Γιος παπά ο κυρ-Αλέξανδρος και με επώνυμο παπαδικό.
Τον ξεχώριζαν τ’ άλλα παιδιά. Κι αυτό τον πονούσε.
Έβλεπε στον παπά τον συνεχιστή του έργου
του Χριστού. Έδειχνεν ο παπάς τον αόρατο Χριστό. Εδάνειζε το χέρι και
το στόμα του σ’ Εκείνον. Και όπως ο Χριστός νοιαζότανε τους ανθρώπους
στα χρόνια της ενσάρκου οικονομίας Του, έτσι και ο παπάς νοιάζεται τους
ανθρώπους. Λειτουργεί και συλλειτουργεί μαζί τους στο Ναό. Παίρνει τα
αιτήματά τους, «τα πάθια και τους καϋμούς» των και τα προσφέρει στο
Χριστό, που είναι «ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Κατεβάζει με την έγκριση των πιστών το Άγιον Πνεύμα σε όλους και στα
Δώρα. Και σε λίγο, αφού μεταλάβει αυτός, βγαίνει να κοινωνήσει τους
πιστούς το Σώμα και το Αίμα του Χριστού μας.
Και γίνεται έτσι ο παπάς πατέρας που
γεννά μέσα μας το Χριστό. Αρχικά βέβαια με το μυστήριο του Βαπτίσματος
και ύστερα με τ ἄλλα.
Οι τύποι των ιερέων στον Παπαδιαμάντη
είναι μορφές (δηλαδή μορφωμένοι), ενάρετοι, σεβάσμιοι, ιεροπρεπείς.
Μπορεί να είναι ολιγογράμματοι, αλλά μπορούν και κάνουν πολύ καλά το
έργο τους.
Μπορούν και στέκουν μέσα στο Ναό μα και στην Κοινωνία.
Κάνουν τη θεία Λειτουργία και παίρνουν
τα υπερκόσμια δώρα της. Και υστέρα βγαίνουν, «προέρχονται εν ειρήνη»,
και συνεχίζουν τη λειτουργία της ζωής. Τη λειτουργία μετά τη Λειτουργία.
Ο ιερέας πατέρας του ήταν άριστος
λειτουργός, τέκνον των Κολλυβάδων, αλλά και ικανός και θαρραλέος και
χρήσιμος μέσα στην Κοινωνία.
Στο διήγημα «Στο Χριστό στο Κάστρο»
νοιάζεται για τους δύο αποκλεισμένους σε αυτό. Κάνοντας ο ίδιος το
ντελάλη, το ανακοινώνει. Κι υστέρα στο σπίτι του συγκεντρώνει ενορίτες
και συνεργάτες του και, αποφασισμένος όντας εκείνος, συμπαρασύρει και
πείθει αρκετούς να τον ακολουθήσουν στον πηγαιμό του για βοήθεια των
κινδυνευόντων ενοριτών του.
Και όλοι μαζί πηγαίνουν με κίνδυνο της
ζωής των στο Χριστό στο Κάστρο, βρίσκουν σώους τους κινδυνεύοντας από τα
χιόνια, κάνουν εκεί τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, προσφέρουν
βοήθεια και σε ναυαγούς που ξώκειλαν κατά τ’ ακροθαλάσσι, κι όλοι μαζί
τρώνε και πίνουν ευχαριστημένοι και κοιμούνται πανάλαφροι. Και την άλλη
μέρα το απόγευμα γυρίζουν αισίως στην πολίχνη.
Τι καρτερούν οι άνθρωποι από την
Εκκλησία; Την αγάπη την έμπρακτη, την έγνοια και την αποδοχή. Η Εκκλησία
είναι η Μάννα μας, κι εμείς πιστά Της τέκνα. Όπως και ο σήμερα
τιμώμενος και φίλτατός μας κυρ-Αλέξανδρος.
Στην Αθήνα τον εσαγήνευε ο μακάριστος
παπα-Πλανάς. Ο ταπεινός. Ο άξιος του πρώτου μακαρισμού του Σωτήρος. Πόση
γαλήνη εύρισκε κοντά του. Γνωστό μας είναι και το άρθρο του γι αὐτόν.
Τα μέγιστα τιμούσε και τους άγαμους
ενάρετους κληρικούς και μοναχούς. Είχε υπέροχο παράδειγμα τον Διονύσιο
το Γέροντα, τον ιεροπρεπή ασκητή και λόγιο, τον συγγενή του. Τόνιζε την
προσφορά τους τη μεγάλη…
Και στα τελευταία του εκάλεσε τον
αξιαγάπητο αρχιμανδρίτη Ανδρέα Μπούρα, τον σπουδαίο και φίλο του, για
εξομολόγηση και Θεία Κοινωνία. Ζήτησε να του διαβάσει τη μεγάλη
εξομολογητική ευχή. Και τον μετέλαβε. Κι υστέρα ο κυρ-Αλέξανδρος άρχισε
να κλαίει. Έφευγε για την άλλη πλάση. Είχε συναίσθηση της αμαρτωλότητός
του.
Αναφέρει στα έργα του και ιερείς με
αδυναμίες. Αναγκάζεται να κρίνει. Αλλά με πόνο και ταπείνωση και
μοναδικό σκοπό τη διόρθωση, τη θεραπεία και την σωτηρία. Φέρεται μ
εὐσπλαγχνία και καλωσύνη. Ποτέ δεν προσβάλλει και δεν εκχυδαΐζει τους
ήρωές του. Περιβάλλει μ ἀνείπωτη στοργή ακόμα και τον πειναλέο
ανθρωπίσκο στο «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και δείχνει σε όλους και στον εαυτό
του, χωρίς αφόρητο διδαχτισμό, την θύρα του Παραδείσου, που είναι η
Μετάνοια.
Θεωρεί ως κύρια αιτία του πολλαπλασιασμού των αιρέσεων την έλλειψη πραγματικής ποιμαντικής μέριμνας εκ μέρους των ιερέων.
Το δέσιμο κλήρου και λάου και η συνεργασία σώζει. Πάντοτε φυσικά με του Χριστού τη Χάρη.
Διαβάζοντας κανείς τα έργα του
Παπαδιαμάντη έχει την αίσθηση πως βρίσκεται εδώ και κάπου άλλου
ταυτόχρονα. Πως βρίσκεται εδώ, στα πάθια και τους καϋμούς του κόσμου και
συγχρόνως στα Ρόδινα ακρογιάλια της Θείας Βασιλείας. Και τούτο γιατί ο
Παπαδιαμάντης είναι γνήσιον τέκνον της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Και όλα
μέσα σ αὐτὴν είναι θεανθρώπινα.
Και ζώντα μέσα σ’ αυτήν την θεανθρώπινη
διάσταση της Εκκλησίας ο κυρ-Αλέξανδρος, μεταξύ της ανθρώπινης αδυναμίας
και της Πηγής της Παντοδυναμίας σχοινοβατούσε κι αγωνιζότανε. Άφηνε την
οντότητά του στην Αγκάλη του Χριστού και στη στοργή της Παναγίας, που
Τους υπεραγαπούσε. Υμνούσε «μετά λατρείας τον Χριστό του».
Επόνεσεν αμέτρητα στη ζωή του. Πέρασε
φτώχεια σαν ασκητής, μα έμεινε στην έντιμη πενία του, όπως έγραψε κάποτε
στον ιερέα πατέρα του, και είχε τη βοήθεια του Θεού. Πέρασε μοναξιά και
δυσκολίες «σαν σκοτεινό και άμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν όμως στην αγία
Εκκλησιά, εκεί που «το χελιδόνι ηύρε φωλιά και το τρυγόνι σκέπη».
Δεν έγινε ο ίδιος ιερέας, μα ιερουργούσε με τα αθάνατα γραφτά του τον λόγον της αληθείας. Και πόσους δεν ωφέλησε και ωφελεί.
Λένε πως κάποια φορά απελπισμένος επήγε
να εξομολογηθεί (πίστευε στην Εξομολόγηση). Και είπε στον παπά πως
δυσκολεύεται και υποφέρει πολύ. Και ο παπάς, χωρίς να τον ξέρει, αφού
τον παρηγόρησε δεόντως, του συνέστησε να διαβάζει τα έργα του
Παπαδιαμάντη.
Αναφέρει ο Μικρασιάτης λογοτέχνης και
μακαριστός πλέον Ηλίας Βενέζης πως ενώ ευρίσκοντο στα περίφημα τάγματα
εργασίας κι έμεναν σ ἕνα σταύλο κλεισμένοι, βρήκε κάποιος πεταμένο μέσα
εκεί ένα φύλλο από περιοδικό και άρχισε να το διαβάζει, για να περνά η
ώρα. Και καθώς εδιάβαζε άρχισαν όλοι ν· ακούνε μ ἐνδιαφέρον. Μαλάκωσαν
και γαλήνεψαν οι ταλαίπωρες ψυχές τους. Και καθώς τελείωσε το διάβασμα,
έβγαλαν όλοι ανακουφισμένοι μια φωνή: «ρε αυτό ήταν Ευαγγέλιο. Λες κι
είμαστε στην Εκκλησία». Και τι λέτε πως ήταν; Ένα κομμάτι απ’ το διήγημα
του Παπαδιαμάντη «Υπό την Βασιλικήν Δρυν».
Θυμάμαι κάποια φορά ήρθε και με βρήκε
στην εκκλησία ένας πολύ πονεμένος. Ήθελε να πεθάνει, μου έλεγε. Δεν
ήξερα τι να κάνω. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Είχα μαζί μου τα «Πασχαλινά
Διηγήματα» του κυρ-Αλέξανδρου και σκέφθηκα να ζητήσω κι εγώ μια
εξυπηρέτηση από τον πονεμένο αδελφό μας. Τον παρακάλεσα να μου διαβάσει,
αν ήθελε, ένα διήγημα πασχαλινό. Του είπα πως ήμουν πολύ κουρασμένος,
και ήμουν, και θα με εξυπηρετούσε μ’ αυτό. Κι υστέρα θα μιλάγαμε για τα
δικά του. Εκείνος σάστισε για λίγο, μα υποχώρησε στο αίτημά μου και
άρχισε να διαβάζει σιγά-σιγά το «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Και διαβάζοντας
άρχισε λίγολιγο να συνέρχεται. Έβλεπα το πρόσωπό του ν’ αλλάζει. Έλαμπε
αγάλι-αγάλι η θωριά του. Διαβασεν αρκετά. Και κάποια στιγμή άρχισε να
κλαίει. Έσκυψε και μου φίλησε το χέρι. Κι είπε με χαρμολύπη: «Παππούλη,
τι μου έκανες; Τι είναι αυτό που διαβάζω; Γιατί έφυγεν ο πόνος από μέσα
μου κι αλάφρωσεν η ψυχή μου;» Κι έκλαιγεν, όλο έκλαιγεν από χαρά και
θαυμασμό. Του είπα για τον Παπαδιαμάντη και το έργο του. «Μα τούτος
είναι άγιος, άνθρωπος του Θεού, σοφός, ποιητής μεγάλος, μάγος του λόγου»
μου είπε. Και έφυγεν ο άνθρωπος πουλάκι Ήθελε να ζήσει.
Αυτός είναι ο κυρ-Αλέξανδρος. Μιλάει
όμως με γλύκα και αποδοχή για τους αρχαίους. Και συναιρεί στο έργο του
το διαιώνιο Ελληνισμό. Καταγράφει τη γλώσσα μας απ’ τις αμμουδιές τ’
Ὁμήρου μέχρι σήμερα.
Είναι λάτρης του Χριστού και μέγιστος
πατριώτης. Και συνάμα αγαπά «πάντα τα έθνη», λέγοντας σε κάποιο διήγημά
του «πως κι ο Εβραίος έχει ψυχή».
Ευχαριστούμε το Θεό, που μας έδωκε τον κυρ-Αλέξανδρο. Ευχαριστούμε και τον ίδιο, που αφηκε σε μας «άλλο, τας βίβλους, στόμα του»
(Εισήγηση στο Διήμερο Συνέδριο για τον
Αλ. Παπαδιαμάντη, που οργάνωσε η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος
στις 25-26 Μαΐου 2001)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου