της Έλενας Μπούλια
Από το 2009, οπότε χτύπησε για πρώτη φορά δυνατά το καμπανάκι της κρίσης στη χώρα μας, μέχρι σήμερα τεράστιες είναι οι αλλαγές που έχουν κάνει οι «υπερκαταναλωτικοί» και «ψαγμένοι» έως τότε Έλληνες (σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Iatronet) στις επιλογές ειδών καθημερινής κατανάλωσης.
Ο λόγος, μεταξύ άλλων, για τα τρόφιμα, τα τσιγάρα, τα ποτά και τον καφέ, τα προϊόντα δηλαδή στα οποία ξοδεύουμε το μεγαλύτερο ίσως μέρος του μισθού μας κάθε μήνα και για τα οποία μέχρι πριν τρία-τέσσερα χρόνια επιδιώκαμε καλή σχέση ποιότητας/τιμής.
Εν έτει 2012 βλέπουμε τον μέσο Έλληνα να έχει αντικαταστήσει το ψάρι με το ρύζι, το τσιγάρο πολυτελείας με τον καπνό και το ουίσκι με το τσίπουρο. Την ίδια στιγμή, μία μεγάλη μερίδα πολιτών συγκεντρώνεται έξω από τις αποθήκες των σούπερ μάρκετ κάθε βράδυ για να μαζέψει τα ληγμένα ή «ταλαιπωρημένα» τρόφιμα της ημέρας, πριν πεταχτούν στις χωματερές, για ιδία κατανάλωση.
Μείωση της ποιότητας των τροφίμων «Ο Έλληνας καταναλωτής προτιμά πλέον όλο και πιο υποβαθμισμένης ποιότητας προϊόντα, θέτοντας συχνά σε κίνδυνο την ίδια του την υγεία», μας λέει ο Πρόεδρος του ΙΝΚΑ κ. Γιώργος Λεχουρίτης «Δεν είναι πια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τον καταναλωτή στα προϊόντα που θα αγοράσει, αλλά το πώς θα γεμίσει το καλάθι. Πώς θα θρέψει την οικογένεια, όχι πώς θα την διαθρέψει.
»Έτσι, στις επιλογές του κατά την αγορά τροφίμων κυριαρχούν πλέον τα όσπρια και τα ζυμαρικά, ενώ μειωμένες είναι οι πωλήσεις σε ψάρια και κρέας. Ακόμα, μεγάλο μερίδιο στην αγορά παίρνουν πλέον οι ιδιωτικές ετικέτες των σούπερ μάρκετ –και, μάλιστα, όχι των ‘ακριβών΄ σούπερ μάρκετ. Τέλος, αυτό που παρατηρούμε ως προς τις υπαίθριες αγορές, π.χ. την Βαρβάκειο και τις λαϊκές, είναι πως οι καταναλωτές σπεύδουν να ψωνίζουν από αυτές αργότερα μέσα στη μέρα για να πετύχουν χαμηλότερες τιμές, παίρνοντας όμως δεύτερης διαλογής προϊόντα.»
Εισπράττοντας αυτά τα μηνύματα της αγοράς, λοιπόν, αποφάσισαν και οι βιομηχανίες να πωλούν από εδώ και στο εξής τρόφιμα περασμένης χρονολογίας και ελάχιστης διατηρησιμότητας σε χαμηλότερη τιμή. Ποια είναι η άποψη του Ινστιτούτου Καταναλωτή ως προς αυτούς τους νέους κανόνες διακίνησης/εμπορίας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών (ΔΙΕΠΠΥ); «Απαράδεκτο!» λέει ο κ. Λεχουρίτης. «Ούτε κατά διάνοια δε μπορούμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι ποιος το σκέφτηκε! Αν πράγματι ‘περάσει’ αυτό, θα κατακλύσουν την αγορά ληγμένα. Πόσο πια πρέπει να εξαθλιωθεί ο ελληνικός λαός; Υπάρχουν περιθώρια να λειτουργήσει η βιομηχανία με τον ανταγωνισμό και να προσφέρει ποιότητα».
Από την άλλη, τα ποιοτικά προϊόντα είναι συνήθως και πιο ακριβά. Πώς θα εξασφαλίσει ο καταναλωτής την ποιότητα σε προσιτές τιμές; «Ο καταναλωτής πρέπει να κάνει έρευνα αγοράς. Να επιλέγει τα προϊόντα, ακόμα και κουράζοντας τον εαυτό του, αγοράζοντας μερικά είδη από εδώ και μερικά από εκεί. Πολλές φορές αρκετά σούπερ μάρκετ κάνουν προσφορές σε κάποια ποιοτικά προϊόντα –ας τις εκμεταλλευτεί.
Ακόμα, να προσέχει πάντα την ημερομηνία παραγωγής και λήξης των προϊόντων και αν παρατηρήσει φαινόμενα παραβατικότητας να τα καταγγείλει άμεσα είτε σε εμάς είτε στον ΕΦΕΤ (11-7-11). Ο καταναλωτής πρέπει να καταλάβει ότι μπορεί να προστατευτεί από την αισχροκέρδεια», καταλήγει ο κ. Λεχουρίτης.
Oι μεταβολές στην αγορά…
…του τσιγάρου Στην Ελλάδα είναι κάτι σαν παράδοση για τον λαό να ανάβει τσιγάρο κάθε φορά που αντιμετωπίζει στενοχώριες και άγχη. Θα περίμενε λοιπόν κανείς οι πωλήσεις των τσιγάρων να έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας όλων αυτών των οικονομικών προβλημάτων –ή τουλάχιστον να μην έχουν μειωθεί. «Κι όμως, δεν πάει τόσο καλά η αγορά του τσιγάρου», μας λέει η κ. Ρένα, που εδώ και μισό αιώνα διατηρεί την αποθήκη χονδρικής πώλησης τσιγάρων του πατέρα της, στα Πετράλωνα. «Και ο λόγος δεν είναι τόσο οι φόροι που έχουν ακριβύνει το πακέτο, όσο το γεγονός ότι ο Έλληνας δεν βγαίνει πια τόσο συχνά για να καπνίσει. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα τσιγάρα της ημέρας δεν τα κάνουμε στο σπίτι και στην δουλειά, αλλά στη βραδινή έξοδο, μαζί με το κρασάκι μας».
Επίσημα στοιχεία λένε πως η μείωση στις πωλήσεις τσιγάρων το πρώτο τρίμηνο του 2012 αγγίζει το 20%, ενώ από τα τσιγάρα που καταναλώνονται στην αγορά το 15% είναι λαθραία. «Όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των καπνιστών τελευταία στρέφεται στον καπνό που είναι πολύ οικονομικότερος», προσθέτει η κ. Ρένα.
Η αισιόδοξη πλευρά της συγκεκριμένης επίπτωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι οι καπνιστές στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σημαντικά, το οποίο είναι προς όφελος της υγείας του συνολικού πληθυσμού. Το υπουργείο Υγείας, συγκεκριμένα, αναφέρει πως στους νέους ενήλικες, από το 2006 μέχρι σήμερα, το τσιγάρο μειώθηκε από 61,9% σε 46,4%.
…του καφέ Κι αν αναρωτιέστε κατά πόσο η κρίση έχει μειώσει την κατανάλωση καφέ ή αν η αύξηση της ανεργίας στους νέους τους έχει οδηγήσει στις καφετέριες, απάντηση δίνει η Μαρία, υπεύθυνη marketing σε γνωστή ελληνική εταιρία παραγωγής και εμπορίας καφέ, η οποία προμηθεύει εσπρέσο και καφέ φίλτρου στα καταστήματα: «Οι πωλήσεις μας δεν έχουν μεταβληθεί τόσο πολύ, ωστόσο υπάρχει μία μετατόπιση όσον αφορά τις περιοχές. Δηλαδή, σε πιο υποβαθισμένες περιοχές έχει μειωθεί ο τζίρος της εταιρίας αλλά σε άλλες μάλλον έχει αυξηθεί. Αυτό που σίγουρα συμβαίνει είναι ότι οι επιχειρηματίες ζητούν να αγοράσουν φθηνότερο καφέ από εμάς ή είναι διατεθειμένοι να πάρουν χαμηλότερη ποιότητα καφέ για να πληρώσουν λιγότερα ανά κιλό».
Ρωτάμε τη Μαρία αν αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές τους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επιχειρηματιών και να κερδίσουν στον ανταγωνισμό: «Δεν έχουμε μειώσει τις τιμές μας. Αντίθετα, τις έχουμε αυξήσει λίγο, αλλά αυτό έχει να κάνει με την αύξηση της τιμής του καφέ ως πρώτη ύλη. Ο καφές είναι ‘commodity’, εμπόρευμα δηλαδή, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και, όπως π.χ. το κακάο, η τιμή του επηρεάζεται από πολλά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν εμείς απορροφούμε πολλές φορές κάποιες αυξήσεις, αλλά δεν γίνεται να απορροφηθούν όλες».
Τι λένε, όμως, για την κατάσταση οι ιδιοκτήτες καφετεριών; «Γενικά έχει παρατηρηθεί μείωση των τιμών των ροφημάτων καφέ (εσπρέσο-καπουτσίνο), ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού με τις αλυσίδες καφέ που πωλούν αμφίβολης ποιότητας καφέ συν τυρόπιτα με 1 ευρώ. Πάντως οι πελάτες μας λένε πως ο κόσμος συνεχίζει να πίνει καφέ έξω. Ίσως όχι όσο πριν, αλλά συνεχίζει και λόγω της αύξησης της ανεργίας πολλές καφετέριες το πρωί είναι γεμάτες. Άλλωστε, είναι η μόνη τόσο φτηνή διασκέδαση», καταλήγει.
…του αλκοόλ Ο Θύμιος, ο οποίος διατηρεί μεγάλη κάβα στην περιοχή του Caravel, επιβεβαιώνει με τα λεγόμενά του τις έρευνες της Diageo Hellas, ότι η κατανάλωση ουίσκι στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 40%, αλλά και τα νούμερα της Ένωσης Εταιρειών Αλκοολούχων Ποτών που μιλούν για πτώση της τάξης του 20% στον συνολικό τους τζίρο.
Αντίθετα, στο πλαίσιο πάντα της γενικότερης ύφεσης, σημαντική αύξηση έχει παρουσιάσει η ζήτηση σε τσίπουρο και κρασί (ειδικά στο χύμα), αλλά και στην κατανάλωση μπύρας. Τα καλά νέα; Και τα τρία αυτά «αγαθά» είναι πολύ πιο…. αγαθά για την υγεία μας, από το ουίσκι ή τη βότκα, ενώ στην πλειονότητά τους προέρχονται από Έλληνες παραγωγούς, συνεπώς προτιμώντας τα στηρίζουμε και την ελληνική οικονομία.
Από το 2009, οπότε χτύπησε για πρώτη φορά δυνατά το καμπανάκι της κρίσης στη χώρα μας, μέχρι σήμερα τεράστιες είναι οι αλλαγές που έχουν κάνει οι «υπερκαταναλωτικοί» και «ψαγμένοι» έως τότε Έλληνες (σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Iatronet) στις επιλογές ειδών καθημερινής κατανάλωσης.
Ο λόγος, μεταξύ άλλων, για τα τρόφιμα, τα τσιγάρα, τα ποτά και τον καφέ, τα προϊόντα δηλαδή στα οποία ξοδεύουμε το μεγαλύτερο ίσως μέρος του μισθού μας κάθε μήνα και για τα οποία μέχρι πριν τρία-τέσσερα χρόνια επιδιώκαμε καλή σχέση ποιότητας/τιμής.
Εν έτει 2012 βλέπουμε τον μέσο Έλληνα να έχει αντικαταστήσει το ψάρι με το ρύζι, το τσιγάρο πολυτελείας με τον καπνό και το ουίσκι με το τσίπουρο. Την ίδια στιγμή, μία μεγάλη μερίδα πολιτών συγκεντρώνεται έξω από τις αποθήκες των σούπερ μάρκετ κάθε βράδυ για να μαζέψει τα ληγμένα ή «ταλαιπωρημένα» τρόφιμα της ημέρας, πριν πεταχτούν στις χωματερές, για ιδία κατανάλωση.
Μείωση της ποιότητας των τροφίμων «Ο Έλληνας καταναλωτής προτιμά πλέον όλο και πιο υποβαθμισμένης ποιότητας προϊόντα, θέτοντας συχνά σε κίνδυνο την ίδια του την υγεία», μας λέει ο Πρόεδρος του ΙΝΚΑ κ. Γιώργος Λεχουρίτης «Δεν είναι πια τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ενδιαφέρουν τον καταναλωτή στα προϊόντα που θα αγοράσει, αλλά το πώς θα γεμίσει το καλάθι. Πώς θα θρέψει την οικογένεια, όχι πώς θα την διαθρέψει.
»Έτσι, στις επιλογές του κατά την αγορά τροφίμων κυριαρχούν πλέον τα όσπρια και τα ζυμαρικά, ενώ μειωμένες είναι οι πωλήσεις σε ψάρια και κρέας. Ακόμα, μεγάλο μερίδιο στην αγορά παίρνουν πλέον οι ιδιωτικές ετικέτες των σούπερ μάρκετ –και, μάλιστα, όχι των ‘ακριβών΄ σούπερ μάρκετ. Τέλος, αυτό που παρατηρούμε ως προς τις υπαίθριες αγορές, π.χ. την Βαρβάκειο και τις λαϊκές, είναι πως οι καταναλωτές σπεύδουν να ψωνίζουν από αυτές αργότερα μέσα στη μέρα για να πετύχουν χαμηλότερες τιμές, παίρνοντας όμως δεύτερης διαλογής προϊόντα.»
Εισπράττοντας αυτά τα μηνύματα της αγοράς, λοιπόν, αποφάσισαν και οι βιομηχανίες να πωλούν από εδώ και στο εξής τρόφιμα περασμένης χρονολογίας και ελάχιστης διατηρησιμότητας σε χαμηλότερη τιμή. Ποια είναι η άποψη του Ινστιτούτου Καταναλωτή ως προς αυτούς τους νέους κανόνες διακίνησης/εμπορίας προϊόντων και παροχής υπηρεσιών (ΔΙΕΠΠΥ); «Απαράδεκτο!» λέει ο κ. Λεχουρίτης. «Ούτε κατά διάνοια δε μπορούμε να δεχτούμε κάτι τέτοιο. Αναρωτιέμαι ποιος το σκέφτηκε! Αν πράγματι ‘περάσει’ αυτό, θα κατακλύσουν την αγορά ληγμένα. Πόσο πια πρέπει να εξαθλιωθεί ο ελληνικός λαός; Υπάρχουν περιθώρια να λειτουργήσει η βιομηχανία με τον ανταγωνισμό και να προσφέρει ποιότητα».
Από την άλλη, τα ποιοτικά προϊόντα είναι συνήθως και πιο ακριβά. Πώς θα εξασφαλίσει ο καταναλωτής την ποιότητα σε προσιτές τιμές; «Ο καταναλωτής πρέπει να κάνει έρευνα αγοράς. Να επιλέγει τα προϊόντα, ακόμα και κουράζοντας τον εαυτό του, αγοράζοντας μερικά είδη από εδώ και μερικά από εκεί. Πολλές φορές αρκετά σούπερ μάρκετ κάνουν προσφορές σε κάποια ποιοτικά προϊόντα –ας τις εκμεταλλευτεί.
Ακόμα, να προσέχει πάντα την ημερομηνία παραγωγής και λήξης των προϊόντων και αν παρατηρήσει φαινόμενα παραβατικότητας να τα καταγγείλει άμεσα είτε σε εμάς είτε στον ΕΦΕΤ (11-7-11). Ο καταναλωτής πρέπει να καταλάβει ότι μπορεί να προστατευτεί από την αισχροκέρδεια», καταλήγει ο κ. Λεχουρίτης.
Oι μεταβολές στην αγορά…
…του τσιγάρου Στην Ελλάδα είναι κάτι σαν παράδοση για τον λαό να ανάβει τσιγάρο κάθε φορά που αντιμετωπίζει στενοχώριες και άγχη. Θα περίμενε λοιπόν κανείς οι πωλήσεις των τσιγάρων να έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας όλων αυτών των οικονομικών προβλημάτων –ή τουλάχιστον να μην έχουν μειωθεί. «Κι όμως, δεν πάει τόσο καλά η αγορά του τσιγάρου», μας λέει η κ. Ρένα, που εδώ και μισό αιώνα διατηρεί την αποθήκη χονδρικής πώλησης τσιγάρων του πατέρα της, στα Πετράλωνα. «Και ο λόγος δεν είναι τόσο οι φόροι που έχουν ακριβύνει το πακέτο, όσο το γεγονός ότι ο Έλληνας δεν βγαίνει πια τόσο συχνά για να καπνίσει. Γιατί, η αλήθεια είναι ότι τα περισσότερα τσιγάρα της ημέρας δεν τα κάνουμε στο σπίτι και στην δουλειά, αλλά στη βραδινή έξοδο, μαζί με το κρασάκι μας».
Επίσημα στοιχεία λένε πως η μείωση στις πωλήσεις τσιγάρων το πρώτο τρίμηνο του 2012 αγγίζει το 20%, ενώ από τα τσιγάρα που καταναλώνονται στην αγορά το 15% είναι λαθραία. «Όλο και μεγαλύτερο ποσοστό των καπνιστών τελευταία στρέφεται στον καπνό που είναι πολύ οικονομικότερος», προσθέτει η κ. Ρένα.
Η αισιόδοξη πλευρά της συγκεκριμένης επίπτωσης της κρίσης είναι το γεγονός ότι οι καπνιστές στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια έχουν μειωθεί σημαντικά, το οποίο είναι προς όφελος της υγείας του συνολικού πληθυσμού. Το υπουργείο Υγείας, συγκεκριμένα, αναφέρει πως στους νέους ενήλικες, από το 2006 μέχρι σήμερα, το τσιγάρο μειώθηκε από 61,9% σε 46,4%.
…του καφέ Κι αν αναρωτιέστε κατά πόσο η κρίση έχει μειώσει την κατανάλωση καφέ ή αν η αύξηση της ανεργίας στους νέους τους έχει οδηγήσει στις καφετέριες, απάντηση δίνει η Μαρία, υπεύθυνη marketing σε γνωστή ελληνική εταιρία παραγωγής και εμπορίας καφέ, η οποία προμηθεύει εσπρέσο και καφέ φίλτρου στα καταστήματα: «Οι πωλήσεις μας δεν έχουν μεταβληθεί τόσο πολύ, ωστόσο υπάρχει μία μετατόπιση όσον αφορά τις περιοχές. Δηλαδή, σε πιο υποβαθισμένες περιοχές έχει μειωθεί ο τζίρος της εταιρίας αλλά σε άλλες μάλλον έχει αυξηθεί. Αυτό που σίγουρα συμβαίνει είναι ότι οι επιχειρηματίες ζητούν να αγοράσουν φθηνότερο καφέ από εμάς ή είναι διατεθειμένοι να πάρουν χαμηλότερη ποιότητα καφέ για να πληρώσουν λιγότερα ανά κιλό».
Ρωτάμε τη Μαρία αν αναγκάστηκαν να μειώσουν τις τιμές τους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες των επιχειρηματιών και να κερδίσουν στον ανταγωνισμό: «Δεν έχουμε μειώσει τις τιμές μας. Αντίθετα, τις έχουμε αυξήσει λίγο, αλλά αυτό έχει να κάνει με την αύξηση της τιμής του καφέ ως πρώτη ύλη. Ο καφές είναι ‘commodity’, εμπόρευμα δηλαδή, στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και, όπως π.χ. το κακάο, η τιμή του επηρεάζεται από πολλά πράγματα. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν εμείς απορροφούμε πολλές φορές κάποιες αυξήσεις, αλλά δεν γίνεται να απορροφηθούν όλες».
Τι λένε, όμως, για την κατάσταση οι ιδιοκτήτες καφετεριών; «Γενικά έχει παρατηρηθεί μείωση των τιμών των ροφημάτων καφέ (εσπρέσο-καπουτσίνο), ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, λόγω του μεγάλου ανταγωνισμού με τις αλυσίδες καφέ που πωλούν αμφίβολης ποιότητας καφέ συν τυρόπιτα με 1 ευρώ. Πάντως οι πελάτες μας λένε πως ο κόσμος συνεχίζει να πίνει καφέ έξω. Ίσως όχι όσο πριν, αλλά συνεχίζει και λόγω της αύξησης της ανεργίας πολλές καφετέριες το πρωί είναι γεμάτες. Άλλωστε, είναι η μόνη τόσο φτηνή διασκέδαση», καταλήγει.
…του αλκοόλ Ο Θύμιος, ο οποίος διατηρεί μεγάλη κάβα στην περιοχή του Caravel, επιβεβαιώνει με τα λεγόμενά του τις έρευνες της Diageo Hellas, ότι η κατανάλωση ουίσκι στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 40%, αλλά και τα νούμερα της Ένωσης Εταιρειών Αλκοολούχων Ποτών που μιλούν για πτώση της τάξης του 20% στον συνολικό τους τζίρο.
Αντίθετα, στο πλαίσιο πάντα της γενικότερης ύφεσης, σημαντική αύξηση έχει παρουσιάσει η ζήτηση σε τσίπουρο και κρασί (ειδικά στο χύμα), αλλά και στην κατανάλωση μπύρας. Τα καλά νέα; Και τα τρία αυτά «αγαθά» είναι πολύ πιο…. αγαθά για την υγεία μας, από το ουίσκι ή τη βότκα, ενώ στην πλειονότητά τους προέρχονται από Έλληνες παραγωγούς, συνεπώς προτιμώντας τα στηρίζουμε και την ελληνική οικονομία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου