκκλησιαστική πίστη και παράδοση Άγιος Μακάριος γεννήθηκε το 1731 στα ιστορικά Τρίκαλα Κορινθίας. Ο κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταράς ήταν γόνος της επιφανούς και αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων, η οποία διέθετε ισχυρή πολιτική, οικονομική και κοινωνική ισχύ. Από την αριστοκρατική αυτή οικογένεια προήλθαν εξέχουσες εκκλησιαστικές μορφές, όπως ο θαυματουργός πολιούχος της Κεφαλληνίας Άγιος Γεράσιμος ο Νοταράς (1509-1579), ο εθνομάρτυρας Λουκάς Νοταράς (+1453) και οι Πατριάρχες Ιεροσολύμων Δοσίθεος (+1707) και Χρύσανθος (+1731). Ο Μιχαήλ διακρίθηκε από την παιδική του ηλικία για τη σεμνότητα, την ευσέβεια, την αγάπη του προς τον συνάνθρωπο και την κλίση του στη μοναχική ζωή. Τα πρώτα γράμματα διδάχθηκε στην πατρίδα του, αλλά ο πόθος του για την ασκητική ζωή τον οδηγεί κρυφά από τους γονείς του στο ιστορικό μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου στα Καλάβρυτα. Επιστρέφει όμως στο πατρικό σπίτι, αφού ο πατέρας του δεν δίνει τη συγκατάθεσή του γι’ αυτή του την επιλογή. Έτσι παραμένει στο σπίτι μελετώντας ψυχωφελή βιβλία, ενώ δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία του πατέρα του να συγκεντρώσει τα οφειλόμενα χρήματα από τα γύρω χωριά. Μετά τον θάνατο του διδασκάλου του Ευσταθίου αναλαμβάνει ο ίδιος καθήκοντα διδασκάλου για έξι χρόνια, όπου εργάζεται αμισθί για τη μόρφωση των παιδιών της επαρχίας του. 



 



Το 1764 εξεδήμησε προς Κύριον ο Μητροπολίτης Κορίνθου Παρθένιος και σύσσωμος ο λαός και ο κλήρος της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου επιθυμεί τον Μιχαήλ ως διάδοχο του Παρθενίου. Έτσι μετά την εις διάκονον χειροτονία του, κατά την οποία έλαβε το όνομα Μακάριος, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και τον Ιανουάριο του 1765 εκλέγεται Μητροπολίτης Κορίνθου. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς καρποφόρας αρχιερατικής του διακονίας στην ευλογημένη κορινθιακή γη αναπτύσσει ένα αξιόλογο αναγεννητικό έργο με σκοπό την ανύψωση του εκκλησιαστικού φρονήματος και του πνευματικού επιπέδου του λαού της Κορίνθου. Επιδεικνύοντας ρεαλισμό, σύνεση, διάκριση, δημιουργική τόλμη και πνευματική ισορροπία στην άσκηση των πολυεύθυνων καθηκόντων του και στην κατανόηση των προβλημάτων και αναγκών της εποχής του, καθίσταται ο μεγάλος αναμορφωτής της Αποστολικής Εκκλησίας της Κορίνθου. 



 



Όμως το 1768 με την κήρυξη του ρωσοτουρκικού πολέμου απομακρύνεται αυθαίρετα και αντικανονικά από τον επισκοπικό θρόνο της Κορίνθου και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη μητρόπολή του. Μεταβαίνει στη Ζάκυνθο για τρία χρόνια, ενώ επισκέπτεται και την Κεφαλληνία για να προσκυνήσει το χαριτόβρυτο ιερό λείψανο του Αγίου Γερασίμου, όπου σύμφωνα με την προφορική παράδοση της μονής των Ομαλών έλαβε χώρα το θαυμαστό γεγονός της εν πνεύματι συνάντησης του Αγίου Γερασίμου με τον Άγιο Μακάριο, των δύο δηλαδή επιφανών γόνων της αρχοντικής οικογένειας των Νοταράδων. 



 



Από τα Επτάνησα καταφεύγει στην Ύδρα, η οποία αποτέλεσε ένα σημαντικό σταθμό στην ιεραποστολική του πορεία, αφού από την άφιξή του στο αγιοβάδιστο αυτό νησί του Αργοσαρωνικού το 1774 αρχίζει ένα πολυσήμαντο πνευματικό έργο. Η παραμονή του Αγίου στην Ύδρα από τις αρχές του 1774 έως και τις αρχές του δευτέρου εξαμήνου του 1775 μπορεί να ήταν βραχυχρόνια, αλλά υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και εποικοδομητική, αφού ανέπτυξε μία καρποφόρα ιεροκηρυκτική και αγιαστική δραστηριότητα προς τον ευσεβή υδραϊκό λαό. Κύριο έργο του ταπεινού και ασκητικού επισκόπου της Κορίνθου ήταν η διδασκαλία, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη σωζόμενη επιστολή του προς τους προεστούς και επιτρόπους της Ύδρας. Γι’ αυτό τον λόγο και το όνομα του Αγίου φέρει μέχρι σήμερα πλατεία του νησιού, η οποία κοσμείται με μαρμάρινη αναμνηστική στήλη, για να θυμίζει στους κατοίκους το πλούσιο ιεροκηρυκτικό του έργο. Σύμφωνα με τον επιφανή ιστοριοδίφη της Ύδρας Νικόλαο Χαλιορή σημαντική υπήρξε και η αγιαστική δραστηριότητα του Αγίου με την τέλεση αρχιερατικών ιεροπραξιών, όπως τα εγκαίνια του ιερού ναού των Αγίων Πάντων, ο οποίος οικοδομήθηκε το 1774. Για τα εγκαίνια του ιστορικού αυτού ναού της Ύδρας σημειώνει ο διαπρεπής ιστοριοδίφης τα ακόλουθα: «Καθιερώθη δέ ὁ ναός οὗτος ὑπό τοῦ Ἐπισκόπου Κορινθίας Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ, τιμωμένου μεταξύ τῶν Ἁγίων σήμερον ὑπό τῆς Ἐκκλησίας μας». Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στο νησί διασώζονται μέχρι σήμερα αντιμήνσια με την υπογραφή του Αγίου, ένα εκ των οποίων βρίσκεται τεθησαυρισμένο στο παρεκκλήσιο του Αγίου Μακαρίου στην Ιερά Μονή του Προφήτου Ηλιού Ύδρας, όπου φυλάσσεται τεμάχιο ιερού λειψάνου του Αγίου, καθώς και η αριστουργηματική εφέστια εικόνα του. Η ιστορική αυτή μονή ιδρύθηκε το 1813 από κολλυβάδες πατέρες, οι οποίοι έφθασαν από το Άγιο Όρος με έξαρχο τον Γέροντα Ιερόθεο, τον και κτίτορα και πρώτο ηγούμενο της μονής. 



 



Κατά την παραμονή του Αγίου Μακαρίου στην Ύδρα κορυφαίο γεγονός υπήρξε και η συνάντηση και γνωριμία του με τον εκ Νάξου Νικόλαο Καλλιβούρτζη, τον μετέπειτα περιλάλητο Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος καθοδηγήθηκε πνευματικά από τον Άγιο Μακάριο και αναδείχθηκε ως ο μεγαλύτερος νηπτικός θεολόγος μετά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Η συνάντηση των δύο αυτών ανδρών στην Ύδρα έθεσε τη βάση για έναν ισχυρό φιλικό σύνδεσμο, αλλά και για μία ένθεη συνεργασία που διαδραμάτισε έναν αποφασιστικό ρόλο στην πνευματική ζωή και αναγέννηση του υπόδουλου Ελληνικού Γένους. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί, ότι ο Άγιος Μακάριος μαζί με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1721 – 1813) αποτέλεσαν τους αρχηγέτες του πνευματικού κινήματος των Κολλυβάδων και τους πρωτεργάτες της φιλοκαλικής αναγέννησης των πατερικών και χριστιανικών γραμμάτων, η οποία αποσκοπούσε στην ανακαίνιση της λατρευτικής ζωής της Εκκλησίας και την επιστροφή στην αρχαία εκκλησιαστική παράδοση. 








Ο Άγιος Μακάριος κατά τη διάρκεια της βραχυχρόνιας, αλλά ευδοκίμου παρουσίας του στην Ύδρα φιλοξενήθηκε στο παλαίφατο μοναστήρι της Παναγίας Φανερωμένης. Το ιδρυθέν περί τα μέσα του 17ου αιώνα περιώνυμο αυτό μοναστήρι, το οποίο ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακό το 1747, είναι ο σημερινός ιστορικός καθεδρικός ιερός ναός της Κοιμήσεως Θεοτόκου που αποτελεί και το επίκεντρο της θρησκευτικής ζωής των Υδραίων, αλλά και των λαμπρών εορταστικών εκδηλώσεων του Δεκαπενταυγούστου. Σύμφωνα με την υδραϊκή παράδοση, η οποία δεν επαληθεύεται βέβαια επαρκώς, ο Άγιος διέμεινε και στο απομονωμένο ασκητήριο του Αγίου Ιωαννικίου στην περιοχή της Ζούρβας. Στο ασκητήριο αυτό σύμφωνα με διηγήσεις παλαιών κατοίκων της περιοχής που έχουν καταγραφεί στο υδραϊκό περιοδικό «Το Μέλλον της Ύδρας», αναφέρεται χωρίς ονοματική μνεία κάποιος ασκητής που μόναζε εκεί και που σύμφωνα με τον αοίδιμο Υδραίο πρωτοπρεσβύτερο Δημήτριο Γκίκα Χελιώτη είναι ο Άγιος Μακάριος ο Νοταράς. Σημαντική και αξιοπρόσεκτη πρέπει να θεωρηθεί και η κατά το έτος 1860 καταγραφόμενη μαρτυρία του διαπρεπούς ιστορικού της Ύδρας Γεωργίου Κριεζή, σύμφωνα με την οποία «Ὁ ἐκ Κορίνθου Ἅγιος Μακάριος Νοταρᾶς, (θεῖος τοῦ Πανούτσου Νοταρᾶ), ἠσκήτευσεν ἐπί πολλά ἔτη ἔξωθεν τῆς πόλεως ἐντός κελίου, τό ὁποῖον εἶναι καί σήμερον ἀντικείμενον σεβασμοῦ». 





Η φωταυγής παρουσία του Αγίου στην Ύδρα άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της μέχρι τις ημέρες μας, αφού η νηπτική κολλυβαδική παράδοση, της οποίας εκφραστής και καθοδηγητής υπήρξε ο Άγιος Μακάριος, παραμένει ζωντανή στο νησί με την τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο, αλλά και με τη συχνή συμμετοχή των ευσεβών και φιλαγίων Υδραίων στη μυστηριακή και λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Η καρποφόρα παρουσία του θεοφόρου ασκητού και ευκλεούς ιεράρχου της Κορίνθου στο νησί επιβεβαιώνεται και από την ύπαρξη παλαιών φορητών εικόνων του Αγίου στις ιερές μονές Προφήτου Ηλιού, Αγίας Ευπραξίας και Γενεσίου Θεοτόκου Ζούρβας, καθώς και στους ιερούς ναούς Ευαγγελιστρίας του Μπενάκη και Αγίου Ελευθερίου (παρεκκλήσιο ιδιοκτησίας του μακαριστού Μητροπολίτου Ύδρας, Σπετσών και Αιγίνης κυρού Προκοπίου, όπου φυλάσσεται και τεμάχιο ιερού λειψάνου του). 






Αξιοσημείωτο είναι και το ενδιαφέρον του Αγίου για την Ύδρα, αφού μέχρι σήμερα σώζεται επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Αδριανουπόλεως Γρηγόριο που ήταν ο αδελφός του Αγίου νεομάρτυρος Θεοδώρου του Βυζαντίου, μέσω της οποίας ζητά πληροφορίες για κάποιον νεομάρτυρα Κωνσταντίνο, ο οποίος σύμφωνα με τους μελετητές ταυτίζεται με τον πολιούχο και έφορο της νήσου Ύδρας Άγιο νεομάρτυρα Κωνσταντίνο τον Υδραίο (1770 – 1800). Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί, ότι δεκαπέντε χρόνια μετά την Κοίμηση του Αγίου Μακαρίου καταγράφεται αδιάσειστη μαρτυρία για την αγιότητα και το θαυματουργικό του χάρισμα μέσα από το κείμενο του βίου του Γέροντος Ιεροθέου, του και κτίτορος της κολλυβαδικής Ιεράς Μονής Προφήτου Ηλιού Ύδρας. Στο κείμενο αυτό γίνεται λόγος για «τόν ἐν ἁγίοις Μακάριον, τόν πρόεδρον Κορίνθου, ὁ ὁποῖος μέ τήν παρακίνησιν καί διδασκαλίαν του ἀπέδειξεν πολλούς μάρτυρας τοῦ Χριστοῦ καί τά σεβάσμια αὐτοῦ λείψανα θαυματουργοῦσι εἰς αἰσχύνην τῶν συκοφαντῶν και φθονοκατηγόρων ἀνθρώπων». 






Μετά την αναχώρησή του από την Ύδρα ο Άγιος Μακάριος ταξιδεύει ασταμάτητα στη θαλάσσια περιοχή του Αιγαίου και μονάζει σε απόκρημνες και ερημικές τοποθεσίες των αιγαιοπελαγίτικων νησιών και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποκαλείται μέχρι σήμερα «Αιγαίος» Επίσκοπος και ιεραπόστολος του Αιγαίου. Το 1775 φτάνει στη Χίο και το 1777 μεταβαίνει στο Άγιο Όρος, όπου έχουν ξεσπάσει σφοδρές ταραχές και συγκρούσεις εξαιτίας της θεολογικής διένεξης, γνωστής ως έριδας των Κολλυβάδων. Γι’ αυτό εγκαταλείπει την Αθωνική Πολιτεία και επιστρέφει στη Χίο. Αργότερα φτάνει στην Πάτμο, όπου ιδρύει ησυχαστήριο προς τιμήν των Αγίων Πάντων στον λόφο της Κουμάνας. Στη συνέχεια επισκέπτεται τη Σάμο, όπου έλαμψε με τη φιλόθεη βιοτή του στην περιοχή του χωριού Μύλοι, όπου μετά την Κοίμησή του ανεγέρθηκε ναός επ’ ονόματί του από τον μοναχό Κωνστάντιο, ενώ αργότερα έφθασε στην Ικαρία, όπου ίδρυσε μαζί με τον Όσιο Νήφωνα τον Χίο (1736 – 1809) την παλαίφατη Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, η οποία κατέστη ένα υποδειγματικό κοινόβιο, αλλά και ένα πρότυπο κέντρο φιλοξενίας και καρποφόρας πνευματικής ζωής, αφού υπήρξε το ευλογημένο πνευματικό καταφύγιο των θεοφόρων κολλυβάδων ασκητών. Μετά τον θάνατο του πατέρα του αποδεικνύει έμπρακτα την ακτημοσύνη του, αφού αρνείται το μερίδιο της πατρικής περιουσίας και καταστρέφει όλα τα χρεώγραφα. 






Περί το 1793 μεταβαίνει οριστικά πλέον στη Χίο και εγκαθίσταται σε ασκητικό και ησυχαστικό τόπο πλησίον του ναού του Αγίου Πέτρου στους βορειοανατολικούς πρόποδες του όρους Αίπος πάνω από την κωμόπολη του Βροντάδου. Εκεί ο Άγιος ως Μεγαλόσχημος πλέον μοναχός βρίσκει την ποθούμενη ησυχία και επιδίδεται στην αυστηρή άσκηση, τη φιλανθρωπία και την ανάγνωση νηπτικοασκητικών πατερικών κειμένων. Μέσα από την αδιάλειπτη προσευχή και άσκηση βιώνει θεοπτικές εμπειρίες που τον αναδεικνύουν σε ουρανόφρονα και θεόληπτο ασκητή. Το κατανυκτικό ασκητήριο του Αγίου στη Χίο καθίσταται πόλος έλξης για κάθε πονεμένη και ταλαιπωρημένη ψυχή που βρίσκει κοντά στον Άγιο την ψυχική ανάπαυση και σωτηρία, ενώ αναδεικνύεται ο ουρανόσταλτος οδηγός και ο πνευματικός καθοδηγητής πολλών νεομαρτύρων, όπως του Αγίου Πολυδώρου του Κυπρίου (+ 3 Σεπτεμβρίου 1794) και του Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου (+ 17 Φεβρουαρίου 1795), τους οποίους εμψυχώνει, στερεώνει στην πίστη και προετοιμάζει προς το μαρτύριο για να λάβουν τον αμάραντο στέφανο της αγιότητος και της δικαιοσύνης από τον αγωνοθέτη Κύριο. 






Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονιστεί και η πλούσια συγγραφική δραστηριότητα του Αγίου, αφού μας πλούτισε πνευματικά με σημαντικά έργα, όπως η πεντάτομη Φιλοκαλία, που εξεδόθη το 1782 και είναι καρπός της αγαστής συνεργασίας του με τον Άγιο Νικοδήμο τον Αγιορείτη. Πρόκειται για μία ανθολογία από έργα ασκητικών και νηπτικών πατέρων που έχει ήδη μεταφρασθεί σε πολλές ξένες γλώσσες λόγω του υψηλού πνευματικού της περιεχομένου. Σημαντικό και ψυχωφελές είναι και το περισπούδαστο σύγγραμμα του Αγίου «Περί τῆς συνεχοῦς Μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ Μυστηρίων», το οποίο πρωτοεκδόθηκε το 1777 στη Βενετία και επανεκδόθηκε το 1783. 



Τον Σεπτέμβριο του 1804 ο Άγιος προσβάλλεται από ημιπληγία, με συνέπεια να μην μπορεί να κουνηθεί και να γράψει. Στις 17 Απριλίου του 1805 παραδίδει το πνεύμα του στον Πανάγαθο Θεό, τον Οποίο τόσο πολύ αγάπησε και υπηρέτησε σε όλη του την επίγεια ζωή. Ενταφιάσθηκε στον περίβολο του ναού του Αγίου Πέτρου και το 1808 πραγματοποιήθηκε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων του. Αναρίθμητα είναι τα θαύματα που τέλεσε ο Άγιος με τη χάρη του Θεού, αφού σύμφωνα με τον βιογράφο του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Ονούφριο Ιβηρίτη, «Τούτου τά ὀστᾶ μετά θάνατον ἐτίμησεν ὁ Θεός εὐωδία καί θαύμασι πλείστοις». Τη βιογραφία του Αγίου συνέγραψε ο μαθητής του, Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, και την ασματική του ακολουθία συνέθεσε ο Όσιος Νικηφόρος ο Χίος (1750-1821). 






Διακόσια και πλέον έτη έχουν περάσει από την οσιακή Κοίμηση του Αγίου Μακαρίου στο μυροβόλο και ευλογημένο νησί της Χίου και ο ευκλεής και θεόληπτος ιεράρχης της Κορίνθου, ο οποίος αναδείχθηκε ενάρετος και φιλόστοργος ποιμενάρχης, φωτεινός διδάσκαλος του Γένους, πολύτιμος συγγραφέας ψυχοσωτήριων βιβλίων και θαυματουργός άγιος, αποκαλύπτει με το φιλοκαλικό νηπτικοασκητικό του πνεύμα τον πλούτο της ορθοδόξου πίστεως και μας καλεί να αγωνιστούμε για τη διατήρηση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού στη σημερινή πνευματικά αποβιταμινωμένη και θρησκευτικά αδιάφορη εποχή μας. 

πηγή

1 σχόλιο:

Σαλογραια η Ευαν.Παναγοπούλου-Κουτσούκου είπε...

Γίγαντας ανεδείχθη με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, ο Άγιος Μακάριος Νοταράς. Μακάρι να φωτίσουν τους σημερινούς ερεβώδεις εκκλησιαστικούς καιρούς, οι ευχές όλων των Κολλυβάδων.