Κάποτε
περί το 1931, ο Γιάγκος του Γαβρίλη ενυμθεύθη την Ελένη του Χαράλαμπου
και της Βενετιάς. Συν τω χρόνω, απέκτησαν δυο παιδιά, μια κόρη και ένα
γιο. Όταν η Αθηνά ήτο δυο ετών και ο αδελφός της Αντώνης, ενός,
απηγχονίσθη ο πατέρας των υπό των κυβερνώντων τότε Άγγλων.
Από μικρής ηλικίας άρεσε στην Αθηνά να συχνάζει, μάλιστα και να υπηρετεί στην εκκλησία, η οποία γειτόνευε με το πατρικό σπίτι. Ως να εύρισκε θαλπωρή και ασφάλεια εντός της εκκλησίας, η οποία εξέλειπε εκ του πατρικού σπιτιού λόγω της απουσίας του πατέρα. Τότε παπάς ήτο ο πατέρας του παπα-Ευρυβιάδη, παπά- Ευστάθιος, υιός του παπα-Χαραλάμπους, υιού του παπα-Ηλία. Τούτος λοιπόν, ο παπα-Ευστάθιος συμπαθούσε την ορφανή και ζητούσε συχνά τη βοήθειά της μέσα στην εκκλησία. Λόγου χάριν, όταν είχε βάπτιση, φώναζε «Που είναι η Αθηνά να μου πλύνει τα χέρια;». Η Αθηνούλα έτρεχε με κόκκινα τα μάγουλα από την εντροπή της κι έριχνε νερό στον παπά να πλυθεί. Αυτός της έλεγε αστειευόμενος: «Θα σε κάμω καστρίσιην* εσένα». Έτσι αποκαλούσαν τον εργαζόμενο στο ναό τότε.
Τα χρόνια κυλούσαν. Ο Χαράλαμπος, ο παππούς των παιδιών, τυφλώθηκε, και με τη γυναίκα του, τη Βενετιά, πήραν τα χωριά ζητιανεύοντας. Ο Αντώνης, αφού ενηλικιώθηκε, έφυγε για τη Χώρα (Λευκωσία) κι ύστερα για Γερμανία, και μετά από επτά χρόνια για Αυστραλία. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του. Η μάνα του και η αδελφή του έμειναν μόνες των. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι. Φτώχεια και εγκατάλειψη... Η μόνη των ελπίδα, η εκκλησία, η μόνη παράκληση στην καθολική ερημιά. Οι μόνοι γείτονες των δυο γυναικών ήταν ο Ιησούς Χριστός, οι προφήτες Ηλίας και Μωυσής και οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, διότι αυτούς τιμά η εκκλησία του χωριού των, δηλαδή τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Και είναι όλοι αυτοί, οι μακρινοί και γείτονες, καλά ιστορημένοι, ευγράφως και ευειδώς από τη γραφίδα του ιερογράφου Λαυρεντίου σε μια τεράστια σανίδα, στη μέση του εικονοστασίου του ναού.
Περί το 1972, η χήρα Ελένη μετά της κόρης της, Αθηνάς, ανέλαβαν επίσημα πια να φροντίζουν την εκκλησία. Έτσι, αυτή κατέστη ως μια προέκταση του μικροτάτου σπιτιού των. Την ενόμιζαν ως το πολυτελές ανάκτορο των και περικαλλές παλάτιο των.
Πραγματικά, αυτός ο ναός είναι περικαλλέστατο παλάτι του Μεταμορφωθέντος Βασιλέως Χριστού, το οποίο ανήγειρε πιθανότατα ο Άγιος Πανάρετος. Δεν αποκλείεται η ανοικοδόμηση να έγινε λίγο πιο πριν, επί Χρυσάνθου ή επί Ιωακείμ, όμως, σίγουρα, επί Παναρέτου ιστορήθηκαν οι εικόνες.
Η πρώτη εκκλησία, που ανέλαβε ο Πάφου Πανάρετος να διακοσμήσει, ήταν η Παναγία της Θελέτρας, το 1768, δηλαδή την πρώτη χρονιά της αρχιερατείας του. Τούτην εδώ του Σωτήρος εκάλλυνε και εξωράισε εκ του μη όντος το 1773 δια της κατανυκτικής χρωστήρος του ιεροδιακόνου Λαυρέντιου. Τούτο λέγει και η επιγραφή επί της εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας: «Έγιναν αυταί αι ιεραί εικόναι ιερατεύοντος του πανιερωτάτου Μητροπολίτου, κυρίου Παναρέτου, παρά ζωγράφου τούνομα Λαυρεντίου, ιεροδιακόνου και αμαθούς τε».
Θα πρέπει να ήτο η πρώτη εκκλησία που ανέλαβε ο Λαυρέντιος να ιστορήσει εξ ολοκλήρου, γι αυτό και δειλά υπογράφει και σεμνά δηλώνει αμαθής. Πλην, όμως, η δουλειά του είναι καθόλα τέλεια και σχολαστικά επιμελημένη σε κάθε λεπτομέρεια. Τα χρώματά του αποστάζουν μέλι και κήριον. Η όλη ιστορία του τέμπλου από πάνω, που είναι το Δεδεκάορτο, έως κάτω, ομοιάζει με χρυσοκέντητο, μάλα πεποικιλμένο χαλί της Ανατολής, ένα χαλί που διαβάζεις επάνω όλο το Ευαγγέλιο.
Λίγο αργότερα, προσέθεσε και ο ιερογράφος Παρθένιος κάποια μπαλώματα στον ιερόν αυτόν τάπητα, λίγο αδέξια, μα που δένουν χρωματικά με το σύνολο. Ο Παρθένιος πιθανόν να εχρημάτισε μαθητής του Λαυρεντίου κι έγραψε εδώ τη Σταύρωση, το Μυστικό Δείπνο και τον Άγιο Μάμα, μεγάλες εικόνες και άλλες πολλές μικρές των αγίων και των εορτών.
Αυτή, λοιπόν, τη μυστική εικαστική ιστόρηση του Ευαγγελίου αγάπησε πολύ η καστρισία Αθηνά. Ασφαλώς, δεν είναι μόνο του Ευαγγελίου η ιστόρηση εις αυτό το τέμπλο, αλλά και ολόκληρη η ζωή της εκκλησίας. Κι δι' αυτής η Αθηνά εμυσταγωγείτο, εδιδάσκετο και επαρηγοτείτο. Εισήρχετο δια παραθύρων εις το χώρον εκείνον το μυστικό της Βασιλείας του Θεού. Γι αυτό γνώρισε και αγάπησε την κάθε μια από αυτές τις εικόνες. «Ήσαν τρεις μικρές εικόνες», λέγει η ίδια, «του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με τα φτερά, του Αρχαγγέλου και του αγίου Αντωνίου. Αν τις έβλεπα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, θα τις αναγνώριζα αμέσως. Μέσα στο νου μου είναι ζωγραφισμένες!»
Αργότερα εκλάπησαν και άλλες τέσσερις, του αγίου Δημητρίου μεθ΄ίππου, του αγίου Βασιλείου, του αγίου Λουκά και του αγίου Παντελήμονος. Μετά τη διάρρηξη, επισκέφθηκε το ναό ο επίσκοπος και πήρε άλλες πέντε εικόνες της αυτής αξίας με αυτές που εκλάπησαν και τις τοποθέτησε στο Μουσείο της Μητροπόλεως. Η νεωκόρος προσέθεσε πάλι στο σημειωματάριό της: «Οι εικόνες που πήραν στο Μουσείο είναι: το επιτάφιο, ο Άγιος Τρύφων, ο Άγιος Ηλίας, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Γεώργιος». Μετά από καιρό θέλησε και επισκέφθηκε το Μουσείο και ζήτησε να της δείξουν τις εικόνες και όταν τις είδε, λέγει, σε μια βιτρίνα, της ήρθε κλάμα και έκλαψε. Έκλαψε και για αυτές που κλέβουν και τις πουλούν και για αυτές που βάζουν στα Μουσεία, γιατί και οι μεν και οι δε είναι στις βιτρίνες και στους τοίχους κρεμασμένες και οι κατέχοντες δεν τις αγαπούν, δεν τις διαβάζουν, δεν τις χρησιμοποιούν, ούτε καντήλι τους ανάβουν, ούτε τις θυμιάζουν, ούτε τις προσκυνούν.
Η Αθηνά μέχρι τώρα είναι για είκοσι επτά χρόνια καντηλανάφτισσα και υπεύθυνη για την εκκλησία. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, παρισταμένης ανάγκης, έμαθε να διαβάζει τις ακολουθίες και να ψάλλει. Τελευταίως, σε μια αγρυπνία που κάναμε στον Άγιο Μάμα της Μηλιάς, διάβασε μαζί με τα άλλα και τη Θεία Μετάληψη μετά σπουδής πολλής, προσέχουσα τα νοήματα, ούσα τεντωμένη ολόκορμα και έχουσα τεταμένην την διάνοια στην προσευχή. Μάλιστα εκείνο το
«από ρυπαρώ χειλέων,
από ακαθάρτου γλώττης,
εκ ψυχής ερειπωμένης
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου...»
το απήγγειλε θαυμάσια, με ποιητικό δέος!
Καθημερινά διαβάζει το Ψαλτήριο, το Θεοτοκάριο και τους βίους των αγίων που εορτάζουν. Άνωθεν της κλίνης της έγραψε σε χαρτί:
«Μηδέν εστίν ο άνθρωπος
μηδέν η δύναμίς του
μηδέν η φαντασία του
μηδεν η ύπαρξίς του
μηδέν η δόξα και αρχοντιά
μηδέν η ωραιότης, η ισχύς,
τα πάντα όναρ και σκιά
τα πάντα ματαιότης».
Δεν είναι, όμως, πρέπον και ορθόδοξο μα ούτε σωτήριο να μείνει κανείς ως εδώ, σ΄αυτήν την αρνητική διαπίστωση. Γι΄αυτό γράφει πάρα κάτω η Αθηνά στο χαρτί: «Κύριε, Θεέ μου, Συ είσαι το μόνο αγαθό μου... Πως δύναμαι να φέρω την αθλίαν αυτήν ζωή αν μη η χάρις και οι οικτιρμοί Σου ενισχύουν». Και σε τρίτο χαρτί γράφει: «Όταν ευρίσκεσαι σε πειρασμό, διάβασε τον ψαλμόν αυτόν: Κύριε, εδοκίμασας με και έγνως με. Συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου, συ συνήκας και τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν...!».
Πολλοί νομίζουν ότι η Αθηνά είναι μόνη και έρχονται μερικοί να την πάρουν για εκδρομή, να μείνει λίγες μέρες στην πόλη και τη βασανίζουν. Ολίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι δεν είναι καθόλου μόνη, γιατί η εν τη εκκλησία μοναχικότητα την οδηγεί μόνο προς τον Μόνον. «Ελθέ ο Μόνος προς μόνον». Και ο Μόνος έρχεται μετά πάντων, διότι οι πάντες και τα πάντα είναι δικά Του. Η Αθηνά έμαθε μέσα στην εκκλησία του Σωτήρος να ζητεί πρώτον τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνην αυτού... γι΄αυτό, όλα τα δικά Του προστίθενται σε αυτήν. Έτσι, είναι πάντα χαρούμενη μπροστά στους άλλους και ποτέ δεν παραπονείται για τίποτε. Κι είναι πάντα απασχολημένη με το διακόνημά της. Με την εκκλησία και τα καντήλια, με τις εικόνες των αγίων και τα βιβλία της εκκλησίας, με το σπιτάκι της το ζωντανό και τα δεντράκια του, με τις όρνιθες και τις γάτες της...
Η Αθηνά, έκαμε το πικρολέμονο της ζωής της λεμονάδα και την κερνά με χαμόγελο. Κι όλος ο κόσμος του Θεού είναι δικός της!
*Καστρίσιος ή καστρίνσιος: ο επιβλέπων τα κάστρα.
Από το βιβλίο «περί ΗΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
πηγή
Από μικρής ηλικίας άρεσε στην Αθηνά να συχνάζει, μάλιστα και να υπηρετεί στην εκκλησία, η οποία γειτόνευε με το πατρικό σπίτι. Ως να εύρισκε θαλπωρή και ασφάλεια εντός της εκκλησίας, η οποία εξέλειπε εκ του πατρικού σπιτιού λόγω της απουσίας του πατέρα. Τότε παπάς ήτο ο πατέρας του παπα-Ευρυβιάδη, παπά- Ευστάθιος, υιός του παπα-Χαραλάμπους, υιού του παπα-Ηλία. Τούτος λοιπόν, ο παπα-Ευστάθιος συμπαθούσε την ορφανή και ζητούσε συχνά τη βοήθειά της μέσα στην εκκλησία. Λόγου χάριν, όταν είχε βάπτιση, φώναζε «Που είναι η Αθηνά να μου πλύνει τα χέρια;». Η Αθηνούλα έτρεχε με κόκκινα τα μάγουλα από την εντροπή της κι έριχνε νερό στον παπά να πλυθεί. Αυτός της έλεγε αστειευόμενος: «Θα σε κάμω καστρίσιην* εσένα». Έτσι αποκαλούσαν τον εργαζόμενο στο ναό τότε.
Τα χρόνια κυλούσαν. Ο Χαράλαμπος, ο παππούς των παιδιών, τυφλώθηκε, και με τη γυναίκα του, τη Βενετιά, πήραν τα χωριά ζητιανεύοντας. Ο Αντώνης, αφού ενηλικιώθηκε, έφυγε για τη Χώρα (Λευκωσία) κι ύστερα για Γερμανία, και μετά από επτά χρόνια για Αυστραλία. Έκτοτε, αγνοείται η τύχη του. Η μάνα του και η αδελφή του έμειναν μόνες των. Οι καιροί ήσαν δύσκολοι. Φτώχεια και εγκατάλειψη... Η μόνη των ελπίδα, η εκκλησία, η μόνη παράκληση στην καθολική ερημιά. Οι μόνοι γείτονες των δυο γυναικών ήταν ο Ιησούς Χριστός, οι προφήτες Ηλίας και Μωυσής και οι απόστολοι Πέτρος, Ιάκωβος και Ιωάννης, διότι αυτούς τιμά η εκκλησία του χωριού των, δηλαδή τη Μεταμόρφωση του Σωτήρος Χριστού. Και είναι όλοι αυτοί, οι μακρινοί και γείτονες, καλά ιστορημένοι, ευγράφως και ευειδώς από τη γραφίδα του ιερογράφου Λαυρεντίου σε μια τεράστια σανίδα, στη μέση του εικονοστασίου του ναού.
Περί το 1972, η χήρα Ελένη μετά της κόρης της, Αθηνάς, ανέλαβαν επίσημα πια να φροντίζουν την εκκλησία. Έτσι, αυτή κατέστη ως μια προέκταση του μικροτάτου σπιτιού των. Την ενόμιζαν ως το πολυτελές ανάκτορο των και περικαλλές παλάτιο των.
Πραγματικά, αυτός ο ναός είναι περικαλλέστατο παλάτι του Μεταμορφωθέντος Βασιλέως Χριστού, το οποίο ανήγειρε πιθανότατα ο Άγιος Πανάρετος. Δεν αποκλείεται η ανοικοδόμηση να έγινε λίγο πιο πριν, επί Χρυσάνθου ή επί Ιωακείμ, όμως, σίγουρα, επί Παναρέτου ιστορήθηκαν οι εικόνες.
Η πρώτη εκκλησία, που ανέλαβε ο Πάφου Πανάρετος να διακοσμήσει, ήταν η Παναγία της Θελέτρας, το 1768, δηλαδή την πρώτη χρονιά της αρχιερατείας του. Τούτην εδώ του Σωτήρος εκάλλυνε και εξωράισε εκ του μη όντος το 1773 δια της κατανυκτικής χρωστήρος του ιεροδιακόνου Λαυρέντιου. Τούτο λέγει και η επιγραφή επί της εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας: «Έγιναν αυταί αι ιεραί εικόναι ιερατεύοντος του πανιερωτάτου Μητροπολίτου, κυρίου Παναρέτου, παρά ζωγράφου τούνομα Λαυρεντίου, ιεροδιακόνου και αμαθούς τε».
Θα πρέπει να ήτο η πρώτη εκκλησία που ανέλαβε ο Λαυρέντιος να ιστορήσει εξ ολοκλήρου, γι αυτό και δειλά υπογράφει και σεμνά δηλώνει αμαθής. Πλην, όμως, η δουλειά του είναι καθόλα τέλεια και σχολαστικά επιμελημένη σε κάθε λεπτομέρεια. Τα χρώματά του αποστάζουν μέλι και κήριον. Η όλη ιστορία του τέμπλου από πάνω, που είναι το Δεδεκάορτο, έως κάτω, ομοιάζει με χρυσοκέντητο, μάλα πεποικιλμένο χαλί της Ανατολής, ένα χαλί που διαβάζεις επάνω όλο το Ευαγγέλιο.
Λίγο αργότερα, προσέθεσε και ο ιερογράφος Παρθένιος κάποια μπαλώματα στον ιερόν αυτόν τάπητα, λίγο αδέξια, μα που δένουν χρωματικά με το σύνολο. Ο Παρθένιος πιθανόν να εχρημάτισε μαθητής του Λαυρεντίου κι έγραψε εδώ τη Σταύρωση, το Μυστικό Δείπνο και τον Άγιο Μάμα, μεγάλες εικόνες και άλλες πολλές μικρές των αγίων και των εορτών.
Αυτή, λοιπόν, τη μυστική εικαστική ιστόρηση του Ευαγγελίου αγάπησε πολύ η καστρισία Αθηνά. Ασφαλώς, δεν είναι μόνο του Ευαγγελίου η ιστόρηση εις αυτό το τέμπλο, αλλά και ολόκληρη η ζωή της εκκλησίας. Κι δι' αυτής η Αθηνά εμυσταγωγείτο, εδιδάσκετο και επαρηγοτείτο. Εισήρχετο δια παραθύρων εις το χώρον εκείνον το μυστικό της Βασιλείας του Θεού. Γι αυτό γνώρισε και αγάπησε την κάθε μια από αυτές τις εικόνες. «Ήσαν τρεις μικρές εικόνες», λέγει η ίδια, «του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου με τα φτερά, του Αρχαγγέλου και του αγίου Αντωνίου. Αν τις έβλεπα σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, θα τις αναγνώριζα αμέσως. Μέσα στο νου μου είναι ζωγραφισμένες!»
Αργότερα εκλάπησαν και άλλες τέσσερις, του αγίου Δημητρίου μεθ΄ίππου, του αγίου Βασιλείου, του αγίου Λουκά και του αγίου Παντελήμονος. Μετά τη διάρρηξη, επισκέφθηκε το ναό ο επίσκοπος και πήρε άλλες πέντε εικόνες της αυτής αξίας με αυτές που εκλάπησαν και τις τοποθέτησε στο Μουσείο της Μητροπόλεως. Η νεωκόρος προσέθεσε πάλι στο σημειωματάριό της: «Οι εικόνες που πήραν στο Μουσείο είναι: το επιτάφιο, ο Άγιος Τρύφων, ο Άγιος Ηλίας, ο Άγιος Νικόλαος, ο Άγιος Γεώργιος». Μετά από καιρό θέλησε και επισκέφθηκε το Μουσείο και ζήτησε να της δείξουν τις εικόνες και όταν τις είδε, λέγει, σε μια βιτρίνα, της ήρθε κλάμα και έκλαψε. Έκλαψε και για αυτές που κλέβουν και τις πουλούν και για αυτές που βάζουν στα Μουσεία, γιατί και οι μεν και οι δε είναι στις βιτρίνες και στους τοίχους κρεμασμένες και οι κατέχοντες δεν τις αγαπούν, δεν τις διαβάζουν, δεν τις χρησιμοποιούν, ούτε καντήλι τους ανάβουν, ούτε τις θυμιάζουν, ούτε τις προσκυνούν.
Η Αθηνά μέχρι τώρα είναι για είκοσι επτά χρόνια καντηλανάφτισσα και υπεύθυνη για την εκκλησία. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, παρισταμένης ανάγκης, έμαθε να διαβάζει τις ακολουθίες και να ψάλλει. Τελευταίως, σε μια αγρυπνία που κάναμε στον Άγιο Μάμα της Μηλιάς, διάβασε μαζί με τα άλλα και τη Θεία Μετάληψη μετά σπουδής πολλής, προσέχουσα τα νοήματα, ούσα τεντωμένη ολόκορμα και έχουσα τεταμένην την διάνοια στην προσευχή. Μάλιστα εκείνο το
«από ρυπαρώ χειλέων,
από ακαθάρτου γλώττης,
εκ ψυχής ερειπωμένης
δέξαι δέησιν, Χριστέ μου...»
το απήγγειλε θαυμάσια, με ποιητικό δέος!
Καθημερινά διαβάζει το Ψαλτήριο, το Θεοτοκάριο και τους βίους των αγίων που εορτάζουν. Άνωθεν της κλίνης της έγραψε σε χαρτί:
«Μηδέν εστίν ο άνθρωπος
μηδέν η δύναμίς του
μηδέν η φαντασία του
μηδεν η ύπαρξίς του
μηδέν η δόξα και αρχοντιά
μηδέν η ωραιότης, η ισχύς,
τα πάντα όναρ και σκιά
τα πάντα ματαιότης».
Δεν είναι, όμως, πρέπον και ορθόδοξο μα ούτε σωτήριο να μείνει κανείς ως εδώ, σ΄αυτήν την αρνητική διαπίστωση. Γι΄αυτό γράφει πάρα κάτω η Αθηνά στο χαρτί: «Κύριε, Θεέ μου, Συ είσαι το μόνο αγαθό μου... Πως δύναμαι να φέρω την αθλίαν αυτήν ζωή αν μη η χάρις και οι οικτιρμοί Σου ενισχύουν». Και σε τρίτο χαρτί γράφει: «Όταν ευρίσκεσαι σε πειρασμό, διάβασε τον ψαλμόν αυτόν: Κύριε, εδοκίμασας με και έγνως με. Συ έγνως την καθέδραν μου και την έγερσίν μου, συ συνήκας και τους διαλογισμούς μου από μακρόθεν...!».
Πολλοί νομίζουν ότι η Αθηνά είναι μόνη και έρχονται μερικοί να την πάρουν για εκδρομή, να μείνει λίγες μέρες στην πόλη και τη βασανίζουν. Ολίγοι είναι αυτοί που καταλαβαίνουν ότι δεν είναι καθόλου μόνη, γιατί η εν τη εκκλησία μοναχικότητα την οδηγεί μόνο προς τον Μόνον. «Ελθέ ο Μόνος προς μόνον». Και ο Μόνος έρχεται μετά πάντων, διότι οι πάντες και τα πάντα είναι δικά Του. Η Αθηνά έμαθε μέσα στην εκκλησία του Σωτήρος να ζητεί πρώτον τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνην αυτού... γι΄αυτό, όλα τα δικά Του προστίθενται σε αυτήν. Έτσι, είναι πάντα χαρούμενη μπροστά στους άλλους και ποτέ δεν παραπονείται για τίποτε. Κι είναι πάντα απασχολημένη με το διακόνημά της. Με την εκκλησία και τα καντήλια, με τις εικόνες των αγίων και τα βιβλία της εκκλησίας, με το σπιτάκι της το ζωντανό και τα δεντράκια του, με τις όρνιθες και τις γάτες της...
Η Αθηνά, έκαμε το πικρολέμονο της ζωής της λεμονάδα και την κερνά με χαμόγελο. Κι όλος ο κόσμος του Θεού είναι δικός της!
*Καστρίσιος ή καστρίνσιος: ο επιβλέπων τα κάστρα.
Από το βιβλίο «περί ΗΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά» του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου