ΑΛΛΟΤΕ ΚΑΙ ΝΥΝ
Νίκος Γαβριὴλ Πεντζίκης
Ὡς ἀναπνοὴ πρέπει νὰ ἐννοήσετε τῆν πνευματικότητα ὑπὸ ἰδιάζουσα μορφή, τὴν ὁποία θὰ προσπαθήσω νὰ καταστήσω σαφή. Ὡς Νεοέλληνα ἐννοῶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἱστορικὰ ἄρχισε νὰ διαμορφώνεται ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὑπὸ τῶν Σταυροφόρων καὶ μετά.
Ἡ ἑλληνικὴ ἱστορία φτάνει ἀναδρομικὰ μέχρι τοὺς Μυκηναίους καὶ τοὺς
Κρῆτες. Τὴν κληρονομιὰ αὐτῶν διὰ τοῦ Ὁμήρου δέχεται ἡ κλασικὴ ἐποχή. Στὰ
ἑλληνιστικὰ χρόνια ταυτίζονται οἱ θεότητες μὲ τὴ φύση, χάνοντας ἀπὸ τὸ
ἀνάστημά τους καὶ τὸ κῦρος ἔτσι ὥστε ἡ θρησκευτικὴ συνείδηση νὰ δέχεται
τὴν θεοποίηση ἰσχυρῶν ἀνθρώπων. Ὁ χριστιανισμός, ἀκολούθως, διδάσκει τὸν
ἀληθινὸ Θεάνθρωπο. Ἡ πίστη σ’ αὐτὸν γίνεται καθεστῶς στὸ Βυζάντιο ὅπου,
μέχρι τὸν Ἰουστινιανό, ἀναπτύσσεται μέσα σὲ περιβάλλον ποὺ συγκρατεῖ
εἰσέτι πολλὰ στοιχεῖα παγανιστικά. Τὸ τελικὸ ξεκαθάρισμα, παραδοχὴ καὶ
ἀφομοίωση ἢ ἄρνηση τῶν στοιχείων ἐκείνων γίνεται στὴν ἐποχὴ τῶν σκληρῶν
ἀγώνων ἀνάμεσα σὲ εἰκονομάχους καὶ εἰκονολάτρες. Ἡ ἑνοποίηση τῶν ἀγαθῶν
στοιχείων συμπίπτει μὲ μέγιστη ὑλικὴ ἀκμὴ καὶ πλοῦτο στὸ Βυζάντιο. Αὐτὸς
ὁ πλοῦτος ἄφησε ἐμβρόντητους τοὺς βαρβάρους Σταυροφόρους κατακτητές του
στὰ 1204.
Οἱ
Παλαιολόγοι, ἀκολούθως, ἐγκαταλείπουν τὴν Ἀσία καὶ ρίχνουν τὸ βάρος τοῦ
κράτους των στὴν Εὐρώπη. Τότε ἀκριβῶς, ἡ Θεσσαλονίκη φθάνει στὸ ἔπακρο
τῆς δόξης της. Ἐρευνώντας τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ζωῆς της κατὰ τὸν 14ο
αἰώνα, ἀνακαλύπτουμε πλεῖστα ὅσα στοιχεῖα τῆς σημερινῆς μας ζωῆς. Ἀκόμα
καὶ ἐξέγερση τῶν μαζῶν κάπως ἀνάλογη πρὸς τὴν κομμουνιστική. Ὁ περίφημος
Θεσσαλονικέας δοκιμιογράφος Δημήτριος Κυδώνης λέγει ὅτι ὁ κόσμος, ποὺ
καταλάβαινε τὴν ἐπικείμενη καταστροφὴ, δεν συζητοῦσε περὶ τῆς
δυνατότητος τῆς συνεχίσεως ἑνὸς ἀνεξαρτήτου κρατικοῦ βίου, ἀλλὰ περὶ τῆς
προτιμητέας ὑποταγῆς εἰς τοὺς Ἀσιάτες ἢ τοὺς Εὐρωπαίους. Μορφωμένος καὶ
μὲ λεπτὴ καλλιέργεια, δυσανασχετεῖ γιὰ τὶς δυσχερεῖς περιστάσεις τῆς
ζωῆς καὶ ἐκφράζει τὴν ἐπιθυμία γιὰ μιὰ γαλήνια ἔπαυλη στὶς Λυγουρικὲς
ἀκτές, περίπου δηλαδὴ ὅπου τὸ σημερινὸ Βιαρέτζιο. Συναναστρέφεται τοὺς
ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας, οἱ οποῖοι εἴτε ξένοι, ὅπως οἱ Γατελοῦζοι τῆς
Μυτιλήνης καὶ Σαμοθράκης, εἴτε ἐντόπιοι πρίγκηπες, νιώθουν τὸν ἑαυτόν
τους σὲ κάποια ἀπόσταση ἀπὸ τὸ πλῆθος. Χαρακτηριστικὰ εἶναι ἐπὶ τοῦ
προκειμένου τὰ λόγια ἑνὸς ἄλλου σοφοῦ καὶ λογίου τῆς ἐποχῆς, τοῦ
Νικηφόρου Γρηγορᾶ, ὁ ὁποῖος ὅταν βρέθηκε μὲ πριγκηπικὴ συντροφιὰ σὲ μιὰ
ἐπαρχιακὴ κώμη, ἀποκαλεῖ τὴ λαλιὰ τοῦ κοσμάκη «βοσκηματώδη». Παντογώστης
σχεδὸν ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς γιὰ τὴν ἐποχήτου, ἀποτελεῖ χαρακτηριστικὸ
παράδειγμα τοῦ μορφωμένου, ποὺ δὲν ἐπιτρέπει ἡ λογικὴ του νὰ
παρακολουθήσει, μόλο ποὺ παραμένει Χριστιανὸς ὀρθόδοξος, τὶς σύγχρονές
του μυστικιστικὲς ἐξάρσεις τῆς καλλιέργειας τοῦ χριστινικοῦ πνεύματος. Ἡ
λογική, προβάλοντας ἐπιτακτικὴ τὴν ἀνάγκη ἐξασφαλίσεως, κάνει τὴν
Παλαιολογίνα Βασίλισσα νὰ μὴ σκέφτεται ἄλλο ἀπὸ τὸν τρόπο ἀποκαταστήσεως
τῶν τέκνων της καὶ εἰς βάρος ἀκόμα τῆς ἐννοιας τοῦ κράτους. Τὴν ἐποχὴ
αυτὴ, ποὺ οἱ ἐκκλησίες μικρεύουν στὶς διαστάσεις ἰδιωτικῶν κατοικιῶν,
ξεμοιάζοντας ταυτόχρονα μὲ κειμηλιοθήκες πολύτιμες, ὁ περισπούδαστος
Θεόδωρος Μετοχίτης, ποὺ δαπάνησε γιὰ τὴν ἵδρυση καὶ διακόσμηση τὴς Μονὴς
τὴς Χώρας στὴν Πόλη, συγγράφει μιὰ παρηγοριτικὴ διὰ τὸ πένθος της,
τρυφερὰ σχεδόν, ὁμιλία πρὸς τὴν ἑαυτοῦ κόρη. Ὁ ἀτομικὸς αὐτὸς θρῆνος καὶ
τὰ δάκρυα εἶναι ἕνα νέο στοιχεῖο στὴν ὀρθόδοξη χριστιανικὴ παράδοση τοῦ
Νεοέλληνα. τὸ ὁποῖο εἰσάγεται ἐκείνη τὴν ἐποχή. Στὴν ουσία ὅμως, τὰ
δάκρυα μὲ τὰ οποῖα οἱ ἀσκητὲς κατάρδευσαν τὴν ἔρημο, διαφέρουν. Ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἀνατράφηκε στὸ παλάτι, ἀλλὰ τὸ ἐγκατέλειψε,
πηγαίνοντας πότε στὴ Σκήτη Βερροίας καὶ πότε στὸν Ἄθω, εἶχε τὸ μεγάλο
χάρισμα τῶν δακρύων τῶν ἐραστῶν τοῦ Χριστοῦ. Τὸ Φῶς, ποὺ καταλάμπει
ἄκτιστο τὴν ἰσχνὴ καὶ ταλαιπωρούμενη σάρκα του, εὔγλωττα ἀπὸ τὸν ἴδιο
ὑποστηριγμένο ὡς αἴσθηση τοῦ Θεοῦ, προκαλεῖ ἀναστάτωση στὸν καιρὸ του^
τὴν ἱστορικὴ διαμάχη τῶν ἡσυχαστῶν.
Οἱ ησυχαστὲς
αὐτοί, προσεύχονταν ἐπιβάλοντας στὸ σῶμα τους μιὰ γυμναστικὴ κάκωση,
χαρακτηριστικὸ τῆς οποίας εἶναι ἡ ἐπὶ τῆς ἀναπνοῆς ἀνασταλτικὴ ἐπίδραση.
Ἡ ἀντίληψη ὅτι ἡ ἀναπνοὴ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνεται μέσον πνευματικῆς
ζωῆς, πνευματικότητα, ἄσχετη ἀπὸ κάθε πληροφόρηση συσκοτιστικὴ καὶ
μόρφωση, σὰν ἁπλή, δυνατὴ σὲ κάθε ἄνθρωπο, μελαγχολικὴ φυσιολογία τοὺ
σώματός του, μὲ γοήτευσε τόσο, ὥστε προκειμένου νὰ κάμω λόγο γιὰ τὴν
πνευματικότητα τοῦ Νεοέλληνα, να προκρίνω τὴ λέξη ἀναπνοὴ. Ἦλθε καὶ
ξένος ἀπὸ τὴν Ἰταλία στὴ Θεσσαλονίκη καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος τὀτε, ὁ Βαρλαὰμ,
γιὰ νὰ ὑποστηρίξει συνωδᾶ μὲ τοὺς Γρηγορᾶ, Κυδώνη, Ἀκίνδυνο καὶ ἄλλους
λόγιους, ὅτι εἶναι ἀπαράδεκτο καὶ ἀκατανόητο, πὼς μπορεῖ μὲ κινήσεις τοῦ
σώματος νὰ ἀξιωθεῖ ὁ ἄνθωπος νὰ γίνει θεόπτης. Καὶ ξεχνοῦσαν ὅτι «ἐν
χορῷ», ὅπως λέγει ὁ Προφητάναξ, πρέπει νὰ αἰνεῖται ὁ Κύριος. «Χορεύοντας
ὑμνεῖτε τὸν Θεὸν», εἷναι ἕνα θέμα, πολὺ σύνηθες, σὲ τοιχογραφίες τῆς
ἐποχῆς τῆς Τουρκοκρατίας.
Θυμοῦμαι
ἰδιαίτερα τὴν ἀρκετὰ μεγάλη τοιχογραφία, στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ
κοιμητηρίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γρηγορίου στὸν Ἄθωνα. Οἱ λαϊκὲς ἀνδρικὲς καὶ
γυναικεῖες μορφὲς μοιάζουν νὰ σέρνουν καλαματιανό, πηδηχτές, πιασμένες
μὲ μαντήλια χρωματιστά. Ὁ Βαρλαὰμ καὶ οἱ ὀπαδοί του φοβοῦνται τὶς
κινήσεις τοῦ σώματος καὶ τοῦ ἀρνιούνται τὴν πνευματικότητα. Ἐνυπάρχει
βέβαια κίνδυνος, τὸ γνωρίζει ὁ ἡσυχαστὴς καλά, καὶ σύγχρονα μᾶς παρέχει
κάθε δυνατὴ ὁδηγία γιὰ νὰ προφυλακτοῦμε καὶ νὰ μὴ μᾶς συνεπάρουν οἱ
δαίμονες. Τὸ εἶναι, καθῶς τὸ σῶμα μας ἀσκεῖται χορευτικά, πρέπει τελείως
νὰ ξεχνιέται μέσα σὲ μιὰ νοσταλγία ὑψηλή. Τὸ πράγμα καταλήγει σὲ μιὰν
ἄρνηση τῆς νοσταλγίας ἀπὸ μέρους τοῦ Βαρλαάμ, γιατὶ καταλαβαίνει πὼς ἡ
νοσταλγία συχνὰ συνεπάγεται τὴν ἀποτυχία στὸ παρὸν καὶ ἡ λογική μας
εἶναι φάρος προσηλωμένος αὐστηρὰ μόνο σ’ αυτό. Μόνο τὸ σῶμα ποὺ
γεννιέται καὶ πεθαίνει, μπορεῖ νὰ νοσταλγεῖ.
Ἡ Ἐκκλησία
παραδέχεται ἐπισήμως τὴν παλαμικὴ ἀναπνοή. Μέσα στὴν ἐκκλησία,
παρακολουθώντας τὰ ἐκεῖ τελούμενα, σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου, ὁ
Νικόλαος Καβάσιλας, μὴ ἱερωμένος θαυμαστὴς του, ζεῖ ἐν Χριστῷ,
ἐπαναλαμβάνοντας ταπεινὰ τὰ λόγια τῶν μαρτύρων τὴς πίστεως, ὅτι ὁ
Χριστὸς εἶναι τὸ λάλον ὕδωρ μέσα στὸ σῶμα.
Ὁ αὐτοκράτορας, ὅμως, Ἰωάννης
Παλαιολόγος, μὲ στερεμένη τὴ βρύση τοῦ Χριστοῦ μέσα του, κατατρέχεται
ἀπὸ φόβους. «΄Ἔτσι ποὺ εἴμαστε ἀδύναμοι καὶ ἀνίσχυροι», λέει «ἂν
χαθοῦμε, χάνεται τὸ πᾶν. Ἂν σβήσει τὸ κράτος, ἡ ἐξουσία,
σβήνουν ὅλα». Καὶ μεταχειρίζεται τὴν ἐκκλησία ὡς μέσο γιὰ ν’ ἀντλήσει
δύναμη καὶ νὰ στερεώσει τὸ καθεστώς.
Ἂς ρίξουμε
τώρα μιὰ ματιὰ στὴν συγκεκριμένη μορφὴ τὴς ἐκκλησίας, ὡς κτίσματος κατὰ
τὸν ιδ΄ αἰώνα καὶ τὰ τέλη τοῦ βυζαντινοῦ κράτους. Ἡ Θεσσαλονίκη γέμει
ἀπὸ περίλαμπρους ναοὺς αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ἡ Θεσσαλονίκη, πνευματικὸ
κέντρο, ὄχι μόνο μὲ καλλιτέχνες τῆς ἰδιαίτερής της Σχολῆς ἔκτισε καὶ
καταλάμπρυνε τοὺς δικοὺς της ναούς, ἀλλὰ ἐξαπέστειλε ἁπανταχοῦ τῆς
Βαλκανικῆς παιδιᾶ της νὰ ἐργαστοῦν ὑποδειγματικά. Στὶς ἐκκλησίες τῆς
Ἀχρίδος ἢ τῆς περιφερείας τῶν Σκοπίων διαβάζουμε ἀνάμεσα στὶς διανθίσεις
τῶν σχεδίων ἑλληνικά ὀνόματα, Μιχαὴλ Ἀστραπᾶς ἢ ἄλλα.
Ἀναφέραμε ἤδη γενικὰ γιὰ τὶς οικεῖες, τὶς σχεδὸν οἰκιακὲς διαστάσεις τῶν
ἐκκλησιῶν αὐτῆς τῆς ἐποχῆς. Ἐπίσης, τὸ γεγονὸς ὅτι μοιάζουν ἐξωτερικὰ
σὰν κοσμηματοθήκες ἢ κειμηλιοθήκες. Σ’ αὐτὸ συντείνει τὰ μέγιστα ἡ
τοιχοποιΐα, ἡ συνείδηση τοῦ οικοδομικοῦ ὑλικοῦ, σὰν νὰ εἶναι οἱ λίθοι
καὶ οἱ πλίνθοι στοιχεῖα τοῦ ὀργανικοῦ πλασίματος ἑνὸς σώματος.
Ἔξω ἀπὸ
τὸν ναὸ τριγυρνώντας ἀκόμα, αἰσθάνεσαι τὸν σεβασμὸ ποὺ εμπνέει τὸ σῶμα
ὡς δοχεῖο τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Ὁ Ὅσιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος ἐν
παρομοιώσει ὁμιλεῖ «διὰ τὴν χαρὰ τοῦ ἐραστοῦ ποὺ ἐπιλαμβάνεται τῆς
χειρὸς τοῦ ἀγαπωμένου προσώπου». Ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι ὄχι μόνον
τὸ χέρι, ἀλλὰ καὶ κάθε δάκτυλο τοῦ χεριοῦ εἶναι ὁλόκληρος κόσμος. Καὶ
θαυμάζεις ὅτι τὸ σῶμα κρύβει ὅλο τὸν πλοῦτο τοῦ ἐνάστρου οὐρανοῦ, ποὺ
διηγιέται τὴν δόξα τοῦ Κυρίου Θεοῦ. Παρόμοια ὁμιλεῖς, πρὶν ἀκόμη ἔμπεις
νὰ προσκυνήσεις στὸ ναό. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ὁ ζωγραφικὸς διάκοσμος^ δὲν
ὑπάρχει νομίζω σύγχρονη σημερινή, ὀρθὴ πνευμετικὴ τάση, ποὺ νὰ μὴ τὴ
βρίσκουμε ἐκεῖ καταγρμμένη, ὅταν προσέξουμε, ὅταν ἀπὸ τὶς καταστροφὲς
καὶ ἀλλοιώσεις τῶν αἰώνων καὶ τῆς σκλαβιᾶς ἀνακαινίσουμε τὰ παλαιά, ὅπως
χαρακτηριστικὰ προσπαθοῦμε. Ξεναγώντας φίλους στὶς ἐκκλησίες τῆς
Θεσσαλονίκης, εἶχα τὴν εὐκαιρία, βλέποντας καὶ ἑρμηνεύοντας τὶς εἰκόνες,
νὰ μιλήσω ὄχι μόνον γιὰ τὸν ἐμπρεσιονισμό, ρεαλισμὸ ἢ κυβισμὸ καὶ
ὑπερρεαλισμό, ποὺ σήμερα τὶς συναντοῦμε καὶ στὰ πιὸ προχωρημένα σημεῖα
τῶν ἐπιτευγμάτων τῆς φυσικῆς ἢ ἀστροφυσικῆς. Πόσο διαφορετικὰ εἴμαστε
σήμερα σὲ θέση νὰ δοῦμε τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀπὸ ὅ,τι το
’βλεπαν ἄνθρωποι, σὰν τὸν Γάλλο Ἱππόλυτο Ταίν, στὰ τέλη τοῦ περασμένου
αἰώνα, πού, ἀφιερώνοντας τόμους γιὰ τὴν φιλοσοφία τῆς τέχνης στὴν
παραξηγημένα ἀναγεννησιακὴ Ἰταλία, καταδίκαζε ὡς μονότομη καὶ
ἀνεξέλικτη, στατική, τὴ βυζαντινή, μέσα σὲ δέκα μόνο σελίδες; Ἡ δημώδης
μοῦσα, μέσα στὴν ἐκκλησία ποὺ ἐπιχειρήσαμε συνοπτικὰ νὰ χαρακτηρίσουμε,
τοποθετεῖ τὸ δράμα τῆς καταλύσεως τοῦ μεσαιωνικοῦ ἑλληνικοῦ κοσμικοῦ
κράτους. Τὸ ἔθνος προέκρινε, ἀπὸ κάθε ἔννοια βολέματος καὶ
εὐτυχισμοῦ προσκαίρου, τὸ θέλημα τοῦ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἡ Πόλη νὰ
τουρκέψει, μόνον καὶ μόνο γιὰ νὰ περισώσουμε ἀλώβητη τὴν ἐκκλησία ὡς
παράδοση, ὡς κειμηλιοθήκη, ὡς πραγματικὸ σῶμα τοῦ Νεοέλληνος, ἀναδίδον
τὴν ἀγέραστη ὑγιὴ ἀναπνοή του.
Ἡ καταστροφὴ
καὶ ὑποταγὴ περιόρισε τὴν μεγαλοπρέπεια καὶ τὸν πλοῦτο τῆς ἐκκλησίας. Ὁ
ἀρχιερέας ἀνάλαβε καὶ τὸν τίτλο τοῦ Δεσπότη. Τὰ παράθυρα στοὺς ναοὺς
μικρεύουν ἢ φράσσονται. Σκοτεινιάζει τὸ ἐσωτερικό. Ὁ πιστὸς δὲν
ἐπιτρέπεται νὰ συζητᾶ τὰ τελούμενα στὸ ἱερὸ και, γιὰ νὰ μὴ βλέπει,
ὑψώνεται τὸ τέμπλο ποὺ ἐπιχρυσώνεται πολυτελῶς. Ὁ φραγμός, τὸ ἐμπόδιο
αὐτό, ἐπιβάλλει κάποια ἀκινησία στὴ σκέψη, ἰσχυροποιώντας τὴν παράδοση
ποὺ σὰν πολύτιμη ἀνασαμιὰ συντηρεῖται μέσα στὴν σκοτιδιασμένη ἐκκλησία.
Μέσα στὸ ἡμίφως αὐτὸ δὲν λειτουργεῖ μονάχα τὸ κρυφὸ σχολειό, χαλκεύεται
καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ραγιᾶ, ποὺ μὲ τὴν ὑψηλή της κρυμμένη λαχτάρα, φτερώνει
τὴν ἀσκητικὴ μορφὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Πνευματικὰ τὸ
μεγαλύτερο ἐπίτευγμα τοῦ σκλαβωμένου εἶναι ἀκριβῶς αὐτὰ τὰ φτερὰ ποὺ
προστέθηκαν στὸν Ἅη Γιάννη. Αὐτὰ τὰ φτερὰ ἐμπνέουν καπετανείους κλέφτες
καὶ ἀρματολούς. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα φοβερὸ σὲ δύναμη ἔρεισμα γιὰ τὶς
ψυχές. Καταφύγιο καὶ ἄσυλο ἀρρώστων καὶ καταδιωγμένων. Μὲ τὴ δύναμή της
προσηλώνει τὶς ψυχὲς στὸν ἄγονο βράχο καὶ ἡ ἔρημη καὶ ἄνυδρη περιοχὴ
πλουτίζει. Ἔτσι δημιουργήθηκαν καὶ ἄκμασαν οἱ ἐλληνικὲς κοινότητες, τ’
Ἀμπελάκια, τὰ Μαδεμοχώρια, τὰ νησιά. Στὴν Ὕδρα μέτρησα 385 ἐκκλησίες,
καταλαβαίνοντας τὴ δύναμη, ποὺ συγκράτησε ἐκεῖ 70.000, ἐνῶ τώρα
δυσκολεύονται νὰ ζήσουν οἱ 3 χιλιάδες, ποὺ ἀπόμειναν στὸ γραφικὸ νησί. Τέτοιο καὶ τόσο ἰσχυρὸ καρφὶ χαλκεύτηκε ἀπ’ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν προσήλωση τῶν ψυχῶν στὴν ἀρετή. Ὁταν
ἡ Ἑκκλησία εὺαγγελίστηκε τὸν ἀπελευθερωτικὸ ἀγώνα, ὁ Κολοκοτρώνης
κάποια στιγμὴ κινδύνεψε, μένοντας μόνος, ἑγκαταλειμένος ἁπὸ τῶν ἀλλονών
τὴν μικροψυχία. Τι ἔπρεπε νὰ κάμει συλλογιόνταν; Ποιὰ δύναμη θὰ τὸν
ἐνίσχυε στὴ μοναξιά του; Μπήκε στὴν ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσίου καὶ
προσευχήθηκε κι’ ὕστερα βγῆκε στὰ βουνά, κράζοντας καὶ συγκεντρώνοντας
τοὺς Ἕλληνες, γύρω ἀπὸ τὴν περήφανη περικεφαλαία του.
Ὁ Νεοέλληνας
στὴν ἐκκλησία ἀνέπνεε, δέχονταν μέσα στοὺς πνεύμονές του τὴν γενναία
καὶ ρωμαλέα ἀναπνοὴ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ ἡ ἐκκλησία τὴν
περιέλαβε, τιμώντας τῆν μνήμη του καὶ τὴ δεύτερη Κυριακὴ τῶν νηστειῶν.
Μετὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν Εἰκόνων, δεύτερη νίκη τῆς
Ὀρθοδοξίας, νίκη νεοελληνική; ἡ καθιέρωση τῆς πίστης στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸ
σῶμα του, ποὺ μπορεῖ καὶ γίνεται δοχεῖο τοῦ ἀκτίστου Θαβωρίου φωτός. Μὲ
αὐτὸ τὸ φῶς δὲν φωτίστηκαν μόνον οἱ ἀγωνιστὲς τῆς Ἐλευθερίας σὲ μιὰ
στιγμή. Τοῦτο καταγλάϊσε μορφὲς σᾶν τοῦ Ἁγίου κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ
ἵδρυσε κοντὰ 300 σχολεῖα στὴν Μακεδονία καὶ τὴν Ἤπειρο. Ὁ δὲ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, πόσους τόμους συνέγραψε, ὁ χαλκέντερος,
συγκεντρώνοντας σὲ γλώσσα ἁπλοελληνικὴ καὶ σχολιάζοντας τὰ τῶν πατέρων;
Ἱερωμένος ἦταν καὶ ὁ συγγραψας γεωγραφία. Ἄλλος ἐπίσης ποὺ συνέταξε
γεωπονικὲς καὶ ἰατρικὲς συμβουλές. Ὅλα τὰ κείμενα, πρωτότυπα καὶ
μεταφράσεις ἀρχαιοτέρων, σὲ γλώσσα προσιτῆ σὲ ὅλους γιατί, τελειώνοντας ὁ
δέκατος ὄγδοος αἰώνας, τὸ περιλάλητο γλωσσικὸ ζητήμα εἶχε λυθεῖ στὴν
οὐσία του μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἐκκλησίας.
Τι γίνεται μὲ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ Νεοέλληνα ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση καὶ μετά; Βγαίνοντας
στὸν ἐλεύθερο ἀέρα μετὰ τὴν ἀποκατάσταση σ’ ἀνεξάρτητο κράτος, μᾶς
δημιουργήθηκε σειρὰ ψυχολογικῶν ἀντιδράσεων. Διάβασα πὼς ἡ γραφὴ εἶναι ἡ
πλέον συντηρητικὴ μορφὴ ἐκδηλώσεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος.
Ἀναφέρονται ὡς παράδειγμα οἱ Ἑβραῖοι, ποὺ ἔχοντας ἀπολησμονήσει τὴ
μητρική τους γλώσσα στὴ διασπορά, ἐξακολουθοῦσαν νὰ γράφουν μὲ τὰ
ἑβραϊκὰ γράμματα τὴν ξένη λαλιὰ ποὺ μιλοῦσαν. Ἑπόμενα, οἱ ἀλλαγὲς ποὺ
ὑπέστη ἡ γραφή μας ἀπὸ τὴν ἀπελευθέρωση κι’ ἐδῶ, σχετικὰ μὲ τὴν πρὶν ἀπὸ
τὸ 1821 γραφή, εἶναι ἴσως τὸ καλύτερο τεκμήριο γιὰ τῆν ἀλλαγὴ τῆς
στάσεως μας ἔναντι στὴν παράδοση, γιὰ τὴν κάποια ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν
πνευματικότητά της.
Πρὸς τὰ ποῦ
ἀπομακρυνθήκαμε; Πρὸς ὅ,τι ἦταν φυσικὸ νὰ πιστέψουμε πρόοδο, ὑψηλότερο
βιοτικὸ ἐπίπεδο, ἀληθινὴ ζωὴ κ.τ.λ. Ἴσως ἀκόμα, μέσα μας κάπως ἡ εἰκόνα
τῆς ἐκκλησίας νὰ ταυτίστηκε μὲ τὴν ἔννοια τῆς φυλακῆς καὶ πολὺ φυσικά,
ἐφ’ ὅσον ἐκεῖ μέσα συντηρήθηκε τὸ σῶμα μας καθ’ ὅλη τὴν μακραίωνη
περίοδο τῆς σκλαβιᾶς. Φυσικὴ σύγχυση. Φτάσαμε στὸ σημεῖο νὰ νομίζουμε,
ὅ,τι ἦταν ζωή μας, θάνατο. Πόσα καὶ πόσα παιδιὰ ἀνδρούμενα δὲν συμβαίνει
ν’ αρνιοῦνται, ἀπὸ τὶς ἀνάγκες τῆς ἀτομικότητας, τὸ σπίτι ποὺ τ’
ἀναθρέψαμε.
Τι σὲ ὅλα
αὐτὰ θ’ ἀπαντήσουμε; Μήπως ὅτι ἡ ἀναπνοή μας ἐξακολουθεῖ ὅπως πάντα,
ἀλλὰ δὲν ἔχουμε συνείδηση αὐτῆς, γιατὶ ἀλλοῦ ἡ λογική μας ἀποβλέπει καὶ
δὲν μπορεῖ νὰ παρακολουθήσει τὸ βαθύτερο εἶναι μας; Ἀλήθεια
χρειάζεται βαθιὰ συγκίνηση, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ χωρέσει καὶ νὰ καταληφθεῖ
ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀναπνέοντας μέσα στὸ φῶς του τὸ ἄκτιστο καὶ σχεδὸν
διακόπτοντας τὴν φυσικὴ ἀναπνοή. Τὸ τι γίνεται τότε, μποροῦμε νὰ τὸ
παρακολουθήσουμε βλέποντας τοὺς Ἀναστενάρηδες νὰ βαδίζουν πάνω στὴν πυρὰ
δίχως νὰ καίγονται. Τέτοια εἶναι τὰ θαύματα τοῦ ἀναστεναγμοῦ. Καὶ μὴ
μοῦ πεῖτε πὼς ἡ ἐπώδυνη αὐτὴ ἀναπνοή, ποὺ λέγεται κοινῶς ἀναστέναγμα,
εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφευχθεῖ καὶ ὅτι μόνον οἱ μαυροφορεμένες, χαροκαμένες
μανάδες μας, πρέπει να ’χουν τὸ νοῦ τους στὸν ἀναστεναγμό, γιὰ νὰ τοὺς
δοθεῖ παρηγοριὰ ἢ θεϊκὴ λάμψη. Τὸ ἐναντίον, πιστεύω ὅτι εἶναι χρέος τοῦ
νοῦ καὶ τῆς λογικῆς σ’ αὐτὴ τὴν ἐρευνα νὰ προσηλωθεῖ.
Ἐμεῖς,
κτίζοντας τὶς σημερινὲς ἐκκλησίες καὶ ἀπὸ τὴν τοιχοποιΐα καὶ ἀπὸ τὴ
ζωγραφική τους διακόσμηση, ἀποδεικνύουμε ὅτι οὔτε τοῦ ὑλικοῦ, οὔτε τῆς
γεωμετρίας τῆς διαρρυθμίσεώς του, οὔτε τῶν θεμάτων ποὺ ἀπεικονίζονται
ἐπ’ αὐτοῦ, ἀφήνουμε τὴν ψυχή μας νὰ λάβει συνείδηση, καταστρέφοντας μὲ
τὸ νοῦ, κάθε σημεῖο ὅπου μπορεῖ νὰ ὑπάρχει, σὲ ἀφελὴ ἐκδήλωση εἰσέτι, τὸ
μεράκι καὶ ἡ γνησιότητα τῆς ἀνασαμιᾶς.
Τρέχουμε
κατόπι στοὺς ξένους, μιμούμενοι τὶς κινήσεις τους, μὲ τὴν ἐλπίδα κάτι βὰ
καταλάβουμε ἀπ’ τὴ ζωή, καὶ διαρκῶς ἐκεῖνοι βρίσκονται ἀλλοῦ, ὅταν
ἐμεῖς πᾶμε νὰ τοὺς συναντήσουμς ἐκεῖ ποὺ ἦταν.
Τὸ
παιγνίδι αὐτὸ μεταξὺ τῶν Ἑλλήνων διανοητῶν τὸ ἀντιλήφθηκε καλύτερα ὁ
Παπαδιαμάντης ὅταν, ἐγκαταλείποντας τὰ ξένα πρότυπα ποὺ τοῦ ἐπέτρεψαν
τὴν συγγραφὴ τῆς Φόνισσας, μᾶς χαρίζει στὰ τέλη του διηγήματα, σχεδὸν
δίχως περιεχόμενο, ἀρχὴ καὶ τέλος, ἐκφράσεις τοῦ ὀντολογικοῦ του εἶναι
περισπούδαστες.
Τὸν
τελευταίο καιρὸ δὲν χορταίνω νὰ διαβάζω τὸ διήγημά του «Φλώρα ἢ Λαύρα».
Θέμα του ὁ περίπατος «παρὰ θῖν’ ἁλός». Θέμα ποὺ ἀπ’ τὸν Ὅμηρο ἴσαμε τὸν
Τζόυς δὲν ἔπαψε ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ νὰ τὸ ἐπεξεργάζεται. Κατὰ τοῦτο μ’
ἀρέσει τὸ ἐπίτευγμα τῆς σκέψης τοῦ μεγάλου Σκιαθίτη, ποὺ ἀφ’ ἕνὸς μᾶς
φέρνει στὴν πιὸ μακρινή μας παράδοση, τὸν Ὅμηρο, καὶ ἀφ’ ἑτέρου
προπορεύεται τῶν σύγχρονων Εὐρωπαίων ποὺ ζηλοφθονοῦμε.
Πιστεύω
ὅτι, ἂν προσπαθήσουμε νὰ λάβουμε συνείδηση τῆς πνοῆς μας, ὅπως τό ’καμε ὁ
Παπαδιαμάντης, ὄχι μόνο θὰ συνδεθοῦμε μὲ τὴν νεοελληνική μας πνευματικὴ
παράδοση, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ Βυζάντιο καὶ διὰ μέσου αὐτοῦ ὀρθῶς πρὸς τῆν
ἀρχαιότητα. Κι’ ὅταν, διὰ τῆς παραδόσεώς μας καὶ τοῦ Βυζαντίου, μάθουμε
ὀρθὰ νὰ διβάζουμε τὸν Ὅμηρο, τότε ἀδίσταχτα θὰ μποροῦμε νὰ διδάσκουμε
καὶ κείνους ποὺ λάβαμε ὡς πρότυπα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου