Παρασκευή 20 Ιουλίου 2012

ΚΟΥΡΣΕΜΕΝΟ ΑΚΡΟΘΑΛΑΣΣΙ




Του Βασίλη Χαραλάμπους


Στη μνήμη που ξεθωριάζει στην άλλη σιγαλιά, κείνο τ’ αγνάντεμα στη σκλάβα γη. Τα μακρινά λαμπυρίσματα στ’ ακρόβραχα του Πενταδάκτυλου καταμεσής στα τόσα πουρνάρια και στο λεηλατημένο πευκώνα. Θωριά και καημός. Θαρρείς σε τούτο το καρτέρι, απάνεμος τόπος δεν υπάρχει. Μοσχοβολιά και τόσες θύμισες από τον ερειπιώνα κατ’ αντίκρυ από κείνου του Γιούλη τ’ αποκαΐδια.
Το ξάγναντο κατ’ αντίκρυ αντιλαλεί ακόμη το καημό των τόσων αγνοουμένων. Το διαλαλούν οι κιτρινισμένες φωτογραφίες στην αμασχάλη των πικραμένων μανάδων απομεινάρια και τούτα του πικραμένου Γιούλη. Τον ίδιο καημό κουβαλά στην προσφυγιά κι η κυρά Ελένη για το μονάκριβό της τον Ανδρέα, πού ΄ναι αγνοούμενος τόσα χρόνια.
Κι η κυρά Ελένη προσμένει ακόμη. Το ξέρουν και της γειτονιάς τα τριζόνια για τούτο πάψαν το τραγούδημα. Ολονυχτίς στ’ Άγιο της Μεγαλόχαρης εικόνισμα τον πόνο ακουμπά για να ΄πιστρέψει το μονάκριβο παλληκάρι της. Προσμένει ακόμη κείνο το ερχομό με την κιτρινισμένη φωτογραφία στη αμασχάλη ίσαμε τη μέρα που θα λουλουδιάσει ο κάμπος. Μια ζωή σκόπελοι και μελτέμια, δίχως ξεγνοιασιά. Κάθε της βήμα και στεναγμός. Και κάθε που λησμονεί θαρρείς, ο μαΐστρος φευγαλέα ξετυλίγει τούτο τον καημό. Και γαληνεύει περίεργα κάθε που συλλογιέται πως ακόμα και στ’ ακροβράχια κατ’ αντικρυ οι λιαχτίδες πεισματικά στριμώχνονται.
Της υπομονής κλεψύδρα η δική της παντοχή κι ας βλέπει καθημερινά τ’ αδειανό του κρεββάτι. Κείνος ο ερχομός για τούτη την πονεμένη γυναίκα ακράταγο όνειρο φαντάζει. Και γυρνά ολομόναχη της προσφυγιάς τα στενορύμια το ηλιόγερμα που είναι μαθεμένη η σιγή να συντροφεύει. Ξέπλεκα και του καημού τ’ απογεννίδια κι εμείς ίσαμε που προλαβαίνουμε ν’ αποστηθίσουμε ετούτο το μεγάλο καημό.
Έτσι κι ο Ανδρέας της κυρά Ελένης ο γυιός κείνο τον μαύρο Γιούλη βρέθηκε νάναι στρατιώτης στην Κερύνεια. Χλαλοή κι αποκαΐδια. Οι Τούρκοι μπήκαν στην Κερύνεια. Συναπάντημα του Ανδρέα μ’ άλλους τρείς στρατιώτες. Το μόνο που είπανε. Πάμε προς τον Καραβά. Κάποιος ήξερε ένα στρατί. Η διαδρομή φάνταζε τόσο μακρινή. Κάθε λίγο στο αυλάκι πέφτανε. Τ’ αεροπλάνα τον τρόμο σκορπούσαν. Πήραν λοιπόν το δρόμο για το Καραβά. Έμειναν για λίγο σ΄ ένα σπίτι, λίγο να ξαποστάσουν λίγο μονάχα για να βρουν κάτι να φάνε.
- Ελάτε, είναι μισάνοιχτο το παράθυρο.
- Γρήγορα γιατί περνούν αεροπλάνα από πάνω μας και θα μας δουν.
- Έλα, τέλειωνε φίλε.
Ο Ανδρέας έμεινε τελευταίος. Έτσι και στο σχολείο τα παλιά χρόνια τότε που δίνανε σισσίτιο στο διάλειμμα, τελευταίος ο Ανδρέας. Όλοι ποιος θα πρωτοφάει κι ο Ανδρέας να περιμένει τελευταίος. Ένας ένας έμπαιναν μέσα στο σπίτι στον Καραβά. Τελευταίος ο Ανδρέας. Έμειναν για λίγο ν’ αλληλοκοιτάζονται μεταξύ τους κι ύστερα βρέθηκαν όλοι στην κουζίνα να ψάχνουν για φαγώσιμα. Τα λιγοστά που βρήκαν τα μοιράστηκαν.
- Να προλάβει η νυχτιά γλυτώσαμε. Όμως είναι ακόμα δειλινό, μονολόγησε.
Έκλεισε απότομα την πόρτα. Κι όλα φαντάζαν τόσο δειλιασμένα.
- Πρέπει να κρυφτούμε.
- Να φύγουμε είπε ένας καταδρομέας. Να πάρουμε το μονοπάτι ανάμεσα στα καταράχια του Πενταδάκτυλου όταν αρχινίσει η νύχτα κι έτσι θα διαφύγομε στο μισοσκόταδο. Υπάρχουν τόσες βραχοσπηλιές στον Πενταδάκτυλο.
- Όπου νάναι φθάνουν. Θα είναι μάταιο να φύγουμε.
- Να βρούμε ένα μέρος στο σπίτι αυτό, είπε άλλος, κι όταν καταλαγιάσουν τα πράγματα φεύγομε.
- Πού όμως; Όπου και να κρυφτούμε θα μας βρουν.
- Στο μικρό αποθηκευτικό χώρο πάνω από την πόρτα του μπάνιου.
- Πώς θα ανεβούμε;
- Θα σας βοηθήσω εγώ, είπε ο Ανδρέας κι ύστερα θα κρυφτώ κάπου.
Έτσι κι έγινε. Στην αρχή φυσικά δεν δέχτηκαν ύστερα επέμενε ο ίδιος πεισματικά και δέχτηκαν. Έτσι ήταν ο Ανδρέας από μικρό παιδί, καλόκαρδος. Σαν κρύφτηκαν οι υπόλοιποι στον αποθηκευτικό χώρο σύρθηκε βιαστικά κι ο Ανδρέας κάτω από ένα παλιό κρεββάτι. Βάζοντας μπροστά του μικρά κασόνια για τον κρύβουν εντελώς. Κι έμεινε ακίνητος δίχως το παραμικρό ανασάλεμα.
Ακούστηκαν βήματα στα χαμόκλαδα έξω από το σπίτι και ξενικές ομιλίες. Άγρια κλωτσοκοπήματα στην πόρτα και φωνές. Ένας πυροβολισμός κι η πόρτα έσπασε και μπήκαν μέσα δύο Τούρκοι στρατιώτες. Πρόσωπα αγριωπά, τ’ άδικου πρωτοκάρπισμα. Ανοιγόκλειναν βίαια τις πόρτες. Το ψάξιμο παντού. Ριπές αυτομάτων όπλων. Χλαλοή κατακτητών. Στο τέλος βρήκαν μοναχά τον Ανδρέα, τους άλλους δεν τους βρήκαν.
Κατά πως μαθεύτηκε αργότερα τον Ανδρέα τον πήραν αιχμάλωτο στα Άδανα κι από τότε κανένα νέο για τον Ανδρέα. Ο Ανδρέας είναι αγνοούμενος τριανταπέντε τόσα χρόνια. Οι άλλοι έφυγαν μόλις έπεσε σκοτάδι. Ήξεραν πολύ καλά πως τούτο το φευγάτισμα αποκάρπι πως ήταν της περίσσειας του Ανδρέα καλωσύνης.
Κι η κυρά Ελένη όταν ξωμείνει μονάχη στον αργαλειό αρχινά να ξετυλίγει μαζί με τ’ αδράχτι τις τόσες θύμισες από το μονάκριβό της Ανδρέα. Κι όσο ξεμακραίνουν κείνου του Γιούλη οι θύμισες πασκίζοντας πιότερο φευγαλέες να φαντάζουν, πιότερο η κυρά Ελένη αποζητά κείνο τ’ αντάμωμα. Πεισματικά ξεφυλλίζει εκείνο που τόσοι λησμόνησαν. Τα σιωπηλά σήμαντρα, ψιμυθιές σε τούτη παντοχή. Στη γωνιά ακόμη τρεμοσβήνει το καντηλάκι στην Παναγιά την Γλυτζιώτισσα και στον Άγιο Ανδρέα, την απαντοχή αλλιώς καρπίζοντας.
Δεν είναι μαθεμένη η κυρά Ελένη στις πολύβουες πολιτείες με τα περίσσεια και τ’ ανέμελα τραγουδίσματα. Ήξερε πάντοτε στον πόνο της λίγη χαρά να βάζει από κείνη τη χαρά των παραδίπλα και τανάπαλιν στη χαρά επάνω από των πονεμένων λίγο έστω καημό. Τώρα στης ζωής το λιόγερμα, η παντοχή αναπαμό δεν έχει.
Πόσο εύκολα λησμονούμε και τανάπαλιν πόσο εύκολα θυμώμαστε. Από τότε που σε τόσα γρέκια στην πικρή προσφυγιά σωπάσαν τα λαλούμενα. Κι έμεινε μονάχα τούτο το πικροθώρι από τη σκλαβωμένη πατρίδα. Τόσα σούρουπα ξεριζωμού, μάθαμε αλλιώς να κοιτάμε τον ουρανό προσμένοντας ναρθεί τ’ ορθρινό της λευτεριάς αντιφέγγισμα. Όταν τανάπαλιν φυσήξουν οι αγέρηδες, ο σκλάβος αιγιαλός θ’ αρχινίσει να φλοισβίζει για το φευγιό των αλλοφερμένων.

Δεν υπάρχουν σχόλια: