Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Ψυχή από πέτρα και ξύλο


Πάνος Ζέρβας

Οι παλιότερες αναμνήσεις μου είναι αγκαλιές. Μάνα, γιαγιά, θείες, γειτόνισσες. Θυμάμαι, το ίδιο ζεστό και αγαπημένο, το παλιό μας σπίτι. Το είχαν αγοράσει ο παππούς και ο πατέρας μου, στα τέλη της δεκαετίας του πενήντα, όταν αποφάσισαν να κατέβουν από το πατρογονικό μας χωριό, στο χωριό που γεννήθηκα. Σ’ αυτό το σπίτι έζησα εφτά χρόνια, ως το ‘68 που μετακομίσαμε στο νεόχτιστο.

Έμπαινες ανοίγοντας μια μεγάλη ξύλινη εξώπορτα, αρκετά φαρδιά για να χωράνε τα φορτωμένα ζώα, κλειστή με ζεμπερέκι (μάνταλο που άνοιγε απέξω). Αν ήταν κλειστά από μέσα, περνούσες το χέρι αποπάνω και τραβούσες το σύρτη. Ένα γάμα πετρόχτιστος τοίχος, μια πλευρά το δίπατο σπίτι των γειτόνων, από πέτρα κι αυτό, και απέναντι από την εξώπορτα, η είσοδος του σπιτιού.

Ένα χαγιάτι, με την κεραμοσκεπή του στηριγμένη σε απεριποίητα ξύλινα δοκάρια. Αριστερά, ένα παράθυρο και μπροστά απ’ αυτό στοιβαγμένα λιανά ξύλα και προσανάμματα για το τζάκι – που δεν έπρεπε να τα δει η βροχή: κούρβουλα και βέργες από κλήματα, κλάρες από ελιές, σπάρτα, αφάνες. Ολόγυρα στην αυλή μια λεμονιά, ένα χτιστό τσιμεντένιο πεζούλι και πάνω μια μεγάλη στρογγυλή πέτρα, για το τρίψιμο του αλατιού. Κι άλλη μια στοίβα με ξύλα, χοντρά, από πουρνάρια και δέντρους (βαλανιδιές), η βρύση και στεφάνι αποπάνω μια μεγάλη τριανταφυλλιά. Από δίπλα, μια βούτα, ένα μεγάλο ξύλινο δοχείο δηλαδή, χρήσιμο για χίλιες δυο δουλειές: μεταφορά νερού, χαλκού, ακόμα και μούστου. Τις φόρτωναν στα άλογα, έβαζαν και σπάρτα για να μη χύνεται το πολύτιμο φορτίο. Νερό στο χωριό μου με κανονικό δίκτυο ύδρευσης έφτασε τη μέρα που είδα το φως: στις 11 Νοεμβρίου του ‘61. Στο πατημένο χώμα, που και που ξεπρόβαλλαν οι κορυφές από τις υπόγειες πέτρες, όσες αντιστέκονταν ακόμα στην ανθρώπινη θέληση. Οι μεγάλοι πολύ σπάνια στεκόντουσαν εκεί, οι δουλειές γινόντουσαν αλλού, στη μεγάλη πίσω αυλή. Έτσι, η μπροστά αυλή έμενε δικό μας βασίλειο – για ονειροπόληση, παιγνίδι και κοινωνικοποίηση.

Δεξιά, μια φυτεμένη αξίνα, για να ξυστρίζονται οι πολλές λάσπες από τα παπούτσια και να μη μπαίνουν στο σπίτι. Πιο ψηλά, σ’ ένα άνοιγμα του τοίχου, το κλειδί – σκεπασμένο μ’ ένα κομμάτι κεραμίδι. Άνοιγες κι έμπαινες σ’ ένα φαρδύ διάδρομο, που διαιρούσε το τμήμα αυτό του σπιτιού σε δύο. Ο διάδρομος αυτός δεν υπήρχε από πάντα, δημιουργήθηκε όταν έφτασε στο χωριό μας ο πολιτισμός του ξυλοτέξ: Μεγάλες πλάκες από λεπτό, φτηνό ξύλο (μάλλον συμπιεσμένο ροκανίδι) από τη μια πλευρά γυαλιστερές, από την άλλη σαγρέ. Ας μείνουμε για λίγο στο διάδρομο.

Μπαίνοντας, δεξιά ήταν τα πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στο κατώι: εκεί ήταν τα διαμερίσματα του επώνυμου Ντορή και του ανώνυμου γαϊδάρου και η αποθήκη για τα δεμένα άχυρα. Στη συνέχεια, άλλα πέτρινα σκαλιά, που οδηγούσαν ακριβώς αποπάνω, στα υπνοδωμάτια της οικογένειας. Στο βάθος του διαδρόμου, δυο ακόμα πόρτες: αριστερά αυτή που έμπαζε στην (ας πούμε) σαλοτραπεζαρία, με το τζάκι, την πυροστιά, τα τεντζερέδια, το φανάρι με τη σίτα όπου αποθηκεύονταν τρόφιμα (δεν υπήρχε ψυγείο, φυσικά) και τα λοιπά χρειώδη. Στη γωνιά ήταν στημένο το κρεβάτι των παππούδων. Και στην ευθεία, ένα μεγάλο πέτρινο σκαλί, που οδηγούσε στο χώρο του φούρνου και του τυροκομιού. Δίπλα, ένα ψιλόλιγνο παράθυρο και στο πεζούλι του διάφορα χρήσιμα εργαλεία. Επειδή μιλάμε για νοικοκυρόσπιτο, δεν έλειπε η παλάντζα, ούτε το καντάρι. Από την τράβα (το χοντρό δοκάρι της στέγης) κρεμόταν μόνιμα μια χοντρή, διπλαριστή τριχιά. Στην άκρη της βρισκόταν μονίμως το τσιγγέλι που θα κρεμούσαν το γουρούνι, στα χοιροσφάγια, παραμονές Χριστούγεννα, για να του βγάλουν τα μέσα του και να το τεμαχίσουν. Και τα κατσίκια, φυσικά, κάθε τόσο. Δεξιά, μέχρι τα σκαλιά που έβγαζαν στα δωμάτια, ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι, χρήσιμο για χίλιες δυο δουλειές: από το να ανοίγονται εκεί τα φύλλα για τις χυλοπίτες, μέχρι το αλάτισμα του παστού και το σκέπασμα των καρβελιών, μετά το ζύμωμα – να φουσκώσουν πριν μπουν στο φούρνο. Εκεί και το τεφτέρι που η γιαγιά σημείωνε (με γραμμούλες, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει και να γράφει) το αλισβερίσι με τις γειτόνισσες που έσμιγαν το γάλα. Το έφερναν οι συνεταίρες με τον κουβά του αρμέγματος και το μετρούσαν: μια μεγάλη γραμμή η «μέτρα», μια μικρή το «κουπί» – παλιότερα το έλεγαν και «ο τσίτουρας». Ένα είδος γραμμικής γραφής.

Στο πλάι, δυο μεγάλα μακρόστενα σκεπασμένα ξύλινα κασόνια, όπου αποθηκεύονταν το στάρι για τους ανθρώπους και η βρώμη για τα ζώα του σπιτιού. Εκεί με ανακάλυψε μια μέρα ο παππούς χωμένο, μαζί με δυο μικρές γειτονοπούλες και έπεσε γερό μάλωμα. Στις γειτονοπούλες.

Ανεβαίνοντας το μεγάλο πέτρινο σκαλί στο βάθος του διαδρόμου, έμπαινες σ’ έναν άλλον, μεγάλο χώρο. Και τι δεν υπήρχε εκεί… Πρώτα πρώτα ο χτισμένος φούρνος, όπου ψήνονταν το ψωμί της οικογένειας, μια φορά την εβδομάδα ή και συχνότερα. Η μάννα και η γιαγιά έκαιγαν το φούρνο, με λιανόκλαρα. Κι όταν έπεφτε η θράκα τη μάζευαν μπροστά στο πορτί, με την ειδικά κατασκευασμένη μεγάλη σιδερένια μασιά. Μετά έβαζαν τα ταψιά πάνω στο ξύλινο φτυάρι, τα σκέπαζαν με φύλα εφημερίδας για να μην αρπάξουν και τα απόθεταν στο εσωτερικό. Η γιαγιά δεν ξεχνούσε να φτιάνει μερικά μικρά καρβελάκια για τα παιδιά. Τα ανοίγαμε, ενώ ακόμα άχνιζαν, βάζαμε μέσα ένα κομμάτι σφέλα από το βαρέλι ή ένα κομμάτι λουκάνικο και συνεχίζαμε το παιγνίδι μασουλώντας.

Μπροστά και πλάι στο φούρνο υπήρχε η πυροστιά, που δούλευε συνεχώς: εκεί έβραζε το γάλα, για να γίνει τυρί, ξυνόγαλο και μυτζήθρα, εκεί ζεσταινόταν νερό, εκεί ξεπουπουλιαζόντουσαν οι σφαγμένες κότες και τα κοκόρια, εκεί έβραζαν τα κρέατα. Παραδίπλα σωρός τα ξύλα για τη φωτιά. Και στο βάθος, μαζί με πολλά και διάφορα εργαλεία του νοικοκυριού, ο μεγάλος ξύλινος αργαλειός, ένα μυστηριώδες μηχάνημα το οποίο δεν παραλείπαμε, ως παιδιά, να επισκευάζουμε – μέχρι να μας πάρουν είδηση και να μας διώξουν αποκεί. Όλες οι κουρελούδες του σπιτιού είχαν βγει απ’ αυτόν, αλλά και οι βαριές αντρομίδες, που σκεπαζόμασταν το χειμώνα και κάποια «πολυτελή» κομμάτια, με σχέδιο. Φυσικά δεν έλειπαν η ανέμη, το χτένι με τα μεγάλα σιδερένια καρφιά για το ξάσιμο του μαλλιού, ούτε η ρόκα της γιαγιάς. Κοιτούσα με μεγάλα μάτια πως έκανε το μαλλί κλωστή, με ακούραστη επιδεξιότητα.

Στην πίσω αυλή, μαντρωμένη και αυτή, ήταν εγκατεστημένες οι γίδες, το γουρούνι και τα κοτόπουλα. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, μέχρι που ο πατέρας μου έστρωσε με τσιμέντο ένα μεγάλο μέρος της αυλής και έφτιαξε χωρίσματα. Έτσι εκσυγχρονίστηκε ο λόζιος (το ενδιαίτημα του χοίρου) και ο κορίτος (υπόσκαφο ξύλο, όπου χυνόταν το πλύμα και η λοιπή τροφή του ζώου) βρισκόταν πια σε αρχοντικό περιβάλλον. Δεν έλειπε η μεγάλη ξύλινη ταΐστρα για τις κατσίκες, ούτε οι κούρνιες όπου αποσύρονταν τα πουλερικά για να περάσουν μια ήσυχη νύχτα.

Μου άρεσε να ανοίγω τη βρύση και να βλέπω το νερό να γεμίζει το πέτρινο λυμπί, δηλαδή τη μεγάλη σκαλιστή πέτρα, με τα λεία τοιχώματα. Το νερό έτρεχε ως το μεγάλο λεβέτι (καζάνι) που στεκόταν πάνω στην πυροστιά του. Εκεί ζεσταινόταν το νερό για το πλύσιμο, που γινόταν με το οικιακής παραγωγής σαπούνι. Εκεί λουζόμαστε και πλενόμαστε, τουλάχιστον τους θερινούς μήνες. Εκεί έβραζε ο θερμός (ζέον ύδωρ), για να χρησιμοποιηθεί στο ξύρισμα του φρεσκοσφαγμένου γουρουνιού, διαδικασία που συνοδευόταν από εξαιρετικούς μεζέδες (τα γλυκάδια στα κάρβουνα) για όλους και γενναία κρασοκατάνυξη για τους συνεταίρους σφάχτες, οι οποίοι έσφαζαν τα γουρούνια της γειτονιάς το ένα μετά το άλλο. Το κρασί επηρέαζε καμιά φορά την αποτελεσματικότητα του συνεργείου, όπως εκείνη τη φορά που είχαν ξεκινήσει το καθάρισμα του τεράστιου ζώου πάνω στη τάβλα, με μαχαίρια και κουτιά από βερνίκι παπουτσιών κάμελ και εκείνο …σηκώθηκε και άρχισε να κόβει βόλτες, όταν ένοιωσε το θερμό να τρέχει στη ράχη του.

Στην αυλή παρέμεναν οικότροφα τα κατσίκια, ενώ οι γίδες, μετά το πρωινό τους άρμεγμα, έπαιρναν το δρόμο για τα τσαΐρια, όπου βοσκούσαν με την ησυχία τους. Το απόγευμα με την επιστροφή γινόταν ο χαμός, στο ξανασμίξιμο με τα κατσίκια, τα οποία χαλούσαν τον κόσμο, περιμένοντας να βυζάξουν. Έπρεπε όμως να περιμένουν να αρμεχθεί ένα μέρος του γάλακτος, που προοριζόταν για τους ανθρώπους. Μετά, τους σερβιριζόταν το δείπνο, διαφορετικό ανά περίοδο: φύλλα από το αμπέλι και τις σταφίδες το καλοκαίρι, λιόκλαρα όταν μαζευόντουσαν οι ελιές και βρώμη, τις εποχές που ήταν δύσκολο να βρεθεί χλωρό υλικό. Φυσικά οι κατσίκες καθάριζαν με άνεση ό,τι περίσσευε από τα οπορωφόρα του νοικοκυριού: τα φιρίκια, παραγωγή από δυο τεράστιες μηλιές, ήταν τα αγαπημένα τους. Αλλά δεν έλεγαν όχι στα περισσευούμενα αχλάδια και τα σύκα – αν και τα τελευταία τα είχε καπαρωμένα το γουρούνι.

Όλος αυτός ο πληθυσμός, μαζί με το Ντορή και το γαϊδούρι του σταύλου, παρήγαγε άφθονο φουσκί, το οποίο ήταν πολύτιμο για το περιβόλι και τα δέντρα. Η συλλογή και η μεταφορά αυτού του αναντικατάστατου υλικού γινόταν κάθε τόσο, υπό συνθήκες τις οποίες αναρωτιέμαι αν μπορεί να φανταστεί και να συλλάβει ο τεχνο-φρηκ αναγνώστης και η αναγνώστρια με το σκουλαρίκι στη μυτούλα, οι οποίοι δεν έτυχε ποτέ να πατήσουν σε σκατά και να τα φτυαρίσουν στις μεγάλες σακούλες των λιπασμάτων, να τα μεταφέρουν με ζώα ή τρακτέρ και να τα σωρώσουν στις άκρες των περιβολιών για να τα χρησιμοποιήσουν όταν θα «έσβηναν» ως λίπασμα.

Έξω από την αυλή βρισκόταν ο επίσης μαντρωμένος «κήπος». Πετρόκηπος, για την ακρίβεια, γεμάτος μεγάλες κοτρώνες και πουρνάρια. Στο πιο βατό σημείο του ήταν λαχανόκηπος. Σ’ ένα άλλο υπήρχαν αγκινάρες. Ο υπόλοιπος οργωνόταν με το υνί και σπερνόταν τσαΐρι, καθώς καμιά σπιθαμή γης δεν ήταν περιφρονητέα. Κοντά στην εμπατή κατείχε στρατηγική θέση, δίπλα στη μυγδαλιά, ο χαλές, περιφραγμένος με κουρελούδες. Εκεί οδηγήθηκε κάποτε μια τραγουδίστρια που είχε έρθει για το πανηγύρι όταν ζήτησε «τουαλέτα» – και της κόπηκε κάθε διάθεση για κατούρημα. Αργότερα, χτίστηκε κανονικό σύγχρονο «μέρος», στην πίσω αυλή, με ψηλή λεκάνη και καζανάκι. Αυτό ήταν, ίσως, ο προάγγελος του τέλους της ομηρικού τύπου κατοικίας. Μαζί με την έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος, στα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. Θυμάμαι ότι το υποδεχτήκαμε χορεύοντας σαν μικροί Ινδιάνοι και αναφωνώντας ενθουσιασμένοι «ήρθε το φως!»

*

Όταν μετακομίσαμε στο νεόκτιστο σπίτι, πολλές από τις χρήσεις του παλαιού παρέμειναν σε ισχύ. Για χρόνια μετά μου άρεσε να επιστρέφω σ’ αυτό και να το τριγυρίζω με την ησυχία μου. Και στεκόμουν κάθε φορά στο ξύλινο μπαλκόνι που έβλεπε πέρα μακριά, καπνίζοντας και ονειροπολώντας. Όπως σήμερα το πρωί, χιλιάδες χρόνια μετά.


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: