Οι Σαρακατσαναίοι πιστεύουν πως, όταν γεννήθηκε ο Χριστός, οι βοσκοί
ήταν οι πρώτοι που πήγαν και προσκύνησαν και γι αυτό είναι
ευλογημένοι.Πήγαιναν στην Παναγία κουλούρα ψημένη στα κάρβουνα,την οποία
ζυμώναν και έφτιαχναν οι γυναίκες και την ονόμαζαν Χριστόκλουρα.
Η Χριστόκλουρα έπρεπε να είναι κεντητή. Τα κεντήματα στη Χριστόκλουρα, οι Σαρακατσάνες τα σχεδίαζαν με τα δάχτυλα, το πιρούνι, το μαχαίρι και το φλιτζάνι. Τα σχέδια συμβόλιζαν τα πρόβατα, τα άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων άναβαν τη φωτιά και δεν την άφηναν να σβήσει δώδεκα ημέρες, όσες δηλαδή ήταν και τα «παγανά».
Τα «παγανά», «οι καλικάτζαροι» ήταν τα «όξω από δω» και άμα έβλεπαν αναμμένη τη φωτιά δεν ζύγωναν. Επιπλέον γύρναγαν την πυροστιά ανάποδα κι έριχναν αλάτι μέσα στη φωτιά για να ακούγεται το σκάσιμο του αλατιού και να σκιάζονται τα παγανά. Πάνω απ’ την πόρτα του καλυβιού κρέμαγαν κλαράκια αγριοτριανταφυλλιάς – σπραγγιάς – παλιουριάς και κρανιάς για να κρατάνε μακριά τα παγανά.
Την Παραμονή επίσης προμηθεύονταν απ’ την κοντινή πόλη τα «καλούδια» με τα οποία φίλευαν τα παιδιά κυρίως, αλλά και τους μεγάλους, που θα πήγαιναν στα κονάκια τους για να τους ευχηθούν.Τα παιδιά απ’ την Παραμονή συνεννοούνταν για το τι θα κάνουν όταν ξημερώσει Χριστούγεννα και για να είναι προετοιμασμένα πήγαιναν στο «Λόγγο».
Εκεί το καθένα έκοβε χλωρά κλαράκια πουρνάρια, γιατί όταν θα τα έβαζαν φωτιά καθώς καίγονταν «πριτσιάναγαν», τριζοβολούσαν. Γι’ αυτό και το λέγαν «Πριτσιατσιά». Έκοβαν δε τόσα κλαράκια όσα θα ήταν και τα καλύβια στα οποία θα πήγαιναν για τις ευχές. Ανήμερα τα Χριστούγεννα σκέπαζαν τα εικονίσματα του καλυβιού, με κόκκινο πανί , τα οποία ξεσκέπαζαν μόνο την Πρωτοχρονιά και τα ξανασκέπαζαν μέχρι τα Φώτα.Τα παιδιά, πρωί τα Χριστούγεννα, μ’ έναν τρουβούλι στον ώμο και τα κλαράκια στα χέρια μπαίνοντας στο καλύβι, αφού καλημέριζαν και φιλούσαν από σεβασμό το χέρι των μεγαλυτέρων, πήγαιναν και κάθονταν στα γόνατα δίπλα στην φωτιά.
Η Χριστόκλουρα έπρεπε να είναι κεντητή. Τα κεντήματα στη Χριστόκλουρα, οι Σαρακατσάνες τα σχεδίαζαν με τα δάχτυλα, το πιρούνι, το μαχαίρι και το φλιτζάνι. Τα σχέδια συμβόλιζαν τα πρόβατα, τα άλογα, τη στάνη, τη στρούγκα και άλλα.
Από την παραμονή των Χριστουγέννων άναβαν τη φωτιά και δεν την άφηναν να σβήσει δώδεκα ημέρες, όσες δηλαδή ήταν και τα «παγανά».
Τα «παγανά», «οι καλικάτζαροι» ήταν τα «όξω από δω» και άμα έβλεπαν αναμμένη τη φωτιά δεν ζύγωναν. Επιπλέον γύρναγαν την πυροστιά ανάποδα κι έριχναν αλάτι μέσα στη φωτιά για να ακούγεται το σκάσιμο του αλατιού και να σκιάζονται τα παγανά. Πάνω απ’ την πόρτα του καλυβιού κρέμαγαν κλαράκια αγριοτριανταφυλλιάς – σπραγγιάς – παλιουριάς και κρανιάς για να κρατάνε μακριά τα παγανά.
Την Παραμονή επίσης προμηθεύονταν απ’ την κοντινή πόλη τα «καλούδια» με τα οποία φίλευαν τα παιδιά κυρίως, αλλά και τους μεγάλους, που θα πήγαιναν στα κονάκια τους για να τους ευχηθούν.Τα παιδιά απ’ την Παραμονή συνεννοούνταν για το τι θα κάνουν όταν ξημερώσει Χριστούγεννα και για να είναι προετοιμασμένα πήγαιναν στο «Λόγγο».
Εκεί το καθένα έκοβε χλωρά κλαράκια πουρνάρια, γιατί όταν θα τα έβαζαν φωτιά καθώς καίγονταν «πριτσιάναγαν», τριζοβολούσαν. Γι’ αυτό και το λέγαν «Πριτσιατσιά». Έκοβαν δε τόσα κλαράκια όσα θα ήταν και τα καλύβια στα οποία θα πήγαιναν για τις ευχές. Ανήμερα τα Χριστούγεννα σκέπαζαν τα εικονίσματα του καλυβιού, με κόκκινο πανί , τα οποία ξεσκέπαζαν μόνο την Πρωτοχρονιά και τα ξανασκέπαζαν μέχρι τα Φώτα.Τα παιδιά, πρωί τα Χριστούγεννα, μ’ έναν τρουβούλι στον ώμο και τα κλαράκια στα χέρια μπαίνοντας στο καλύβι, αφού καλημέριζαν και φιλούσαν από σεβασμό το χέρι των μεγαλυτέρων, πήγαιναν και κάθονταν στα γόνατα δίπλα στην φωτιά.
Οι Σαρακατσάνοι προτιμούσαν να προηγείται ένα κορίτσι για να γεννιούνται
θυλγηκά αρνιά . Εκεί, κάθε ένα, έβαζε το πουρναράκι στην φωτιά
κουνώντας το πέρα δώθε κι έλεγε: ¨Αρνιά – Κατσίκια – πιδιά – νφάδες –
γαμπροί – ’γεια κι δύναμη κι απ ούλα τα καλά¨Τα παιδιά κάθονταν την ώρα
που έλεγαν τις ευχές ¨για να παίρνουν οι πρατίνες τ’ αρνιά τ’ς και να
μην τ’ αφήνουν¨. Τα πουρναρόκλαδα έπρεπε να «πριτσιανιάν», να τριζοβολούν, την ώρα που λέγαν τις ευχές «για να βελάζουν τ’ αρνιά».
Αν τα κλαράκια δεν πριτσιάναγαν πίστευαν ότι «δεν θα ’ναι καλή χρόνια
και δεν θα βελάζουν τα αρνιά». Δηλαδή δεν θα έχουν πολλά γεννητούρια.
Η νοικοκυρά ύστερα από τις ευχές έδινε στα παιδιά διάφορα «καλούδια»
δηλαδή καραμέλες – χαρούπια – ξερά σύκα – καρύδια – μήλα και ότι άλλο
είχε ευχαρίστηση.Λεφτά δεν έδιναν, μόνο καλούδια έδιναν, γιατί της ευχές
έπρεπε να τις γλυκάνουν.( Φεύγουν τα παιδιά –Έτρχονται οι μεγάλοι)
Στους μεγάλους ,οι οποίοι έκαναν ακριβώς της ίδιες ευχές, εκτός από
καλούδια πρόσφεραν και κρασί με μεζέδες. Λόγω της γιορτής, την οποία
γιόρταζαν και αρκετοί την ονομαστική τους γιορτή, οι άνδρες στρώνονταν
στην τάβλα έτρωγαν έπιναν κι έπιαναν το τραγούδιΑπόψε στο Σπιτάκι μου , είχα χαρά μεγάλη.
Τον άγγελο μου γιόρταζα,και το Θεό δοξάζω Και την κυρά την Παναγιά πολύ την Προσκυνάω
Να μου χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του Παραδείσου,
ν΄ανοίξω τον Παράδεισο
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου