Πρωτ. π. Θωμά Βαμβίνη
Στο περιοδικό Το άλλο Βήμα, που κυκλοφορεί μαζί με την εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής, δημοσιεύθηκε στις 15-5-2004 συνέντευξη του ισπανού σκηνοθέτη Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον προκλητικό τίτλο: “Η Εκκλησία δεν με ενδιαφέρει ούτε ως αντίπαλος”. Είναι μια συνέντευξη η οποία με τον έντονο αρνητισμό της, αλλά και την καθαρή συλλογιστική της, αναδεικνύει την μεγάλη σημασία που έχει η θεολογία για την καθημερινή ζωή και εμμέσως –χωρίς καν να το φαντάζεται ή να το επιθυμή ο σκηνοθέτης– δικαιώνει την εμμονή των ορθοδόξων στα “πατρώα δόγματα”, τα οποία αποτελούν το θεμέλιο της ανακαινισμένης ζωής του ανθρώπου.
Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ δηλώνει αγνωστικιστής και εναντίον της Εκκλησίας. Σ’ αυτή την αρνητική τοποθέτηση τον οδήγησαν οι τραυματικές εμπειρίες που είχε από τα σχολεία της πατρίδας του, πιο συγκεκριμένα από την θρησκευτική αγωγή που δέχθηκε ως μαθητής από παπικούς ιερωμένους δασκάλους του. Στον τίτλο όμως της συνέντευξής του δεν διασαφηνίζεται η προέλευση των απόψεών του, οπότε μέσα στο μυαλό των βιαστικών και μη ενημερωμένων αναγνωστών δημιουργείται η εντύπωση ότι η αντίθεσή του είναι προς τον Χριστιανισμό γενικά, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη οι μεγάλες δογματικές διαφοροποιήσεις των διαφόρων “χριστιανικών Εκκλησιών”, και πιο ειδικά η απομάκρυνση του “δυτικού Χριστιανισμού” από την Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Γίνεται φανερό από την συνέντευξη ότι οι συνέπειες αυτής της απομάκρυνσης αποτελούν το σκληρό υπόβαθρο του αρνητισμού του Αλμοδόβαρ. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι αιρετικές απόψεις των σχολαστικών θεολόγων βύθισαν την “φωτισμένη Δύση” σε πνευματικό σκοτάδι, αφού στέρησαν από τον λαό της το πραγματικό νόημα και την αληθινή γεύση της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο Αλμοδόβαρ δεν είναι προφανώς σε θέση να διακρίνη τις βαθιές διαφορές “ανατολικού” και “δυτικού” Χριστιανισμού, ώστε να ξεχωρίση την θεολογία της Μίας Εκκλησίας από τις αιρετικές εκδοχές του Χριστιανισμού, οι οποίες αποχριστιάνισαν τον κόσμο, στον οποίο επικράτησαν. Όχι μόνο δεν είναι σε θέση να κάνη αυτή την διάκριση, αλλά δεν έχη ούτε την παραμικρή διάθεση να ασχοληθή με ένα τέτοιο θέμα. Η δήλωσή του ότι “η Εκκλησία δεν με ενδιαφέρει, ούτε καν ως αντίπαλος” δείχνει το μέγεθος αυτής της απροθυμίας. Στην Εκκλησία δεν τον προσελκύει τίποτε. Αντίθετα, τον απωθεί η μνήμη της “χριστιανικής” διδασκαλίας που άκουσε και της ανάλογης αγωγής που δέχθηκε. Απελευθερωμένος τώρα, μέσα στην τέχνη του, αισθάνεται –με προκλητική απορριπτική διάθεση– ότι, γι’ αυτόν, η Εκκλησία δεν αξίζει ούτε ως αντίπαλος. Μόνη της κατατρώει τον εαυτό της· δεν χρειάζεται εξωτερικούς πολέμιους.
Χωρίς να το θέλη όμως ο Αλμοδόβαρ, προσπαθώντας να αιτιολογήση τον αρνητισμό του, θέτει με σύντομες προτάσεις βασικά θεολογικά προβλήματα, τα οποία ταρακουνούν συθέμελα την διδασκαλία του Άνσελμου Καντερβουρίας για την “προσβληθείσα θεία δικαιοσύνη”, που είναι κλασική παπική διδασκαλία.
Είναι πολύ χαρακτηριστική η απάντηση που έδωσε στην ερώτηση: “Δηλαδή δεν βρίσκετε τίποτε θετικό στην Εκκλησία;”. Είπε: “Δεν θέλω να γενικεύω. Η Εκκλησία, την οποία, για παράδειγμα, εκπροσωπούν οι ιεραποστολές στα ταλαιπωρημένα κράτη του κόσμου, στη Βραζιλία, στην Αφρική και αλλού, σίγουρα υπηρετεί υγιείς σκοπούς, και μάλιστα με πολύ θετικό τρόπο. Αν όμως διαχωρίσουμε την Εκκλησία των καθολικών σχολείων, θα δούμε ότι όντως αυτή η Εκκλησία προσφέρει μια κακή εκπαίδευση στα παιδιά, διότι στηρίζεται σε δύο φοβερά πράγματα: στην ενοχή και την τιμωρία. Είναι τρομερό για ένα παιδί να μαθαίνει σε αυτή την τρυφερή ηλικία ότι είναι από τη φύση του ένοχο. Ότι γεννήθηκε ένοχο. Και ότι υποχρεούται να τιμωρηθεί. Αυτό δεν σημαίνει αναμόρφωση ζωής αλλά διαστρέβλωση ζωής. Γι’ αυτό και είμαι της γνώμης ότι δεν είναι καν απαραίτητο να γυριστεί μια ταινία εναντίον της Εκκλησίας. Η Εκκλησία υποβαθμίζεται καθημερινά από μόνη της. Αν ήθελα να πάρω την εκδίκησή μου από την Καθολική Εκκλησία, δεν θα περίμενα ως τα πενήντα μου για να το κάνω. Η Εκκλησία δεν με ενδιαφέρει, ούτε καν ως αντίπαλος”.
Αυτό που κατάλαβε ο Αλμοδόβαρ είναι πάρα πολύ σημαντικό. Με την λανθασμένη αντίληψη για την ενοχή, αλλά προ παντός με την λανθασμένη διδασκαλία για το προπατορικό αμάρτημα και την κληρονόμηση της “προπατορικής ενοχής” από όλους τους ανθρώπους, η Εκκλησία δεν χρειάζεται πολεμική, διότι “υποβαθμίζεται καθημερινά από μόνη της”. Εδώ χρειάζεται να κάνουμε ορισμένες αναγκαίες παρατηρήσεις.
Πρώτον, σύμφωνα με την διδασκαλία της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων ο άνθρωπος δεν γεννιέται ένοχος. Δεν κληρονομεί την ενοχή του Αδάμ, οπότε δεν “υποχρεούται να τιμωρηθεί”. Η σχέση μας, αλλωστε, με τον Θεό δεν είναι σχέση δικανική. Δεν ρυθμίζεται από απρόσωπους νόμους που ορίζουν κάποια άτεκτη δικαιϊκή τάξη. Είναι αντιχριστιανική και υβριστική για τον Θεό της πίστεώς μας η άποψη των δυτικών θεολόγων σύμφωνα με την οποία, όταν διασαλεύεται αυτή η δικαιϊκή τάξη, “προσβάλλεται” ο Θεός και “οργίζεται” με τους αμαρτωλούς, σε σημείο που έχει και ο Ίδιος ανάγκη από κάποια ικανοποίηση της δικαιοσύνης που προσβλήθηκε.
Εμείς μάθαμε από τους Πατέρες μας ότι “ο Θεός ουδένα εχθραίνει”. Δεν απαιτεί ικανοποιήσεις. Δεν θέλει την τιμωρία ή “τον θάνατον του αμαρτωλού”, αλλά την σωτηρία του. Ζητά από τους ανθρώπους απλότητα και αγάπη από καθαρή καρδιά. Θέλει τον άνθρωπο με νού ελεύθερο από εμπαθείς αναγκαιότητες. Πέρα από αυτά, σύμφωνα με τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, το “απειρόκακον νήπιον” δεν έχει ανάγκη κάποιας θεραπείας και καθάρσεως προκειμένου να βλέπη το θείο φως, αφού η οπτική δύναμη της ψυχής του δεν προσβλήθηκε ακόμη από καμμιά ασθένεια. Με λίγα λόγια, ο άνθρωπος γεννιέται στην κατάσταση που ήταν ο Αδάμ προ της πτώσεως, δηλαδή, με υγιή και φωτισμένο νού.
Αυτό που κληρονομεί ο άνθρωπος από τον Αδάμ είναι η ασθένεια της φύσεως, δηλαδή η φθαρτότητα και η θνητότητα, οι οποίες είναι το πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη της φιλαυτίας και κατόπιν όλων των παθών. Η ανάπτυξη των παθών, καθώς μεγαλώνει το παιδί, αλλά και η σκοτεινή πνευματική ατμόσφαιρα του περιβάλοντος στο οποίο ζει, σκοτίζουν σταδιακά τον φωτισμένο νού του. (βλ. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Η αγωγή των εμβρύων, των νηπίων και των παιδιών, στο βιβλίο: Μεταξύ δύο αιώνων). Κανείς δεν είναι ένοχος για πράξεις που δεν αποφάσισε ο ίδιος. Μια “Εκκλησία” που δέχεται το αντίθετο είναι φυσικό να “υποβαθμίζεται καθημερινά από μόνη της”.
Δεύτερον, αυτό που ισχυρίσθηκε ο Αλμοδόβαρ εμείς οι Ορθόδοξοι το λέμε με πιο μεγάλη έμφαση. Λέμε, λοιπόν, ότι “το αληθινό επιβάλλεται με την παρουσία του”, ενώ “η αίρεση αυτοκαταλύεται”. Γενικά, “αυτοκαταλύεται άθελά του και αναπόφευκτα εκείνος που φεύγει από τους νόμους της ζωής” (Αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, Εισοδικό). Κάθε απομάκρυνση από την άπαξ παραδοθείσα πίστη σηματοδοτεί την προσωπική, αλλά και την “εκκλησιαστική” υποβάθμιση. Ο άνθρωπος μέσα στην αίρεση δεν μπορεί να αναπνεύση πνευματικά. Παραμένει δούλος του θανάτου. Δεν γεύεται την ανακαίνιση της φύσεως. Δεν γνωρίζει τις προϋποθέσεις και τους καρπούς της εκκλησιαστικής ζωής.
Τρίτον, είναι σαφές ότι ο Αλμοδόβαρ είναι μια τυπική περίπτωση “δυτικού ανθρώπου”. Βλέπει μόνο την κοινωνική προσφορά, το χειροπιαστό υλικό αποτέλεσμα, και παραθεωρεί την θεολογία, αν και είναι αυτή που δηλητηρίασε την σχέση του με την Εκκλησία. Αξιολογεί, λοιπόν, θετικά τις ιεραποστολές, για τις οποίες πιστεύει ότι “υπηρετούν υγιείς σκοπούς”. Προφανώς τις βλέπει μόνον ως κοινωνική προσφορά, που έχει σχέση με την ικανοποίηση βασικών υλικών αναγκών. Δεν τις συνδέει (μάλλον από άγνοια) με την αποικιοκρατική πολιτική κάποιων χριστιανικών κρατών, ούτε ακόμη σκέφτεται ότι αυτά για τα οποία κατηγορεί την “Καθολική Εκκλησία” –δηλαδή, τις “ενοχές” και τις “τιμωρίες”– αποτελούν το πνευματικό υπόβαθρο των ιεραποστολών, αφού απαρτίζουν τον σκληρό πυρήνα του κηρύγματος των ιεραποστόλων. Η απογοήτευσή του από την θεολογία του παπισμού τον οδήγησε να βλέπη την Εκκλησία σαν ένα υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας· σαν έναν κοσμικό θεσμό αλληλεγγύης.
Είναι προφανές ότι εκεί μπορεί να καταλήξουμε και εμείς, αν δεν κρατήσουμε με ανύστακτη μέριμνα ανόθευτη την πίστη των Πατέρων μας.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου