Πανθρησκειακὴ/Ἀθρησκειακὴ Ἐκκλησία Θέλει ἡ Ἀκαδημία Βόλου;
Μὲ ἀφορμὴ Ἀνακοίνωση τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου
Δάφνη Βαρβιτσιώτη, Ἱστορικὸς
Μιὰ ἐνδεικτικὴ προσπάθεια μετατροπῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-θεολογικοῦ λόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ λόγο
παγκοσμιοποιημένο-παγκοσμιοποιητικό, ἔγινε
τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2003, ἀπὸ τὸν (ἐν συνεχείᾳ παραιτηθέντα) Μητροπολίτη Σερβίων καὶ Κοζάνης, κ. Ἀμβρόσιο.
Οὐκ Ἔνι Ἑλλάς: Σὲ Εἰσήγησή του πρὸς τὴν Ἔκτακτη Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ κ. Ἀμβρόσιος ἔγραφε: «Κάθε ἔννοια
“πατρίδας”, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σὲ “πατριῶτες”, δὲν συμβιβάζεται μὲ τὴν οὐσία τοῦ χριστιανικοῦ κηρύγματος περὶ ἰσότητος ὅλων τῶν ἀνθρώπων...», διότι, «Ἡ ἔννοια
τοῦ
γεωγραφικοῦ
χώρου, ποὺ ἀνήκει ἀποκλειστικὰ σὲ μιὰ ὁμάδα ὡς “χώρα” ἢ “πατρίδα” εἶναι ἀπαράδεκτη ἀπὸ χριστιανικῆς ἀπόψεως».
Οὐκ Ἔνι Ἑλλάς, Οὐδὲ Ἕλλην: Καὶ ἐπειδὴ –σύμφωνα μὲ τὸν κ. Ἀμβρόσιο– «ἡ
μετατροπὴ
τῆς
χώρας μας σὲ
πολυπολιτισμικὴ
καὶ
πολυγλωσσικὴ
κρίνει ἀδέκαστα
τὸν
Χριστιανισμό
μας», καὶ δεδομένου ὅτι, «Χριστιανός… εἶναι
ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ ἔχει ὑπερβεῖ κάθε κουλτούρα καὶ κάθε γλῶσσα», «Θὰ
ἀποτελοῦσε γι’ αὐτὸ ἐγκληματικὴ πράξη
τὸ
νὰ
τολμήσει κανεὶς νὰ
ὑπεραμυνθεῖ
συγκεκριμένου πολιτισμοῦ
ἢ γλώσσας, ἐνάντια σὲ ἄλλους πολιτισμοὺς ἢ γλῶσσες, ἢ –ἀκόμα χειρότερο– τὸ νὰ
διανοηθεῖ κάποιος κληρικὸς ἢ λαϊκὸς τὴν ἐπιβολὴ συγκεκριμένης γλώσσας ἢ πολιτισμοῦ ἢ θρησκείας, σ’ αὐτοὺς ποὺ προσφεύγουν σ’ αὐτὸν καὶ ἀναζητοῦν ἄσυλο, τροφὴ ἢ ἐργασία στὴ χώρα μας»(1) (σ.σ. τὰ ἔντονα στοιχεῖα, δικά μας).
«Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση»: Ὅμως, ἡ πλέον ἀναπάντεχη προσπάθεια μετατροπῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ-θεολογικοῦ λόγου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, σὲ λόγο
παγκοσμιοποιημένο-παγκοσμιοποιητικό, ἔγινε
λίγους μῆνες ἀργότερα –καὶ δύο χρόνια μετὰ τὸν (ἐξ ἴσου ἀναπάντεχο) ἐρχομὸ τοῦ Πάπα στὴν Ἀθήνα–, ἐπὶ ἀρχιεπισκοπείας τοῦ μακαριστοῦ κυροῦ Χριστοδούλου, τοῦ ἀγαπηθέντος ἀπὸ τὸν Ἑλληνικὸ Λαὸ γιὰ τὸν ἐθνικὸ ἐκκλησιαστικό του λόγο.
Ἡ
προσπάθεια αὐτὴ συνοψίσθηκε σὲ κείμενο πέντε σελίδων, ποὺ δημοσιεύθηκε
στὸ πλέον ἐπίσημο βῆμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δηλαδή, στὸ περιοδικὸ EKKΛHΣIA, καὶ δή, στὰ “Συνοδικὰ
Ἀνάλεκτα”. Ὑπογραφόμενο ἀπὸ μέλος τῆς Εἰδικῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, τὸ κείμενο αὐτὸ εἶχε ὡς τίτλο «Τὸ
Θεολογικὸ
Ὑπόβαθρο τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως»(2).
Μετανεωτερικότης
καὶ
Ἐκκλησία: Τὸ κείμενο ἀξίωνε τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἀρχῶν τῆς μετανεωτερικότητος «στὸ σύνολο τοῦ θεολογικοῦ ἐπιστητοῦ σὲ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀπὸ τοὺς καθαρὰ πρακτικούς, ὡς τοὺς αὐστηρὰ θεολογικούς».
Σαρωτικὴ Λαίλαπα: Ἀναλύοντας ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς τὸ περιεχόμενο τοῦ κειμένου τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», ὁ καθηγητὴς κ. Ἰω. Κορναράκης ἀναγνώρισε σ’ αὐτὸ τὴν
παγκοσμιοποιημένη-παγκοσμιοποιητικὴ ποιότητα τῶν ἀρχῶν τῆς μετανεωτερικότητος. Ὡς ἐκ τούτου, ἀπηύθηνε ἐμπεριστατωμένο Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Δ.Ι.Σ καὶ τὸν τότε Προεδρό της, μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Σὲ αὐτὸ προειδοποιοῦσε ὅτι –διὰ τῶν ἀρχῶν μετανεωτερικότητος ποὺ ὅριζαν τὰ τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης»– «Ὁδοποιεῖτε τρῖβον, ἐντὸς τοῦ χώρου τῆς Ἁγιωτάτης Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, στὴν σαρωτικὴ τῶν ἀξιῶν λαίλαπα τῆς Νέας Ἐποχῆς, τῆς Νέας Τάξεως Πραγμάτων στὴν ζωὴ τοῦ κόσμου!»(3).
Κατόπιν τούτων, ἔντονες ἀνησυχίες προκαλοῦν οἱ συγκλονιστικὲς ὁμοιότητες ποὺ παρατηροῦνται μεταξὺ τοῦ ἀνωτέρω κειμένου, ποὺ εἰσάγει τὶς ἀρχὲς τῆς μετανεωτερικότητος στὴν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ αὐτοῦ τῆς Ἀνακοινώσεως τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Δημητριάδος(4), τὸ ὁποῖο θέτει τὶς βάσεις τοῦ ―ἐπειγόντως συγκληθέντος― διεθνοῦς διορθοδόξου συνεδρίου, μὲ θέμα «Ἐκκλησιολογία
καὶ
Ἐθνικισμὸς στὴ Μεταμοντέρνα Ἐποχή»(5).
Μετανεωτερικότης
καὶ
Παγκοσμιοποίηση:
Οἱ ἀνησυχίες προκαλοῦνται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι, ἡ μετανεωτερικότης, ὄχι μόνον «δὲν
ἔχει καμμία σχέση μὲ τὴν μεθοδολογία τῆς ἀληθείας», ἀλλὰ –σύμφωνα μὲ τὸν φερόμενο ὡς γεννήτορά της, Ἀμερικανὸ ὁλιστή, Ρίτσαρντ Ρόρτυ– ἀποτελεῖ ἐξειδικευμένο ἐργαλεῖο πραγματοποιήσεως γεωπολιτικῶν σχεδιασμῶν, μὲ βάση τὸ –πλανητικῆς ἐμβέλειας, ὁλιστικὸ– «ὅραμα
ἑνὸς ριζικὰ νέου κόσμου»(6).
Μετανεωτερικότης
καὶ
Δυτικὸς
Πολιτισμός: Ἔχοντας διεισδύσει σὲ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες –τῆς Ἱστορίας καὶ τῆς Θεολογίας μὴ ἐξαιρουμένων– ἡ μετανεωτερικότης τὶς μεταλλάσσει
σὲ ἐργαλεῖα ἀποδομήσεως τοῦ συνόλου τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψεως –ἤτοι τῆς Λογικῆς, τοῦ ἀνθρωπισμοῦ (ἀρχαιοελληνικοῦ καὶ δυτικογενοῦς) καὶ τῆς γνησίας ἐκφάνσεως τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἤτοι τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Πατέρων.
Σκοπός της: νὰ ἀποκόψει τὶς δυτικὲς κοινωνίες (καὶ μόνον αὐτὲς) ἀπὸ τὶς ψυχοπνευματικές τους ρίζες καὶ ἀπὸ ὅλα ὅσα τὶς καθιστοῦσαν διαχρονικὰ ἀπρόσβλητες ἀπὸ τὸν πάσης φύσεως καὶ προελεύσεως ὁλοκληρωτισμό.
Ἐργαλεῖο Χειραγωγήσεως, ἡ Μετανεωτερικότης: Ἐνσταλάζοντας στοὺς ὀπαδούς της τὴν νεοπραγματιστικὴ (νεο)φιλελεύθερη πολιτική της συγκρότηση, ἡ μετανεωτερικότης ἀπορρίπτει ἐνεργῶς κάθε φιλοσοφικὴ σκέψη καὶ κάθε «ἀφηρημένη» ἔννοια (δηλαδή, τὸ σύνολο τῆς δυτικῆς σκέψεως) ὡς «αὐταπάτη». Μάλιστα, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς μετανεωτερικότητος στὴν Εὐρώπη, Ἐνγτκὰρ Μορέν, εἶναι πιὸ σαφής: ἀποκαλεῖ «Homo Sapiens-Demens», δηλαδή,
«Σοφὸ
Παράφρονα», τὸν
δυτικὸ ἄνθρωπο ποὺ ὁρίζεται ἀπὸ τὶς «ἀφηρημένες» ἔννοιες –ἤτοι τὴν Λογική, τὸν ἀνθρωπισμὸ (ἀρχαιοελληνικὸ καὶ δυτικογενὴ) καὶ τὸν Χριστιανισμό, γνήσια ἔκφανση τοῦ ὁποίου εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Πατέρων.
Ὅπως ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος ὁ Ρόρτυ, ἡ μετανεωτερικότης εἶναι ἄκρως ἀποτελεσματική, διότι
χρησιμοποιεῖ
ἀθέατες
μεθοδεύσεις χειρισμοῦ
τῆς
συνειδήσεως καὶ
ἐξειδικευμένες
μεθοδεῖες
πολιτιστικῆς
ἀποδομήσεως.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἐξηγεῖ ὁ Ρόρτυ, «μᾶς ἐπιτρέπει ἔτσι νὰ ἀποστασιοποιηθοῦμε ἀπὸ τὴν παράδοση» (σ.σ. ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴν Πατερική).
Μετα-Πατερικὴ Θεολογία: Νὰ εἶναι, ἄραγε τυχαῖο ὅτι, ἡ πρόσφατη Ἀνακοίνωση τῆς Ἀκαδημίας Βόλου ἀποκαλεῖ «ψευδαίσθηση καὶ
φενακισμὸ» τὸν σημερινὸ Πατερικὸ λόγο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μὲ τὸ πρόσχημα ὅτι αὐτὸς δὲν εἶναι «ἀνανεωμένος» ἀπὸ τὰ “νάματα” τῆς μετανεωτερικότητος;
Ἐξ ἄλλου, τὰ θεολογικὰ πορίσματα τοῦ προηγούμενου διεθνοῦς συνεδρίου της, μὲ θέμα «Πατερικὴ σύνθεση ἢ Μετα-πατερικὴ θεολογία»(7), ἦσαν ἐξ ἴσου
παγκοσμιοποιημένα-παγκοσμιοποιητικά, ἀφοῦ προέβαλλαν –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἀποστασιοποίηση ἀπὸ τὸ σύνολο τοῦ θεολογικοῦ ἐπιστητοῦ (πρακτικοῦ καὶ θεωρητικοῦ) τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας– τὴν «ἀνάγκη
ἰσχυρῆς γονοποιητικῆς παρουσίας
τῆς
Ὀρθόδοξης θεολογίας στὶς διάφορες θεολογικές, καὶ
ὄχι
μόνον, ζυμώσεις στὸ παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, καθὼς καὶ τὴν ἀνάγκη διαλόγου μὲ τὶς φυσικὲς καὶ κοινωνικὲς ἐπιστῆμες» (σ.σ. τὰ ἔντονα στοιχεῖα, δικά μας).
Θεομαχία,
ἡ
Πατρομαχία: Οἱ θέσεις αὐτὲς προκάλεσαν τεράστιο σάλο καὶ σκανδαλισμὸ στὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο. Μάλιστα, σὲ εἰδικὴ Ἡμερίδα, μὲ θέμα «Πατερικὴ
Θεολογία καὶ
Μεταπατερικὴ
Αἵρεση»(8), διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι ἐπιστήμονες –κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ– ταυτοποίησαν τὴν μεταπατερικὴ θεολογία ὡς «μέρος τῆς
παναιρέσεως τοῦ
οἰκουμενισμοῦ». Ἐνῶ, στὴν δική του Εἰσήγηση, ὁ καθηγητὴς κ. Δημ. Τσελεγγίδης ἐπεσήμανε χαρακτηριστικὰ ὅτι, ἡ ἐν λόγῳ θεολογία δὲν ἔχει ἁπλῶς χαρακτῆρα «πατρομαχίας, ἀλλὰ κυρίως συνιστᾶ μία θεομαχία»!(9).
Οὐκ Ἔνι Ὀρθοδοξία: Τὸ κείμενο περὶ «Λειτουργικῆς
Ἀναγέννησης» προβάλλει τὴν Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση ὡς μία «ἀντίληψη
(καὶ
βεβαίως λατρευτικὴ
πρακτική)», ποὺ
–σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ὑφισταμένη («ποὺ συμβάλλει στὴν
δημιουργία διαχωριστικῶν γραμμῶν,
ἐπιτείνοντας ἔτσι τὰ φαινόμενα τῆς μισαλλοδοξίας, ξενοφοβίας καὶ φανατισμοῦ»)– «δὲν
ὑψώνει ἐχθρικὰ τείχη μεταξὺ τῶν μελῶν τῶν διαφόρων θρησκευτικῶν κοινοτήτων, ἀντιθέτως, προωθεῖ τὴν εἰρήνη καὶ τὴ θρησκευτικὴ ἀνεκτικότητα».
Τὸ γεγονὸς ὅτι, ἀναφέρεται καθαρὰ σὲ ξενοφοβία καὶ
σὲ διάφορες
θρησκευτικὲς κοινότητες, ἐχθρικὲς μεταξύ τους, καὶ ὅτι –ἐπικαλουμένη συνεχῶς τὴν «Βασιλεία
τοῦ
Θεοῦ» καὶ τὸ «ἐσχατολογικὸ ὅραμα τῆς προσδοκωμένης Βασιλείας τοῦ Θεοῦ»– προτείνει τὴν Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση ὡς μέσον εἰρηνεύσεως τῶν μεταξύ τους σχέσεων, ἀποδεικνύει ὅτι: ὁ ἐσχατολογικός της λόγος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι οὔτε ἐθνικός, οὔτε ὀρθόδοξος, οὔτε χριστιανικὸς-διαδογματικός, οὔτε διαθρησκευτικός, ἀλλὰ μόνον πανθρησκειακός.
Ἀπὸ τὴν πλευρά της, ἡ συγκεκριμένη Ἀνακοίνωση τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν Βόλου δὲν ἀναφέρεται καθόλου στὴν πολυθρησκευτικότητα· ἐνῶ οὐδεὶς ἐκ τῶν ἐπιφανῶν Εἰσηγητῶν της ἀναφέρεται στὴν καταλυτικὴ παρουσία ἑκατομμυρίων πιστῶν τοῦ Ἰσλὰμ μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα.
Τὸ γεγονός, ὅμως, ὅτι –ἐπικαλουμένη (καὶ αὐτὴ) διαρκῶς τὴν «Βασιλεία
τοῦ
Θεοῦ» καὶ ἐπισείοντας ἐσχατολογικοὺς κεραυνούς– δαιμονοποιεῖ, τόσο τὸν «ἐθνοφυλετισμό», ὅσο καὶ τὸν «θρησκευτικὸ φυλετισμό», ἀποκαλύπτει ὅτι: ὁ «ἀνανεωμένος
ἐκκλησιαστικὸς λόγος» καὶ «νέα πολιτικὴ
πρόταση» τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ὁποῖον εὐαγγελίζεται, δὲν εἶναι ἁπλῶς “ἀποεθνικοποιημένος” καὶ “ἀπο-Ὀρθοδοξοποιημένος”: εἶναι πανθρησκειακός.
Ἐσχατολογία καὶ Χειραγώγηση: Τὸ κείμενο περὶ «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης» ἐπικαλεῖται τὶς
ἀρχὲς τῆς μετανεωτερικότητος γιὰ νὰ ἐπαναφέρει τὴν ἐσχατολογικὴ προοπτικὴ τῆς Ἐκκλησίας. Συγχρόνως, ἀπορρίπτει τὴν «συναισθηματικὴ
δυναμικὴ
τῆς
λειτουργικῆς
πράξεως τῆς
Ἐκκλησίας [σ.σ. ποὺ τὴν μεταβάλλει] σέ (…) σανατόρια καὶ νοσοκομεῖα “θεραπείας τῶν ψυχών”».
Ἀπὸ τὴν πλευρά της, ἡ Ἀνακοίνωση τῆς Ἀκαδημίας Βόλου ἐπανειλημμένως ἀναφέρεται στὴν ἐσχατολογικὴ διάσταση τῆς Ἐκκλησίας· ἐνῶ, τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία, ἀναφέρει μόνον ὡς «πορεία πρὸς
τὰ
Ἔσχατα», οὐδέποτε ὡς “ἰατρεῖο ψυχών”: «Ἐὰν
ἡ Ἐκκλησία ἐπιθυμεῖ νὰ μιλήσει στὸ σύγχρονο κόσμο καὶ στοὺς σημερινοὺς ἀνθρώπους» καὶ νὰ ἀντιμετωπίσει «τὴν δίψα τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου γιὰ ζωή, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀπαντήσει μὲ τὶς δικές της προτάσεις, μὲ τὰ δικά της “ρήματα ζωῆς αἰωνίου” (πρβλ. Ἰω. 6.68)».
Ἐσχατολογία καὶ Ἐλευθέρα Βούληση: Τὸ γεγονὸς ὅτι, τόσο ἡ «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση», ὅσο καὶ ἡ Ἀκαδημία Βόλου, προγραμματίζουν
καὶ
προσχεδιάζουν τὸν
ἐσχατολογικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας, καί, μάλιστα, μὲ μόνον γνώμονα τὴν ἐπίδρασή του ἐπὶ τοῦ πολυεθνικοῦ, πολυφυλετικοῦ καὶ πολυθρησκευτικοῦ “ποιμνίου” τους, ἀποτελεῖ τὴν πιὸ περίτρανη ἀπόδειξη ὅτι, ἡ ἐσχατολογία τους εἶναι ἐκκοσμικευμένη.
Καί, ὡς τέτοια, αὐτὴ ἐλέγχεται ὡς ἀφισταμένη τῆς ἐσχατολογίας ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἐξ Ἀποκαλύψεως Ἀλήθεια, καὶ ἑπομένως, ὡς ἄκρως ἐπικίνδυνη γιὰ τὴν ἐλευθερία βουλήσεως τῶν “πιστῶν”· ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, «ἑρμηνεύοντας
τὴ
θεία
θέληση,
ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις», ἔχει τὴν δυναμικὴ νὰ τοὺς μεταλλάξει σὲ “πιστούς”-ὑποτελεῖς, μὲ συνείδηση ἀγέλης καὶ πλήρως ὑποταγμένους στὰ
κελεύσματά της.
Συνεργοὶ τῶν Παγκοσμιοποιητῶν: Ἀλλά, ἡ μετανεωτερικότης χειραγωγεῖ καὶ τοὺς ἰδίους τοὺς ὀπαδούς της. Ἀφοῦ ἐνσταλάζει ἐντός τους ἀπέχθεια ἔναντι τοῦ ἰδίου τοῦ πολιτισμοῦ τους, ἐπιβραβεύει –μέσῳ τῶν παγκοσμιοποιητῶν– τὶς ἔμπρακτες ἀποδείξεις τῆς ἀπεχθείας αὐτῆς. Κατ’ αὐτὸν τὸ τρόπο, μεταλλάσσει τοὺς ὀπαδούς της σὲ ἐνθουσιώδεις καταστροφεῖς τοῦ ἰδίου τοῦ πολιτισμοῦ τους –καὶ δή, ἐκ τῶν ἔνδον, ἐν καιρῷ εἰρήνης καὶ δι’ εἰρηνικῶν μέσων– πραγματοποιώντας τὸ μετανεωτερικὸ «ὅραμα
ἑνὸς ριζικὰ νέου κόσμου» τοῦ ὁλιστὴ Ρ. Ρόρτυ.
Μετανεωτερικὴ Μορφὴ Κοινωνικῆς Ζωῆς: Τὴν κατάσταση ποὺ θὰ διαμορφωθεῖ στὶς δυτικὲς κοινωνίες, ὅταν πραγματοποιηθεῖ τὸ μετανεωτερικὸ «ὅραμα
ἑνὸς ριζικὰ νέου κόσμου», ὁ Ρ. Ρόρτυ περιγράφει ὡς «μιὰ
μετανεωτερικὴ
μορφὴ
κοινωνικῆς
ζωῆς,
στὴν
ὁποία ἡ κοινωνία ὡς ὅλο, ἐπιβεβαιώνεται δίχως νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴν αὐτοθεμελίωσή της».
Αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ ἐννοεῖ εἶναι ὅτι: μὲ τὴν πλήρη κατάρρευση ὅλων τῶν δημοκρατικῶν δομῶν καὶ θεσμῶν τους καὶ τοῦ συνόλου τῶν προνοιακῶν καὶ ἀμυντικῶν μηχανισμῶν τους, μὲ τὴν πλήρη οἰκονομική τους ἐξαθλίωση, καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐπίχειρα τῆς πολυπολιτισμικότητος,
πολυεθνικότητος, πολυφυλετικότητος καὶ
πολυθρησκευτικότητος, οἱ
δυτικὲς
κοινωνίες θὰ
ζοῦν ὑπὸ συνθῆκες διαρκοῦς ρευστότητος, χάους, αὐθαιρεσίας, ἀνομίας, ὅπου θὰ ἐπικρατεῖ τὸ δίκαιο τοῦ βιαιότερου ἢ/καὶ τοῦ πλέον ἀδίστακτου.
Διαρκὴς Ρευστότης: Μετακυλιόμενη Ἐσχατολογία: Οἱ ὑπέρμαχοι τῆς μετανεωτερικότητας γνωρίζουν ὅτι, στὴν ἀκρατική, ἀταξική, ἄναρχη, ἀνομοιογενῆ καὶ χαοτικὴ μετανεωτερικὴ κοινωνία ποὺ οἰκοδομοῦν, ἡ διαπάλη –οἰκονομική, πολιτική,
στρατιωτική, ψυχοπνευματικὴ
κ.λπ.– μεταξὺ
τῶν
βιαιοτέρων ἢ/καὶ τῶν πλέον ἀδιστάκτων θὰ εἶναι διαρκής, καὶ ἑπομένως, κάθε ἐξουσία θὰ εἶναι πρόσκαιρη. Γιὰ νὰ διατηρηθεῖ, συνεπῶς, ἡ Πανθρησκεία, ὡς σύστημα χειραγώγησης πληθυσμῶν, σὲ παγκόσμιο καὶ τοπικὸ ἐπίπεδο, τὴν ἔχουν διαμορφώσει ὥστε νὰ πληροῖ τὶς ἑξῆς προϋποθέσεις:
Νὰ προσαρμόζει τὸ ἐσχατολογικό της «ὅραμα», συνεχῶς καὶ ἀδιαλείπτως, κατὰ βούλησιν, ἀνάλογα μὲ τὶς τοπικὲς συνθῆκες καὶ ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις· δηλαδή, νὰ μπορεῖ νὰ ἐνσωματώσει σ’ αὐτὸ –ὡς νεώτερα καὶ δυναμικώτερα μέσα
χειραγωγήσεως τῆς
ἀνθρωπόμαζας–
τὶς
μεταφυσικὲς
ἑρμηνεῖες ποὺ θὰ μπορεῖ νὰ ἐξαγάγει διαρκῶς, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις, ἤτοι:
–Εἴτε ἀπὸ τὶς νέες ἀνακαλύψεις τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν (ὅπως ἤδη ἔγινε π.χ. μὲ τὴν θεωρία τῆς ἐξελίξεως τοῦ Δαρβίνου, ἢ πιὸ πρόσφατα, μὲ τὴν μεταφυσικὴ ἑρμηνεία τῆς θεωρίας τῶν κβάντων)·
―εἴτε ἀπὸ φυσικὲς ἢ ἀνθρωπογενεῖς καταστροφές·
―εἴτε ἀπὸ “ἀπρόσμενα” ἐνδεχόμενα (ὅπως λ.χ. ἡ ἐμφάνιση “μεσσιῶν”, ἢ “ἐξωγήινων” ἢ ἄλλων “ἀποκαλυψιακῶν σημείων” στοὺς οὐρανοὺς κ.ο.κ.).
Ρευστὴ Θρησκεία, Ρευστὴ Ἐσχατολογία: Γιὰ αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς λόγους, ἡ μὲν “Ἐκκλησία” ποὺ ἔχουν κατὰ νοῦ οἱ ὑπέρμαχοι τῆς μετανεωτερικότητος –καὶ τὴν ὁποίαν εἰσάγουν, στὴν Ἑλλάδα, εἴτε μέσῳ τῆς «Λειτουργικῆς Ἀναγέννησης», εἴτε μέσῳ ἐμπράκτων ἐφαρμογῶν τῶν ἀρχῶν της– εἶναι «ἀποκαθαρμένη» ἀπὸ τὴν γνήσια Ὀρθόδοξη Πατερικὴ Παράδοση· ἐνῶ διατηρεῖ μόνον τὸ “ὀργανωτικὸ κέλυφος” τῆς σημερινῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, μέσῳ τοῦ ὁποίου διοχετεύει καὶ “λειτουργεῖ” τὴν Πανθρησκεία.
Ἀπὸ τὴν πλευρά της, ὅπως προαναφέραμε, ἡ Πανθρησκεία δὲν εἶναι οὔτε συγκεκριμένη, οὔτε στατική. Ὡς ἐκ τούτου, ἀξιώνει –μέσῳ τῶν ἀρχῶν τῆς μετανεωτερικότητος– τὸν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ συνόλου τοῦ θεολογικοῦ ἐπιστητοῦ τῆς Ἐκκλησίας, «σὲ
ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, ἀπὸ τοὺς καθαρὰ πρακτικούς, ὡς τοὺς αὐστηρὰ θεολογικούς».
Ρευστὸς Θεός! Αὐτὸ δὲν σημαίνει μόνον τὸν διαρκῆ ἐπαναπροσδιορισμὸ τῆς Θεολογίας, τῆς Ἐσχατολογίας της καὶ τῆς Θείας Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ τὸ –μέχρι πρότινος– ἀνήκουστο, καὶ γιὰ τοὺς πολλούς, ἀπολύτως ἀδιανόητο: τὸν διαρκῆ
ἐπαναπροσδιορισμὸ τῆς Θείας Εὐχαριστίας!
Μὲ ἄλλα λόγια, τὸν διαρκῆ
ἐπαναπροσδιορισμὸ τοῦ Ἰδίου τοῦ Χριστοῦ…
Ἀ-θεοκρατία: Στὸ δεύτερο ἄρθρο τῆς “τριλογίας” μας(10) παραθέσαμε τὸν ὁρισμὸ τῆς θεοκρατίας ὡς «πολίτευμα κατὰ
τὸ
ὁποῖο ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ κράτους καθορίζονται ἀπὸ τὸν θεϊκὸ νόμο», καὶ ὅπου «διάκριση
τῆς
πολιτικῆς
ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία δὲν ὑφίσταται, ἐνῶ προβάλλεται τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Ἱερατείου νὰ ἑρμηνεύει τὴ θεία θέληση ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις»(11).
Ὑπὸ τὴν ἔννοιαν ὅτι, ὅλα τὰ προαναφερθέντα θεμελιώνουν ἕνα σύστημα παγκοσμίας
διακυβερνήσεως «κατὰ τὸ ὁποῖο ἡ ὀργάνωση καὶ λειτουργία τοῦ πλανήτη καθορίζονται ἀπὸ τὸν θεϊκὸ νόμο», καὶ ὅπου «διάκριση
τῆς
πολιτικῆς
ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία δὲν ὑφίσταται, ἐνῶ προβάλλεται τὸ ἀποκλειστικὸ δικαίωμα τοῦ Ἱερατείου νὰ ἑρμηνεύει, ὄχι μόνον τὴ θεία θέληση, ἀλλὰ καὶ τὸ ἴδιο τὸ Θεῖον, ἀνάλογα μὲ τὶς περιστάσεις», νομιμοποιούμεθα νὰ ὁρίσουμε τὸ σύστημα αὐτὸ ὡς ἀ-θεοκρατία.
* * *
Καί, ἐνῶ τὸ διακύβευμα εἶναι τόσο φοβερό, καὶ ἡ “μεγάλη θλίψη” ἐξαπλώνεται παντοῦ στὴν Ἑλλάδα –μαζὺ μὲ τὴν ἐξαθλίωση, τοὺς φόνους καὶ τὶς αὐτοκτονίες, ποὺ σπαράζουν τὶς καρδιὲς ὅλων ἡμῶν, Ὀρθοδόξων καὶ μὴ– οἱ συντελεστὲς τῆς Ἀκαδημίας Βόλου καὶ οἱ σὺν αὐτοῖς θεωροῦν ὅτι, «τὸ
σοβαρότερο μᾶλλον
πρόβλημα, ποὺ ἀντιμετωπίζει
ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μετὰ τὴν πτώση τοῦ Βυζαντίου (1453)» εἶναι ἡ πολιτικὴ πρόταση ποὺ θεωροῦν ὅτι ἀπορρέει ἀπὸ τὸν «ἐθνικὸ ἐκκλησιαστικὸ λόγο τῆς Ἐκκλησίας». Καὶ γι’ αὐτό, προχωροῦν σὲ ἕναν ἀκόμα ἐπαναπροσδιορισμό του.
Ὅμως, γιὰ τὴν Εὐρώπη, ὁ μόνος «νέος ἀνανεωμένος θεολογικὸς λόγος», ποὺ ἀποτελεῖ δυναμικὴ «νέα γεωπολιτικὴ πρόταση» –καὶ δὴ πρόταση παγκοσμιοποιημένη-παγκοσμιοποιητικὴ– εἶναι τὸ Ἰσλάμ. Καὶ αὐτό, δὲν ἐπαναπροσδιορίζεται μὲ διεθνῆ συνέδρια «μετα-μωαμεθανικῆς» θεολογίας, ἀλλὰ μόνον μὲ τὶς ἄλλες διεξόδους ἐφαρμογῆς τῆς Πανθρησκείας.
______________________________
(1)
Ἀμβρόσιος,
Μητροπολίτης Σερβίων καὶ
Κοζάνης, Εἰσήγησις
εἰς
τὴν
Ἔκτακτο
Σύνοδο τῆς
Ἱεραρχίας
τῆς
Ἑλλάδος
τὴν
10.1.2003, μὲ
τίτλο Ποιμαντικὴ ἀντιμετώπισις τοῦ φαινομένου τῆς προοδευτικῆς μετατροπῆς τῆς χώρας ἡμῶν εἰς πολυπολιτισμικήν, πολυφυλετικὴν καὶ πολυγλωσσικήν,
ἐβδομαδιαία
ἐφημερίδα
«Ὀρθόδοξος
Τύπος» (7.2.2003 καὶ
συν. 14.2.2003).
(2)
Βασιλειάδης Πέτρος, καθηγητὴς
πανεπιστημίου, Τὸ Θεολογικὸ Ὑπόβαθρο τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως,
ὑπέρτιτλος:
IEPA ΣYNOΔOΣ THΣ EKKΛHΣIAΣ THΣ EΛΛAΔOΣ,
EIΔIKH EΠITPOΠH ΛEITOYPΓIKHΣ ANAΓENNHΣEΩΣ, Περιοδικὸ EKKΛHΣIA, Στήλη: Συνοδικὰ Ἀναλεκτά, τ. Ἰουνίου 2003, σ. 413-8.
(3)
Βλ. Ἰω.
Κορναράκης, καθηγητὴς
πανεπιστημίου, «Ἀναγέννησις
ἢ
Νέα Ἐποχή;»
(καὶ
σχόλιο τῆς
Συντάξεως: «Αἱ
Ἀνησύχιαι
ἑνὸς Καθηγητοῦ…Ὀδοποιεῖται τρίβος πρὸς τὴν Νέαν Ἐποχὴν καὶ τὴν Νέαν Τάξην»), ἐβδομαδιαία ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», 26.9. 2003, σ.
1.
(4)
Βλ. Ἑβδομαδιαία
ἐφημερίδα
«Ὀρθόδοξος
Τύπος», τῆς
27.4.2012 (σ. 7).
(5)
Τὸ
Συνέδριο πραγματοποιεῖται
στὸ
Συνεδριακὸ
Κέντρο Θεσσαλίας (Μελισσάτικα), ἀπὸ 24 ἕως 27 Μαΐου 2012.
(6)
Δάφνη Βαρβιτσιώτη, «Οἱ
Συγκλίνουσες Ἀτραποὶ τοῦ “Νέου”. Μετανεωτερικότητα καὶ “Λειτουργικὴ Ἀναγεννησις”», περιοδ. ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ,
2003.
(7)
Τὸ
συνέδριο πραγματοποιήθηκε στὸν
Βόλο, ἀπὸ 3 ἕως 6 Ἰουνίου 2010.
(8)
Ἡ
ὡς
ἄνω
Ἡμερὶς πραγματοποιήθηκε στὸν Πειραιᾶ, στὸ Στάδιο Εἰρήνης καὶ Φιλίας, τὴν 15.2.2012.
(9)
Τὸ
θέμα τῆς
Εἰσηγήσεως
ἦταν: «Νεοπατερικὴ ἢ νεο-βαρλααμιτικὴ θεολογία; Ἄγνοια ἢ ἄρνηση τῆς ἁγιότητας; Κριτήρια τοῦ ὀρθοδόξως καὶ ἀπλανῶς θεολογεῖν»
καὶ
ὑπότιτλο:
«Ἡ ὑπεροψία καὶ ἡ θεολογικὴ ἐκτροπὴ τῶν ἐπιδόξων μεταπατερικῶν θεολόγων».
(10)
Τὸ
πρῶτο
ἄρθρο
εἶχε
τίτλο «Οὐκ Ἔνι…Ἕλλην;»,
τὸ
δὲ
δεύτερο, «Οὐκ Ἔνι Ἕλλην».
(11)
Πρβλ. Ἐκπαιδευτικὴ Ἑλληνικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, τόμος «Οἱ Θρησκεῖες»
(Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν).
1 σχόλιο:
ΠΟΛΥ ΣΟΒΑΡΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΕΚΑΝΕ Η ΚΥΡΙΑ...
Δημοσίευση σχολίου