Είναι ένα σπίτι στοιχειωμένο το κορμί σου
κι έχω χαθεί στα σκοτεινά δωμάτια.
Κρύβεις την πιο άγρια θάλασσα στα μάτια.
Με την πανσέληνο ημερώνει και μου λέει «θυμήσου».

Του χρόνου τα ναυάγια μισοφωτισμένα
στα βάθη σου, θολές εικόνες κυματίζουν.
Αν κι έχω μέλλοντα τις πέτρες που με χτίζουν
ρίχνω βουτιά καθώς τ' αγρίμια στα χαμένα.

Βλέπω ένα σύννεφο. Απλώνει, σε τυλίγει,
κι ύστερα η νύχτα γίνεται γυλιός στον ώμο.
Τα πόδια μου ματώνουνε και χάνομαι στο δρόμο.
Την έρημο έμαθαν πολλοί, αλλά περάσαν λίγοι.
Δημήτρης Κοσμόπουλος
«Λατομείο», Κέδρος, Αθήνα 2002,