Μαριάννα Κορομηλά
Στη
Συρία της δεκαετίας του΄70 και του΄80 έζησα την ιστορική εμπειρία σαν
δική μου καθημερινότητα. Πουθενα αλλού δεν ένιωσα με τόση πληρότητα να
ξαναμπαίνω στη μήτρα. Βαθμιαία, εκεί έβρισκα τον εαυτό μου.
Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας μου, όχι βεβαίως αυτής του διαβατηρίου (η οποία ταυτιζόταν μέχρι τότε με την πεποίθησή μου), αλλά εκείνης που μου απέδιδαν οι Σύριοι κι όλοι οι Μεσανατολίτες. Στην αρχή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμουν ότι με έβλεπαν αλλιώς, αλλά πώς; και γιατί; Τι ήταν αυτό που αναγνώριζαν αυτοί και αγνοούσα εγώ;
Καθώς περνούσαν οι ημέρες, άρχισα να διακρίνω ότι η ελληνική προέλευσή μου είχε τελείως διαφορετικό νόημα για εκείνους. Ούτε η χώρα Ελλάδα ούτε η πρωτεύουσα Αθήνα τους ήταν οικείες, ακόμα τότε — στους περισσότερους, μάλιστα, ήταν και παντελώς άγνωστες. Μα πώς να εξηγήσω την υπέρτατη χαρά τους όταν μάθαιναν ότι είμαι Γίουνάνα (Γιουνάν = Ίων = Έλληνας), άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι' αυτούς, κομμάτι —και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι— του δικού τους κόσμου; Μόνον που εγώ δεν το ήξερα.
Η μεγαλύτερη έκπληξη ήταν η αποκάλυψη της ταυτότητας μου, όχι βεβαίως αυτής του διαβατηρίου (η οποία ταυτιζόταν μέχρι τότε με την πεποίθησή μου), αλλά εκείνης που μου απέδιδαν οι Σύριοι κι όλοι οι Μεσανατολίτες. Στην αρχή δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει. Αντιλαμβανόμουν ότι με έβλεπαν αλλιώς, αλλά πώς; και γιατί; Τι ήταν αυτό που αναγνώριζαν αυτοί και αγνοούσα εγώ;
Καθώς περνούσαν οι ημέρες, άρχισα να διακρίνω ότι η ελληνική προέλευσή μου είχε τελείως διαφορετικό νόημα για εκείνους. Ούτε η χώρα Ελλάδα ούτε η πρωτεύουσα Αθήνα τους ήταν οικείες, ακόμα τότε — στους περισσότερους, μάλιστα, ήταν και παντελώς άγνωστες. Μα πώς να εξηγήσω την υπέρτατη χαρά τους όταν μάθαιναν ότι είμαι Γίουνάνα (Γιουνάν = Ίων = Έλληνας), άρα Ρουμ Ορτοντόξ, δηλαδή Ορθόδοξη, και, κατά συνέπεια, γι' αυτούς, κομμάτι —και μάλιστα, εκλεκτό κομμάτι— του δικού τους κόσμου; Μόνον που εγώ δεν το ήξερα.
Η διαδικασία της αποτίναξης του δικού μου προσωπείου άρχισε σε ένα ζαχαροπλαστείο στο Χαλέπι, καθώς πλήρωνα τα φιστικομπακλαβαδάκια που επρόκειτο να πάρω μαζί μου στην Ελλάδα. Είχα ήδη περάσει τρεις εβδομάδες στη Συρία. Με αιματηρές οικονομίες μάζεψα το απαιτούμενο ποσόν για το ταξίδι και με φοβερές θυσίες διάβασα ό,τι έπρεπε να διαβάσω, ώστε να πάω προετοιμασμένη. Και όταν λέω «ό,τι έπρεπε», εννοώ τα πάντα. Γιατί ως γαλλοσπουδαγμένη νέα, είχα ζήσει σε ένα φιλο-αραβικό, φιλοσυριακό περιβάλλον. Είχα την ώθηση των γαλλικών σπουδών σχετικά με τη Συρία (την οποία οι Γάλλοι είχαν υποτάξει ως «εντολοδόχοι» των νικητών του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου και διατηρούν πάντα την προνομιακή σχέση του πρώην γηπεδούχου, που δεν παραιτείται από την κληρονομιά, αντιμετωπίζει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αρκετή δόση κεκαλυμμένης συγκατάβασης τις παλαιές του κτήσεις, προωθώντας τη νεοαποικιοκρατική πολιτική του μέσα από πολιτιστικές δραστηριότητες, εκδόσεις, εκθέσεις, επιστημονικά συμπόσια, μουσικές εκδηλώσεις και όλα όσα υπάγονται στο πλέγμα της πολιτιστικής προσέγγισης). Ε! τι άλλο ήθελα. Ξεκινούσα από το καλύτερο ευρωπαϊκό εφαλτήριο για να γνωρίσω την Ανατολή.
Άρτια προετοιμασμένη πραγματοποίησα μία σχεδόν μυθική περιήγηση, αποκλειστικά αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Είδα τα πάντα. Προϊστορικά, αρχαία, ελληνιστικά, ρωμαϊκά, πρωτοχριστιανικά και πρώιμα βυζαντινά, πρωτοϊσλαμικά και μεσαιωνικά. Το τέρμα ήταν η επέλαση των Μογγόλων. Όλα τα νεότερα ήταν γραφικά και αρκούντως εξωτικά αλλά δευτερεύοντα. Θα είχα πάρα πολλά να διηγηθώ στους φίλους, κυρίως στους Γάλλους λάτρεις της μεσα-νατολίτικης Προϊστορίας. Τους το είχα υποσχεθεί, όταν μου δάνειζαν τα συγγράμματα περί Σουμερίων και Ακκάδων και Ασσυρίων, και όλων εκείνων των άλλων περίφημων πολιτισμών, και με καθοδηγούσαν ως προς το τι έπρεπε να διαβάσω και να δω. Να μην παραλείψω, εννοείται, και τα σταυροφορικά κάστρα, το καμάρι της Φραγκιάς.
Είχα, λοιπόν, περπατήσει τα πάντα κι είχα φτάσει ενθουσιασμένη στο Χαλέπι, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού μου, διατηρώντας την απορία για τον τρόπο με τον οποίο με υποδέχονταν οι άνθρωποι, όταν ξεστόμιζα την καταγωγή μου. Έμποροι, εστιάτορες, βοσκοί, φύλακες αρχαιοτήτων και συνεπιβάτες στα λεωφορεία, Σύριοι, Βεδουίνοι, Κούρδοι, Χαλδαίοι, Παλαιστίνιοι και Αρμένιοι, αδιαφορώντας πλήρως γι' αυτό που εγώ πίστευα ότι αντιπροσωπεύω, θεωρούσαν ύψιστη τιμή τη γνωριμία μας. Αυτό ήταν ολοφάνερο, αλλά μου διέφευγε η αιτία. Αισθανόμουν ότι φέρω κάτι, σαν να εκπροσωπούσα κάποιον, σαν να μετέφερα μνήμες ή σύμβολα ή ποιος ξέρει τι άλλο αόρατο — ορατό σε αυτούς, με τους οποίους δεν είχα τρόπο να επικοινωνήσω με τον λόγο (κι αν κάποιοι ελάχιστοι μιλούσαν γαλλικά ή αγγλικά, δεν έμπαιναν στον κόπο να μου εξηγήσουν, γιατί απλούστατα
δεν
μπορούσαν να διανοηθούν ότι χρειαζόμουν εξηγήσεις). Άλλοτε, πάλι, έλεγα
ότι μάλλον είναι αποκυήματα της φαντασίας μου αυτά, ίσως απλώς τους
εντυπωσίαζε ότι ήμουνα μία νέα γυναίκα που ταξίδευε μόνη σε έναν τόπο
δίχως τουριστικές εμπειρίες (δίχως καμιά επαφή με τουρίστες, αυτός ο
κόσμος ήταν ακόμα εντελώς αθώος, συνεσταλμένος και, συνάμα, αυθόρμητος).
Ωστόσο, τα διάφορα εξωφρενικά περιστατικά που μου συνέβαιναν δεν με
άφηναν να εφησυχάζω με τέτοιες απλουστευτικές ερμηνείες. Ώσπου ήρθε η
ώρα να αγοράσω τα μπακλαβαδάκια με το φιστίκι.
Ο ζαχαροπλάστης μιλούσε γαλλικά. Εκείνα τα παλαιομοδίτικα της αστικής τάξης της Μέσης Ανατολής.
«Θα μου επιτρέψετε να σας τα προσφέρω» είπε. Διαμαρτυρήθηκα, ήτανε πέντε κουτιά.
«Και
δέκα να πάρετε, θα είναι χαρά μου» είπε. «Το απόγευμα σας περιμένουμε
στην εκκλησία». Ευτυχώς δεν είχα προλάβει να πάρω τα κουτιά, γιατί θα
μου έπεφταν από τα χέρια.
«Είναι
οι Α' Χαιρετισμοί σήμερα» συνέχισε απτόητος. Δεν είχε αντιληφθεί ότι
έμεινα κεραυνόπληκτη. «Όλη η Κοινότητα σας περιμένει. Ελπίζω να μην
έχετε άλλες υποχρεώσεις».
Τραυλίζοντας ρώτησα πού βρίσκεται η εκκλησία.
«Είναι εδώ πίσω. Μόλις περάσετε τα υφασματάδικα, η πρώτη πόρτα με τον Σταυρό. Η επόμενη είναι η αρμενική».
Αυτό
ήταν. Είχα ταξιδέψει σε μία χώρα η οποία με ενδιέφερε για το απώτατο
παρελθόν της. Ήμουν έτοιμη να φύγω δίχως να πάρω μυρωδιά από το παρόν
της. Σαν Γαλλίδα οριονταλίστρια, που παραβλέπει τις υπερμεγέθεις
κατσαρίδες στα δωμάτια των πανδοχείων, για να απολαύσει το άρωμα των
νεκρών πολιτισμών. Είχα επισκεφθεί τουλάχιστον είκοσι από τους
εκατοντάδες εγκαταλελειμμένους πρωτοβυζαντινούς οικισμούς, αυτούς που
είχε ανακαλύψει ο Μπάτλερ, μετά το 1900, και τους ονόμασε «ghost
cities»' είχα δει δεκάδες πετρόχτιστες εκκλησίες, πύργους, τετραώροφα
πανδοχεία, στάβλους κι αποθήκες της Προ'ισλαμικής εποχής. Ήμουν έτοιμη
να φύγω με την πεποίθηση ότι το κεφάλαιο του Χριστιανισμού τελείωσε με
τη μουσουλμανική κατάκτηση. Η Δαμασκός παραδόθηκε το 635. Το Χαλέπι
έπεσε έναν χρόνο αργότερα. Πότε θα καταλάβουμε ότι το σπαθί δεν κόβει
την ιστορία;
Βρισκόμουν
σε ένα από τα μεγαλύτερα κέντρα της σύγχρονης αραβικής Ορθοδοξίας. Το
μητροπολιτικό μέγαρο ήταν δυο βήματα από το ζαχαροπλαστείο. Η έδρα της
Μητροπόλεως Βεροίας (Βέροια, και επισήμως Βέροια Χαλυβών, ονόμασαν οι
Σελευκίδες το Χάλεμπ-Αλέπο — τους είχε φάει, καθώς φαίνεται, η νοσταλγία
της μακεδονικής πατρίδας) στεγάζεται σε ένα τυπικά μεσανατολίτικο
αρχοντικό. Μία κρεβατίνα σκεπάζει τη μεγάλη εσωτερική αυλή, στο κέντρο
υπάρχει η μαρμάρινη δεξαμενή με το σιντριβάνι, δίπλα ένα πελώριο γιασεμί
και μια μικρή ροδιά. Δεκαεπτά αιώνες εδώ. Ο μητροπολίτης Βεροίας Ηλίας,
σπουδαγμένος στην Ελλάδα: στη Θεολογική των Αθηνών και στην ΙΙάτμο. Ο
πρωτοσύγκελος Αντώνιος: στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, στην Πόλη. Δεν
πίστευα στα αυτιά και στα μάτια μου. Κι ούτε πρόλαβα να θυμώσω αυτή τη
φορά. Με άρπαξε η συγκίνηση, η μεγαλύτερη της ζωής μου.
Ανοιξιάτικο
απόγευμα στο Χαλέπι' οι Α' Χαιρετισμοί. Οι καμπάνες ακούστηκαν σε
ολόκληρη την αγορά. Κι εγώ ήταν σαν να έμπαινα πρώτη φορά σε εκκλησία.
Το εκκλησίασμα με υποδέχθηκε με χαμόγελα, κλάματα, το δεξί χέρι στο
μέρος της καρδιάς αντί άλλου χαιρετισμού. Οι γυναίκες έκαναν τόπο να
περάσω, η καθεμιά μού έδινε τη θέση της. Με θώπευαν με τα μάτια. Είχα
έρθει από τη Βασιλεύουσα. Αυτή την ιδιότητα μου απέδιδαν όλοι εκείνοι
που με τιμούσαν χωρίς να καταλαβαίνω τι μου συνέβαινε. Η δική μας Ελλάδα
δεν υπήρχε γι' αυτούς. Ούτε τα αρχαιολατρικά θέσφατα και οι
νεοελληνικές κατασκευές περί ενδόξων Αθηναίων προγόνων τούς συγκινούσαν.
Στις δικές τους αξίες αυτό που μετρούσε ήταν αυτό που εμείς είχαμε
απορρίψει (μετά βδελυγμίας). Η αίγλη της κωνσταντινουπολίτικης
Ορθοδοξίας, η λάμψη του ρωμαίικου οικουμενισμού, η παρηγοριά (και η
σοφία) της βιωμένης συνύπαρξης, οι συγγένειες και οι κοινοί κώδικες του
σεβασμού ανάμεσα στους λαούς της Ανατολής αναδύονταν μέσα από τις
αραβικές και τις ελληνικές ψαλμωδίες, την κίνηση των σωμάτων, τη
συγκίνηση των εκκλησιαζόμενων, τις ελληνοαραβικές κι αραβοελληνικές
επιγραφές στις εικόνες, το λιβάνι, τη διάχυτη αίσθηση της πνευματικής
κοινότητας.
Σαν
το απολωλός πρόβατο, είχα πάρει τον δρόμο του αναπάντεχου γυρισμού. Η
Ελλάδα απομακρυνόταν πίσω από τα «Χαίρε» και τα «Χαμπίμπι» αποκτούσε τις
πραγματικές της, μηδαμινές, διαστάσεις. Απόμεινε μια κουκκίδα στο σώμα
της Ρωμιοσύνης. Εκείνο το ανοιξιάτικο απόγευμα, η ζωή μου άλλαξε άρδην.
Ένιωθα να αποχωρίζομαι από το ξεραμένο δέρμα μου, ώσπου αποσπάστηκε από
το σώμα μου και δεν έμεινε ούτε λέπι. Η Συρία με οδηγούσε..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου