Αυτό το κωμικό κυπριακό δημοτικό τραγούδι το μάθαμε από μια γιαγιά
από χωριό της Πάφου η οποία γεννήθηκε το 1911. Το τραγούδι το έμαθε από
τον πατέρα της που το τραγουδούσε μαζί με φίλους του όταν αυτός έστρωνε
τραπέζι στο σπίτι για να διασκεδάσουν. Η διασκέδαση αυτή μπορούσε πολλές
φορές να διαρκέσει έως και μια ολόκληρη εβδομάδα, με αρνιά να σφάζονται
και τη μητέρα της να μαγειρεύει συνέχεια για να είναι το τραπέζι πάντα
γεμάτο με φαγητά. Στο τραπέζι, όμως, ουδέποτε κάθονταν οι γυναίκες του
σπιτιού, επειδή όπως μας είπε η γιαγιά κάτι τέτοιο ήταν απρέπεια. Έμεναν
μέσα στη κουζίνα και κοιτούσαν πότε θα αδειάσουν πιάτα από το τραπέζι
για να τα ξαναγεμίσουν με φαγητό.
Καθισμένη στη κουζίνα - το μαειρκόν - μαζί με τη μάνα της, η γιαγιά,
μικρή κορούλα τότε, άκουγε τους άνδρες να τραγουδούν διασκεδάζοντας,
κοιτάζοντας διακριτικά από τη μικρή θύρα που έβλεπε προς το μακρινάριν,
δηλαδή τον κύριο χώρο του σπιτιού.
Τον πατέρα τότε τον αποκαλούσαν αφέντη και όταν ο πατέρας της της φώναζε
να φέρει κάτι στο τραπέζι αυτή ανταποκρινόταν λέγοντας «όρσε ά 'φεντη».
Οι διασκεδάσεις αυτές γίνονταν ως επί το πλείστον κατά τους βροχερούς
χειμερινούς μήνες όπου δεν υπήρχαν και πολλές δουλειές για να κάνουν στα
χωράφια.
Από ότι μας είπε η γιαγιά, το ποιο κάτω τραγούδι ήταν γνωστό και από
τους γηραιότερους - τους πρωτινούς- οπότε θα πρέπει να είναι τουλάχιστον
250 χρόνων. Φαίνεται ότι το τραγούδι αυτό έχει κι' άλλους στοίχους,
αλλά η γιαγιά, λόγο του προχωρημένου της ηλικίας της δεν τους θυμόταν - η
γιαγιά έχει αποβιώσει.
Εμείς διερευνήσαμε σε διάφορα βιβλία που σχετίζονται με τα δημοτικά
τραγούδια της Κύπρου, αλλά δεν το βρήκαμε πουθενά καταγεγραμμένο. Έτσι,
για να το διασώσουμε το παραθέτουμε πιο κάτω, με την ευχή ν' αξιοποιηθεί
από αυτούς που ασχολούνται με τη δημοτική μας μουσική παράδοση.
Έκκιασα τον άππαρόν μου,
τζι' ίσιωσα για το χωρκόν μουτράλα-λα-λα, ελαλούσα,
τζι' έπινα τζι εμεθκιούσα.
Με το τράλα-λα-λα-λό μου
εξυππάστην το χτηνόν μου
τζι έππεσα πάνω στην φούρκαν,
πάει τζι πότσα, πάει τζι βούρκα.
Νάσου τζιαι τον Στέλιον κάτω,
σαν τον ψοφισμένον κάττον,
εν με κανεί το χάλιν μου,
επήεν τζιαι τ' αππάριν μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου