τού Κώστα Παπαδημητρίου, επ. Σχολικού Συμβούλου
Τό
1939 εκδόθηκε τό μυθιστόρημα τού Κωστή Μπαστιά «Μηνάς ο Ρέμπελος». Μέ
αυτό τό μυθιστόρημα ή μυθιστορία, όπως τό ονομάζει ο ίδιος, αρχίζει νά
ασχολείται μέ τά σοβαρά θέματα τής θρησκείας καί τών πνευματικών
συγκρούσεων. Θά ακολουθήσουν τά άλλα δύο βιβλία του ο «Παπουλάκος», καί
«Παπαδιαμάντης» καί έτσι θά συμπληρωθή η τριλογία του γιά τήν Ορθοδοξία.
Τό «Μηνάς ο Ρέμπελος» δέν είναι ακριβώς μυθιστόρημα,
αλλά ένας συνδυασμός ιστορικών στοιχείων καί φανταστικών. Ο ίδιος ο
συγγραφέας γράφει σχετικά στόν επίλογο τού βιβλίου:
«Πολλά τεφτέρια, κιτάπια χιλιοσκονισμένα, σκωροφαγωμένα,
πού τά διαβάζουνε οι γερόντοι, γράφουνε γιά κάποιον όσιο Μηνά, πού
έζησε χρόνους εκατόν δέκα, πού από κουρσάρος ασκήτεψε στή σκήτη τού
όσιου Σεραφείμ καί θράφηκε χρόνους τώ χρονώ μέ τ’ άγριο χόρτο τού βουνού
καί μέ τό λιγοστό ψωμί πού τού’ στελνε τό μοναστήρι».
Αυτήν
τήν παράδοση γιά τόν Μηνά τόν Ρέμπελο πού συζητιόταν από πολλούς στήν
Σύρο τήν άκουσε ο Μπαστιάς από τήν μάνα του. Αργότερα τήν άπλωσε ο ίδιος
στό μυαλό του πρώτα καί ύστερα τήν κέντησε μέ περίσσια χάρη καί τέχνη
σέ θαλασσινό καμβά, δίνοντας τήν κεντρική γραμμή γιά νά στηθή ένα
μυθιστόρημα ιστορικό, κοινωνικό καί ψυχολογικό.
Τήν ήξερε καλά τήν θάλασσα ο Μπαστιάς. Τήν έζησε, τήν
αγάπησε, ήξερε τίς αναποδιές καί τά ξελογιάσματά της. Γνώριζε πώς
γεμίζει η μέρα τού θαλασσινού μέ αγώνες καί περιπέτειες, γλυκές καί
πικρές. Όλα αυτά τά προσάρμοσε στόν ήρωά του καί προέκυψε τούτο τό
λαμπρό αφήγημα πού σαγηνεύει τόν αναγνώστη. Στήνει ψηλά τόν ήρωά του
φορτωμένο μέ σπάνιες αρετές καί πλούσιο μέ στοιχεία τής ζωής. Όλα τά
άλλα πρόσωπα τού μυθιστορήματος εξαρτώνται από αυτόν, κινούνται στόν
ίσκιο του καί υπάρχουν γιά νά φωτίζουν τόν πρωταγωνιστή ήρωα. Δεσπόζουν
σέ όλες τίς σελίδες τού βιβλίου οι περιπέτειες , οι έρωτες, οι
ανταρσίες, τά φονικά, αλλά καί οι ψυχικές συντριβές καί ανατάσεις
πνευματικές τού κεντρικού ήρωα Μηνά.
Η αυλαία τού έργου ανοίγει στήν Σύρο. Οι κάτοικοί της
ζούν μέρες αγωνίας. Βαρβαρικές επιδρομές τών κουρσάρων συχνά τούς
αναστατώνουν. Νύχτα καί ξαφνικά μπαίνουν στό νησί καί τό ρημάζουν. Στό
νησί ζή καί ο 17χρονος γιός, ένα από τά πολλά παιδιά τού Γιακουμή
Ρέμπελου, ο Μηνάς. Ένα τραγικό γεγονός συμβαίνει μιά νύχτα. Ο κουρσάρος
Κατραμάνης μέ συντρόφους του μπαίνει στό νησί. Σφάζει καί λεηλατεί τόν
προύχοντα Κάργα, προστάτη τού Μηνά, καί παίρνει μαζί του στά καράβια
τρείς αδερφές τού Μηνά γιά νά τίς πουλήση σκλάβες.
«Ποτές δέν είχε πνίξει τέτοιο παράπονο τό γέρο Ρέμπελο.
Ξύπνησε μέσα του η οργή τής αντεκδίκησης. Πώς όμως; Πού νά στηριχτή; Ο
ίδιος γέρος, τά άλλα του παιδιά, κορίτσια καί ένα άλλο αγόρι μικρότερο
απ’ τό Μηνά. Ο μόνος στηριγμός του ο 17χρονος Μηνάς. Αυτός άν έκανε
κάτι, θά αποκατασταινόταν η τιμή τής φαμελιάς του. («Μηνάς ο Ρέμπελος»
σελ. 264)
Τίς ίδιες σκέψεις έκανε καί ο Μηνάς:
«Ποτές δέν ένιωσε τόν πατέρα του τόσο σιμά του, τόσο
ψυχωμένον. Κάθησε δίπλα του, χωρίς ν’ αλλάξει μιά λέξη μαζί του. Κι όμως
φαινόταν πώς τάχε όλα κουβεντιάσει. Ύστερα είδε τόν κόσμο, τίς γυναίκες
πού κλαίγανε, τούς άντρες πού τόν κουβεντιάζανε, θυμήθηκε τή σφαγή τού
Αντώνη Κάργα, τίς αδερφές του καί τελευταίο τόν Κατραμάνη. Ύστερα άφηνε
τό μυαλό του ν’ αλητέψει. Θάθελε ένα σωρό πράματα. Θάθελε νά κυβερνήσει
ένα καράβι ώς τό μέρος πού θάχε φυλακισμένες τίς αδερφές του ο
κουρσάρος. Νά τίς βρεί καί νά τίς λευτερώσει. Κι’ ακόμα κάτι, πού δέν
τόλεγε: Νά σφάξει μέ τά ίδια του τά χέρια τόν κουρσάρο, καθώς ο
κουρσάρος έσφαξε μπροστά στά μάτια του τόν Αντώνιο Κάργα. Έτσι
ονειρευότανε στή γωνιά του». (σελ. 18)
Ύστερα άχαρη καί σκληρή ήταν η ζωή του στό νησί. Βασανιστική ηρεμία καί μιζέρια.
«Πάσκιζε νά θυμηθεί κάτι πού νά τού γέννησε τή χαρά, τή
λαχτάρα ή τό φόβο, καί δέν εύρισκε τίποτα: Θύμησες απλές, μέρες πού
μοιάζανε η μιά μέ τήν άλλη, ανθρώποι πού χανόντανε σέ λειψή ζωή καί πού
φοβόντανε τόν ίσκιο τους, κορίτσια καί γυναίκες πού σωπαίνανε μπροστά
στούς άνδρες, τάχα από σεμνότη καί ντροπή, στ’ αλήθεια όμως γιατί δέν
είχανε τίποτα όμορφο, τίποτα γουστόζο ή πετυχημένο νά ξεστομίσουν....»
(σελ. 57)
«Στή θάλασσα λοιπόν έβλεπε τή σωτηρία του. Τούτη θά
ξέπλενε τήν προσβολή του, τούτη θά τούδινε τόν τρόπο νά χαρεί, αυτή θά
σκόρπαγε τή μιζέρια από τό σπιτικό τού πατέρα του. Τήν έβλεπε λοιπόν καί
συλλογιότανε. Τήν αγνάντευε κι’ ονειρευότανε. Χωρίς νά χάσει καιρό,
αποφάσισε νά τό πεί στό σπίτι του. Δέν ήθελε νά κουβεντιάσει, αλλά νά τό
πεί, γιά νά μή φύγει δίχως νά πάρουν είδηση οι γονιοί του» (σελ. 20)
«Γιά μιά στιγμή ο Μηνάς ένιωσε τήν απελπισία ν’
απλώνεται μέσα του. Σηκώθηκε όμως ολόρθος, έσφιξε τίς γροθιές του καί
βγήκε από τήν κάμαρη, γιά νά μήν ακούει τίς κλάψες καί τό κουβεντολόϊ
τών γυναικών. Κάθησε στό πεζούλι κι αγνάντεψε τό πέλαγο. Τό σχέδιό του
ήταν απλό: Νά μπαρκάρει σ’ ένα καράβι. Σ’ όποιο καί νάτανε. Τ’ άλλα
θάρχονταν μόνα τους καί θά τά σκεφτότανε στό πέλαγο. Βλέποντας καί
κάνοντας. Κείνη τήν ώρα δέν πολυσκοτιζότανε παρά τό πώς θά ξέφευγε από
τή φυλακή του. Γιατί έτσι έβλεπε τό νησί...»
Τά κατάφερε ύστερα από χίλιες δυό δυσκολίες νά μπαρκάρει
μ’ ένα κουρσάρικο καράβι, τό «Σκύλο». Καί οι ελπίδες τού πατέρα του
μαζί μέ τήν πίκρα γιά τό μισεμό τού γιού του φούντωσαν. Άνοιξε μέσα του
μιά προσμονή πώς τούτο τό παιδί θά ξέπλυνε τήν προσβολή τής φαμίλιας
του. Έβλεπε τό σπλάχνο του νά ξεμακραίνει καί οι ελπίδες του αρμένιζαν
παντού καί θέρμαιναν τήν καρδιά του. (σελ. 19)
Γρήγορα στό καράβι φάνηκαν τά προσόντα τού Μηνά.
Παλληκαριά καί εξυπνάδα. Καί οι κίνδυνοι κάθε στιγμή μπροστά. Γαλλικός
στόλος μέ ναύαρχο τόν Μπονέ κυκλώνει τό δικό του καράβι. Πηδούν μέσα οι
Γάλλοι καί σκοτώνουν τόν πλοίαρχο. Ο Μηνάς σκοτώνει κάποιους κουρσάρους
καί γίνεται αυτός καπετάνιος. Συναντιέται μέ τό στόλο τού Κατραμάνη πού
τού είχε ρημάξει τό σπίτι. Μέ τήν βοήθεια μιάς σκλάβας εκείνου, τής
Στυλιανής, σκοτώνει τόν Κατραμάνη καί γίνεται αυτός κυρίαρχος τού στόλου
του. Στό μεταξύ ερωτεύεται τήν όμορφη καί δυναμική σκλάβα τήν Στυλιανή.
Δυό καλά μαζί: Έρωτας καί ένας ολόκληρος στόλος στίς προσταγές του.
«Θυμόταν τόν καιρό πού καθόταν στό νησί, πού έβλεπε τά
καράβια καί τούς καπεταναίους κι ονειρευότανε κι αυτός ένα καράβι κι ένα
καπετανλίκι. Τώρα τόχε. Κουμαντάριζε μεγάλα καράβια, τόν τρέμανε οι
θάλασσες κι οι ακροθαλασσιές, κοτζάμ βασίλεια τής Φραγκιάς στέλνανε τίς
φρεγάδες τους γιά νά τόν αφανίσουν». (σελ. 171)
Δέν ήταν όμως χαρούμενος. Η θάλασσα κρύβει μικρούς καί
μεγάλους κινδύνους. Μικρούς καί μεγάλους χαμούς. Χαμός ήταν καί ο
θάνατος στήν θάλασσα, αλλά χαμός καί η πείνα, άν παράταγε τήν θάλασσα
καί γύριζε στό νησί. Ήθελε όμως μιά ήρεμη ζωή νά χαρή καί τόν έρωτά του
μέ τήν Στυλιανή. Πού όμως; Στά νησιά είχε πέσει πανούκλα. Βρίσκει μιά
λύση καί αποσύρεται μέ τήν Στυλιανή σέ μιά απόμερη γωνιά ενός νησιού.
Εκεί μένει η Αρετή, μιά φιλενάδα τής Στυλιανής από παλιά, πού ο άνδρας
της ταξίδευε μέ τά κουρσάρικα. Εκεί περνάνε ευτυχισμένες στιγμές.
Ανακαλύπτει όμως εκεί ο Μηνάς πώς υπάρχει καί άλλη
δύναμη, μεγαλύτερη από εκείνη πού είχε αυτός μέ τά καράβια του καί τόν
έρωτά του. Τήν έχει ένας μοναχός, ο Συμεών, ο οποίος ανέλαβε καί τήν
προστασία τής Στυλιανής, όταν αυτός σέ λίγο γύρισε στά καράβια του.
Έβγαζε μιά λάμψη πού γοήτευε αυτός ο γέροντας.
Μεσολαβούν καινούργιες αιματηρές περιπέτειες στήν
θάλασσα μέ επιτυχίες δικές του, αλλά καί θλιβερά γεγονότα. Γάλλοι
απαγάγουν τήν Στυλιανή καί τό μικρό παιδί της γιά νά εξαναγκάσουν τόν
Μηνά νά παραδοθή. Στό μεταξύ ο ίδιος κυριαρχεί στό Αιγαίο πάμπλουτος,
βρίσκει καί ελευθερώνει τίς αδελφές του καί τίς προικώνει νά
παντρευτούν. Τόν τρώει όμως τό μαράζι από ένα κακό προαίσθημα γιά τήν
γυναίκα του καί τό παιδί του. Θυμάται τά λόγια τού γέρου μοναχού Συμεών,
όταν τόν στεφάνωνε μέ τήν Στυλιανή, πώς υπάρχουν καί μεγαλύτερες
δυνάμεις από τίς ανθρώπινες. Η εσωτερική γαλήνη αυτού τού γέροντα τόν
είχε βάλει σέ βαθειά έγνοια:
«Τούτη η σεβάσμια μορφή τού Συμεών ψήλωνε κι άπλωνε στά
μάτια του καί γινότανε ένα πελώριο κορμί πού γιόμιζε όσον τόπο έπιανε τό
μάτι τ’ ανθρώπου. Ο νούς του πήγε στό Θεό (...). Όλη του η δύναμη κι
όλα του τά έργατα δέν πιάνανε χαρτωσιά μπροστά στό βλέμμα τού γέροντα.
Κι αυτό σιγά σιγά τόν έκανε νά θέλει νά σκαλίσει το γέροντα μπάς καί
ξεδιαλύνει τό μυστήριο. Καί ή νά νικηθεί πέρα γιά πέρα από τό βλέμμα τού
καλόγερου καί τότες νά ταπεινωθεί καί νά τόν προσκυνήσει ή νά νικήσει
αυτός κι άμα σαλπάρει νά φύγει ξαλαφρωμένος» (σελ. 208)
Γυρίζει στό νησί νά βρή τήν γυναίκα του καί τό παιδί
του. Από τόν Συμεών μαθαίνει τά καθέκαστα. Τό κακό προαίσθημα βγήκε
αληθινό. Αισθάνεται νά φεύγη η ζωή κάτω από τά πόδια του. Τού ερχόταν νά
χτυπάη καταγής τίς σάρκες του, νά αφανιστή. Τόση λοιπόν η δύναμη καί η
δόξα; Τίποτα δέν αξίζουν; Έρχεται μιά στιγμή καί γίνονται όλα φτερά. Καί
τά ξεκάρφωτα όνειρα καί οι πλανερές ιδέες κι η περηφάνια κι ο εγωϊσμός;
Καί χρειάζεται μιά συμφορά γιά νά δή ο άνθρωπος τήν ματαιότητα τών
αγαθών!
Πήρε κουράγιο καί κυνήγησε τό γαλλικό στόλο πού
προχωρούσε κατά τά Δαρδανέλλια. Τόν νίκησε, λευτέρωσε τήν γυναίκα του
καί τό παιδί του. Τό παιδί του όμως νεκρό καί τήν γυναίκα του πληγωμένη,
γιά νά τό ακολουθήση σέ λίγες μέρες στό θάνατο.
Γύριζε σέ λίγες μέρες μέ τόν στόλο του. Αμίλητος,
αγριεμένος, νηστικός αρμένιζε κοντά στά πόδια τής Χαλκιδικής. Αντίκρυσε
τό Άγιον Όρος. Ξύπνησε ξανά μέσα του η ανθρώπινη αχορταγιά. Λέει στόν
υπαρχηγό του:
«Θά σηκώσουμε ό,τι θησαυρό έχει τό Όρος. Λένε πώς είναι
πιό πλούσιο κι’ από τό Σουλτάνο τόν ίδιο καί πώς είναι βουτηγμένο στό
μαλαματικό καί στά πετράδια. Τί θένε οι άγιοι τέτοια πλούτη; Τούτο θά
τούς κάνω νά μού τό ξεράσουνε, άμα δούνε πώς όλα φορτώνουνται στά
καράβια μου. Τότε θά δώ τί λογής φάτσες θά κάνουνε οι άγιοι πατέρες. Δέ
θά τούς σφάξω, γιατί έχουνε τή μπόρεση νά κρύβουνε τό φόβο τους. Θά τούς
ληστέψω. Μόνο γιά νά δώ τή λαχτάρα τους. Αυτούς δέν κατάφερα νά
πολεμήσω ακόμα κι ‘ ήρθε η μέρα τους». (σελ. 240)
Ανέβηκε στό Άγιον Όρος μέ συντρόφους. Μπήκε στήν
εκκλησιά στήν μονή Ξενοφώντος. Οι καλόγεροι λειτουργούσαν. Κοίταξε γύρω
του. Μπροστά στήν Αγία Τράπεζα ο γέροντας ηγούμενος Ανανίας. Θυμήθηκε
τόν γέροντα τού νησιού Συμεών. Καί καθώς τόν κοίταζε καί άκουγε τήν
ψαλμωδία του χάνει ξαφνικά τό φώς του. Σκοτάδι απλώθηκε μπροστά του. Μά
δέν βάσταξε πολύ. Ξανάρθε τό φώς του. Καί βλέπει στό ιερό μιά λάμψη
δυνατή. Καί δίπλα στόν Ανανία μιά γυναίκα γονατιστή μέ ένα παιδί στήν
αγκαλιά. Τήν γνώρισε, ήταν η Στυλιανή μέ τό παιδί του. Καλά καλά δέν
ήξερε ο ίδιος άν είναι στήν αγκαλιά του. Δέν έβλεπε τίποτα γύρω του.
Ταράχτηκε φοβερά καί έπεσε καταγής καί άρχισε νά κλαίη σάν μωρό παιδί.
Συνήλθε σέ λίγο καί πλησίασε τό τέμπλο. Γονάτισε καί προσκύνησε τίς
εικόνες. Ύστερα πλησίασε τόν ηγούμενο καί ζήτησε νά εξομολογηθή.
«-Η εξομολόγηση, τούπε, παιδί μου, είναι μεγάλο
μυστήριο. Χαρά στόν άνθρωπο πού θά μπορέσει ν’ ανοίξει τήν καρδιά του
καί νά φωτίσει τό σκοτάδι τής ψυχής του. Θά σ’ ακούσω, τέκνο μου.
Ο Μηνάς δέν αποκρίθηκε. Πρώτη φορά τό χέρι του έτρεμε κι η φωνή του είχε μικρύνει.
-Δέν ήρθα γιά καλό σκοπό, γέροντα, στό μοναστήρι σου.
Είμαι ο Μηνάς ο Ρέμπελος, πού κουρσεύω επί χρόνια τίς θάλασσες. Σκοπός
μου ήταν νά σηκώσω όλο τόν πλούτο τών μοναστηριών καί νά σαλπάρω ευτύς
αμέσως γιά μακρινά μέρη.
-Ο σατανάς, παιδί μου, πειράζει τόν άνθρωπο καί τόν σπρώχνει καί σέ χειρότερα.
-Μά δέν είναι τό μόνο πού έκαμα, συνέχισε ο Μηνάς. Μέ τό
ίδιο μου τό χέρι έσφαξα σάν τραγιά ανθρώπους κι άλλους αφάνισα
πολεμώντας ή κρίνοντας. Αμέτρητες είναι οι ζωές πού χαθήκανε εξ αιτίας
μου, από τό χέρι μου ή τήν προσταγή μου. Κι’ όσο βιός έχω -κι’ έχω πολύ-
σέ τέτοια έργατα τό χρωστάω...Συχώριο έχει, γέροντα, άνθρωπος σάν καί
μένα;
-Είναι μεγάλος ο Κύριος, τέκνο μου, όσο δέ μπορεί νά
βάλει μέ τό νού του ο άνθρωπος. Χρέος δικό σου είναι νά βγάλεις όλο
τούτο τό κακό φορτίο από πάνω σου. Κι’ άν τό βγάλεις, θά βρείς τή γαλήνη
μέσα σου.
-Είναι νύχτες τώρα πού ύπνος δέν κολλάει στά μάτια μου.
Τόσοι νεκροί σκοτώσανε τόν ύπνο μου. Καί φαίνεται πώς η τιμωρία πού
πέρασα δέν είναι μεγάλη γιά νά μπορέσω νά ησυχάσω, γέροντα» (σελ.
244-245)
«Τούτο τό βραδυνό, άγιε ηγούμενε, συνέχισε ο Μηνάς,
ξεδιάλυνε κάποιο μεγάλο μυστήριο. Φόβος δέν είναι πιά ν’ αλλάξω καί ν’
αλητέψω. Εδώ θά μείνω όσες μέρες ο Κύριος φυλάει γιά μένα, καί δίπλα σου
θά πασχίσω νά ξαλαφρώσω απ’ όσα βάρητα η ξαστοχιά, ο φόβος καί η
περηφάνεια φόρτωσαν πάνω μου» (σελ. 248)
Σέ λίγο στήν αυλή τού ναού αποχαιρετούσε τόν πιστό του
σύντροφο Φανουράκη: «Τ’ άρματά μας κι η παλληκαριά μας, τού είπε, δέ
φελάνε μπροστά στό γέροντα Ανανία. Σύρε καί σύ στό καλό καί μή χαλάς
τούτη τήν ώρα μέ κουβέντες πού δέ φελάνε σέ τίποτα...Η χάρη τού Θεού άς
σέ ευλογεί...» (σελ. 248)
Ο γέροντας σέ λίγο καιρό τού έβαλε μεγάλο κανόνα καί η
νηστεία ήταν φοβερή. Μόνο ψωμί καί νερό. Τόση λειψή τροφή καί αγρύπνια.
Μαζί μέ αυτά καί ο πόνος στήν ψυχή του τόν σούρωσαν, τού αυλάκωσαν οι
ρυτίδες τό πρόσωπο, άσπρισαν οι τρίχες τού κεφαλιού του. Στά τρία χρόνια
ντύθηκε καί τό ράσο.
Μεγάλη ήταν η χαρά του, όταν ένα πρωΐ πρωτοκοινώνησε.
Τραβήχτηκε σιγά σέ μιά γωνιά κι όταν τέλειωσε η λειτουργία καί πήρε τό
αντίδωρο από τό χέρι τού Ανανία, πήγε μοναχός του καί στάθηκε κάτω από
τό τέμπλο καί κοίταξε πονετικά τήν Θεοτόκο. Τά χείλια του πρόφεραν ένα
«ευχαριστώ». Ήταν γεμάτος χαρά.
Συχνά ο ηγούμενος Ανανίας μιλούσε γιά τήν υπέρτατη
ευτυχία πού τήν είχε βρεί ένας ασκητής πού είχε τήν σκήτη του λίγο
μακριά από τό μοναστήρι. Καί ο καθένας μπορεί νά τή βρή.
«- Ο νούς μου δέ φτάνει σέ τόσο ψηλές κορφές, είπε ο Μηνάς. Κι’ απόστασα μάλιστα νά ψάχνω τόσα χρόνια.
-«Μή γελιέσαι, τ’ αποκρίθηκε ο Ανανίας. Άμα πλημμυρίζει η
αγάπη γιά τό κάθε τί πού σέ τριγυρίζει, γιά τό σκουλήκι πού ξεφυτρώνει
από τό χώμα, γιά τό μερμήγκι...γιά...γιά...γιά τότες θά δείς καί άλλα
πράματα νά φουντώνουν μέσα σου»
Σέ λίγες μέρες ο Ανανίας πήγε τόν Μηνά στόν ασκητή Σεραφείμ.
«Μιά χτισμένη καλύβα μπροστά σέ μιά φουντουκιά ήταν η
σκήτη. Δίπλα ανάβλυζε νερό καί μπροστά απλωνόταν τό πέλαγο. Θυμήθηκε
τούς παλιούς του πόθους κι έκλαψε γιά τίς άνομες πιθυμιές του. Ύστερα
έσκυψε πάνω στ’ άγρια χόρτα πού βλάσταιναν όξω από τή σπηλιά του, πάνω
από τό ρυάκι μέ τ’ ολόδροσο νερό, γύρισε κι’ είδε τόν Άθωνα ώς ψηλά στήν
κορφή του καί δοξολόγησε τό Θεό γιά όσα είδε κι’ έβλεπε. Ποτές δέν τόν
είχε χαροποιήσει τόσο λίγο νερό, μιά πέτρα όπου καθότανε ο Σεραφείμ, ένα
χόρτο πού έβαλε στό στόμα του νά μασουλίσει, ένα πουλί πού ήρθε καί
κάθισε πάνω στή φουντουκιά κι’ ένα λουλούδι πού φύτρωνε κι’ ομόρφαινε τό
μέρος. Ποτές δέν είχε πιστέψει πώς η πέτρα, τό χώμα, ένα κλωνάρι
μπορούσανε νάναι τόσο αξιαγάπητα πράματα» (σελ. 263)
Λένε πώς σέ κείνη τήν σκήτη ασκήτεψε αργότερα καί ο
Μηνάς. Τρεφόταν μέ άγρια χόρτα καί λιγοστό ψωμί πού τού’ στελνε τό
μοναστήρι. «Ξομολόγησε χιλιάδες γέροντες καί υποταχτικούς, παρακάλεσε κι
αγρύπνησε γιά όλη τήν πλάση κι έκλαψε γιά τ’ ανομήματα τά δικά του καί
τών άλλων...» (σελ. 264)
Μέ αυτήν τήν αφήγησή του ο Μπαστιάς έδωσε όλη του τήν
δύναμη στήν σύνθεση καί κέρδισε τόν αναγνώστη. Ο νεαρός νησιώτης είναι
δίπλα του μέ κάθε εκδήλωσή του καί απόδειξε πώς ξέρει νά διηγείται. Καί
κυρίως νά κρατά τήν διήγησή του ζωηρή ώρες ολόκληρες.
Θά μπορούσε όλο τό μυθιστόρημα νά χωριστή σέ δύο μέρη.
Στό πρώτο αναπτύσσεται μιά πολεμική καί ερωτική περιπέτεια, ένα
ρομάντσο, μέ αρκετά κατορθώματα.
Στό δεύτερο μέρος, πού ίσως ήταν καί η κύρια πρόθεση τού
Μπαστιά, η αφήγηση περιστρέφεται σέ πνευματικά θέματα. Συγκεκριμένα,
απεικονίζει τόν εσωτερικό αγώνα τού Μηνά νά μεταπηδήση από τήν αμαρτία
στήν μετάνοια. Νά διακρίνη τήν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στό πρόσκαιρο τής
ανθρώπινης δύναμης, τον πλούτο καί τήν δόξα, καί στήν αιωνιότητα τής
θεϊκής ευτυχίας.
Καί πετυχαίνει τόν σκοπό του ο συγγραφέας γιατί, όπως
γράφει ο Γ. Ξενόπουλος στόν πρόλογο τού βιβλίου: «Έχει κάτι τό αρρενωπό
καί ρωμαλέο αυτό τό βιβλίο. Κάτω από τήν περιπέτεια υπάρχει πάντα η
ποίηση πού τήν εξευμενίζει καί τήν ανυψώνει... Ο αναγνώστης νομίζει πώς ο
Μπαστιάς ήταν παρών σέ όλα τά ταξίδια τού Κουρσάρου τού Αιγαίου, κι άς
έγιναν στίς αρχές τού περασμένου αιώνα. Όχι μόνο στή δική μας, αλλά καί
στήν παγκόσμια λογοτεχνία, λίγα μυθιστορήματα περιπετειών έχουν τόση
μελέτη...» (σελ. 7).–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου