εργατικό μαρτυρολόγιο
του π.Χ.Π. από την εφημερίδα Ρήξη
Είχα γνωρίσει κάποτε ένα Γέροντα που εξομολογούσε
πόρνες και «τελώνες», ναρκομανείς και κλεφτρόνια, και γενικά ποικίλα
περιθωριακά στοιχεία. Εκείνο που συνήθιζε να λέει μέσα από την πολύχρονη
πείρα του ήταν ότι πολλές φορές μπερδευόταν και φιλούσε τα πρόσωπά τους
αντί για τα εικονίσματα. Ήταν οι δικοί του καθημερινοί «άγιοι».
Ένας άλλος παπάς αφιέρωσε όλη τη ζωή του για να
στηρίξει τους εργάτες και τις οικογένειές τους. Τη φτωχολογιά. Συνήθιζε
να λέει ότι τα μαυρισμένα και ροζιασμένα χέρια τους μύριζαν ουρανό.
Ο μεγάλος Λέων Τολστόι εγκατέλειψε την αριστοκρατική του καταγωγή για να ντυθεί χωρικός μουζίκος και να ζήσει από κοντά τα βάσανα και τις οδύνες των Ρώσων αγροτών. Έγραψε γι' αυτούς πολλά, ύμνησε τον κόπο και τον μόχθο τους, αλλά πάνω απ' όλα, την αθωότητα του βίου τους. Το ίδιο έπραξε και ο δικός μας αναρχοχριστιανός Μαρίνος Αντύπας.
Στις μέρες μας, μέσα σε αυτό το θαυμαστό συναξάρι των αφανών μαρτύρων της ζωής, ήρθε να προστεθεί και μια άλλη ηρωική μορφή των «ταπεινών και καταφρονεμένων» της γης αυτής: η Κωνσταντίνα Κούνεβα.
Πριν από δέκα χρόνια, μια Βουλγάρα ιστορικός, η Κωνσταντίνα Κούνεβα, έφτασε στην Ελλάδα για να εργαστεί και να μπορέσει να ζήσει και να περιθάλψει το παιδί της, που χρειαζόταν εγχείριση. Η αγορά εργασίας την οδήγησε στον χώρο της καθαριότητας, ο οποίος με κρατική απόφαση έχει πλέον παραχωρηθεί σε ιδιώτες εργολάβους. Διαπιστώνοντας την αναγκαιότητα της συλλογικής δράσης για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, η Κωνσταντίνα εντάχθηκε στην Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού (ΠΕΚΟΠ), εκλέχθηκε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου, και μέχρι σήμερα παραμένει γενική γραμματέας του. Η Κωνσταντίνα και το σωματείο της επιμένουν τα τελευταία χρόνια να αποκαλύπτουν όλα όσα κρύβονται κάτω από τις εργολαβίες - ενοικιάσεις ανθρώπινων σωμάτων, ιδιαίτερα στις δημόσιες υπηρεσίες: την καταπάτηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, τη μη καταβολή ενσήμων, τη μη πληρωμή υπερωριών και τη μη υπαγωγή στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα (με την αναγνώριση τεχνηέντως 5,5 αντί 6 ωρών εργασίας ημερησίως!), την άσκηση ψυχολογικής βίας και τον εκβιασμό από την εργοδοσία.
Στις 23 Δεκεμβρίου, όμως και μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές και όχι μόνο απειλές, δέχτηκε δολοφονική επίθεση από «αγνώστους». Πληρωμένους φονιάδες των μεγαλοεργολάβων. Της έριξαν βιτριόλι στο πρόσωπο και την ανάγκασαν να το καταπιεί!!! Σήμερα εξακολουθεί να δίνει μάχη για να κρατηθεί στη ζωή.
Επέλεξαν να τη χτυπήσουν επειδή θεώρησαν ανεπίτρεπτο μια γυναίκα, και μάλιστα μετανάστρια, να αγωνίζεται από κοινού με τις Ελληνίδες συναδέλφισσές της για την υπεράσπιση των εργατικών της δικαιωμάτων.
Επέλεξαν να τη χτυπήσουν γιατί δεν συμβιβάστηκε με τη σιωπή ή την κολακεία της εξουσίας. Με την τακτοποίηση των ατομικών και μόνο συμφερόντων της, έτσι όπως συνηθίζεται στην ελληνική συνδικαλιστική δράση. Αντιθέτως, προέταξε την προσωπική ηθική αξιοπρέπειά της πάνω από μικροσυμφέροντα ατομικής ευδαιμονίας, για το κοινό συμφέρον των συναδέλφων της. Έθεσε το «εγώ» στην υπηρεσία του «εμείς». Μόνο που δεν πρόφτασε κάποιος να της πει ότι στη σύγχρονη Ελλάδα αυτή είναι μια κολάσιμη πράξη, που μπορεί να σου κοστίσει ακόμη και την ίδια σου τη ζωή. Όπως και έγινε.
Η Κωνσταντίνα είναι θύμα της εργοδοτικής βίας και τρομοκρατίας, που στο όνομα του πλουτισμού δεν διστάζει να αφαιρεί ανθρώπινες ζωές σε ραντεβού θανάτου.
Η Κωνσταντίνα είναι θύμα της ζοφώδους νεοελληνικής πραγματικότητας, που εδώ και αρκετά χρόνια ζει υπό το καθεστώς της επιλεκτικής ατιμωρησίας. Μιας κοινωνίας όπου το ανήθικο έγινε μέρος της καθημερινότητας, εκτοπίζοντας το αγαθό και το κάλλος από τη ζωή των πολιτών. Σε μια κοινωνική πραγματικότητα όπου ευδοκιμεί η συντεχνιακή διαφθορά των διαπλεκόμενων συμφερόντων. Όπου η ανθρώπινη ζωή αποτιμάται σε ένα μπουκάλι βιτριόλι, ή συμψηφίζεται με κάποιες σπασμένες τζαμαρίες. Όπουτο πλαστικό δεντράκι της χριστουγεννιάτικης φιέστας θεωρείται μέγιστο πολιτιστικό γεγονός, σε τέτοιο βαθμό ώστε να προστατεύεται από την αστυνομία όλο το 24ωρο, και μετά από μερικές ημέρες, οι ίδιες δημοτικές αρχές λίγο παρακάτω, στα Πατήσια, να σφαγιάζουν 45 αιωνόβια δέντρα για να γίνει πάρκινγκ.
Στην Ελλάδα του σήμερα, όπου το εργατικό μαρτυρολόγιο καθημερινά πληθαίνει, το ένα σκάνδαλο διαδέχεται το άλλο. Πίσω τους στέκονται πρόσωπα της «καλής» και «νομιμόφρονης» κοινωνίας. Γραβατωμένοι, ρασοφορεμένοι και ένστολοι απατεώνες κυκλοφορούν ελεύθεροι, στήνοντας νέα οικονομικά και κυρίως ηθικά πλιάτσικα, εξαπατώντας νέα θύματα, μηδενίζοντας ελπίδες και όνειρα. Γεμίζοντας τα σεντούκια της προσωπικής ιστορίας τους με σαπίλα και μπόχα. Ταυτόχρονα, απλοί, ανώνυμοι άνθρωποι, «οι κολασμένοι της γης αυτής» πεταμένοι στις φυλακές ή στην εντατική κάποιου νοσοκομείου από ποικίλα «ατυχήματα». Μέσα σε όλα αυτά μένει να σκεφτώ τα λόγια κάποιου Αγιορείτη Γέροντα από εκείνο το Άγιον Όρος του «αλλιώς», που έλεγε: «Εάν ποτέ πάω στον παράδεισο, τρία πράγματα θα διερωτηθώ: πρώτον, το πώς εγώ βρίσκομαι στον τόπο αυτό, δεύτερον, το πώς βρίσκονται εδώ εκατομμύρια αφανείς, ανώνυμοι άνθρωποι, που δεν περίμενα ποτέ να είναι εδώ μέσα, και, το κυριότερο, πώς τελικά όλοι εκείνοι για τους οποίους τόσο εγώ όσο και ο κόσμος ήταν βέβαιοι ότι θα κατοικούν εδώ, ήταν όλοι εκτός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου