Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Ιδιοκτήτες ξενώνων: Επιχείρηση... επιστροφή στη φύση


της Ηρώς Κουνάδη

«Θα τα παρατήσω όλα και θα πάω στο χωριό να καλλιεργώ πατάτες». Ξεκαρδίζεται η παρέα. Ναι, σίγουρα, και θα τρως μια πατάτα την ημέρα –δια τέσσερα με την υπόλοιπη οικογένεια. «Θα κάνω και το σπίτι του παππού ξενώνα». Εδώ η κουβέντα σοβαρεύει. Πόσο εύκολο είναι, άραγε, να τα παρατήσεις όλα και να πας στο χωριό (σου ή όχι) να ανοίξεις τη μόνη μορφή ελληνικής επιχείρησης που έχει σίγουρα μέλλον; Κι είναι αυτό το μέλλον τώρα πια σίγουρο; Τι θα κάνεις με τις τιμές σου: θα τις κρατήσεις χαμηλές και θα παλεύεις κάθε μέρα με τα λειτουργικά σου έξοδα, ή θα τις τσιμπήσεις λίγο, ρισκάροντας να μείνεις μερικά Σαββατοκύριακα να κοιτάς τα ωραία σου δωμάτια; Θα ζεις με αυτό, και με τη «ρετσινιά» του ξένου στην όχι-τόσο-φιλόξενη-όσο-τη-βρίσκεις-τα-Σαββατοκύριακα ελληνική επαρχία;


Ζητήσαμε από τους ιδιοκτήτες τεσσάρων από τους πιο αγαπημένους μας ξενώνες να μας διηγηθούν τις ιστορίες τους με κάθε λεπτομέρεια: από το πώς πήραν την απόφαση να απαρνηθούν τις πόλεις για τα όμορφα χωριά τους και πώς ήταν το ξεκίνημα, μέχρι το γιατί οι πολυσυζητημένες επενδύσεις δεν έφτασαν ποτέ στα σωστά χέρια και το αν έχει δίκιο ο κόσμος που παραπονιέται για τις τιμές που δεν πέφτουν. Φανταζόμασταν πως θα ακούσουμε λίγη αναπόφευκτη γκρίνια για την κρίση και παράπονα για τις πληρότητες και τις δυσκολίες της δουλειάς. Αντ’ αυτού, βρήκαμε αισιοδοξία, χαμόγελα και την ομόφωνη απάντηση πως η επαφή με τη φύση και τους ανθρώπους της σε κάνει να βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Λέτε;

Επιστροφή στην Ορεινή Ναυπακτία

Η Λίλιαν Καραγεώργου και ο Ανδρέας Μασσιάλας είναι οι ιδιοκτήτες του κουκλίστικου Ξενώνα Αλθαία, που λειτουργεί από τον Οκτώβριο του 2008 στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας. Πριν πάρουν την απόφαση να μετακομίσουν στο χωριουδάκι-κόσμημα, που είναι σκαρφαλωμένο στα 1.050 μέτρα, ζούσαν για δέκα χρόνια στη Ναύπακτο –κι ακόμα πιο πριν, στην Αθήνα.

«Η προσθήκη του τρίτου μέλους στην οικογένειά μας, του μικρού Αντώνη, ήταν η αρχή για να αναζητήσουμε έναν νέο τρόπο ζωής, που θα μας έδινε την δυνατότητα να αφιερώνουμε πιο πολύ χρόνο στην διαπαιδαγώγηση του σε ένα περιβάλλον πιο φιλικό και χρηστικό από αυτό της πόλης που είχαμε μάθει να ζούμε» εξηγεί η Λίλιαν.

«Πάντοτε όταν αλλάζεις τρόπο ζωής και ταυτόχρονα τόπο κατοικίας οι προκλήσεις είναι πολλές. Ο εγκλιματισμός μας στην νέα τάξη πραγμάτων δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολός και σε αυτό έπαιξε ρόλο και η εντοπιότητα μας. Αντιμέτωποι με τις νοοτροπίες των ντόπιων, με τα γυρίσματα του καιρού αλλά και με τον ίδιο μας τον εαυτό, καταφέραμε να φτιάξουμε μια νέα ζωή με τεράστιες προοπτικές. Τις δύσκολες καιρικές συνθήκες που επικρατούν την χειμερινή περίοδο έχουμε πια μάθει να τις αντιμετωπίζουμε, αν και μας δυσκόλεψαν τα δύο πρώτα χρόνια» λέει ο Ανδρέας. «Αυτά που κερδίσαμε, τελικά, ήταν πολλά: νέοι φίλοι, ψυχική γαλήνη, το ότι πέταξα το καλό μου ρολόι… Και βέβαια, οι ατελείωτες αναζητήσεις για εκμετάλλευση της γης και αυτάρκεια από βιολογικά γεωργικά προϊόντα».


«Σαφώς η οικονομική κρίση έχει επηρεάσει την δουλειά μας, όμως αναζητούμε καθημερινά τρόπους άμυνας σε αυτό. Ο κόσμος που μας επισκέπτεται δεν μπορεί να βγάλει την θετική ενέργεια που επιβάλλεται όταν κάνεις μια εκδρομή. Η ψυχολογία λειτουργεί αρνητικά στο σύνολο σχεδόν των επισκεπτών, και προτεραιότητά μας αποτελεί το «ψυχολογικό ντοπάρισμα» μέσω τοπικών εκδηλώσεων, αποδράσεων στο δάσος και άλλων εναλλακτικών δραστηριοτήτων. Πιστεύουμε ότι στο τέλος κάτι έχουμε κάνει θετικό στον τομέα αυτό και δυνητικά νιώθουμε(δεν είμαστε, απλά νοιώθουμε) αισιόδοξοι για το μέλλον».

Στην ερώτησή μου για τα παράπονα του κόσμου σχετικά με τις τιμές των ελληνικών ξενώνων, οι οποίες παραμένουν υψηλές σε σχέση με την αγοραστική δύναμη που όσο πάει και μειώνεται, ο Ανδρέας απαντά με το χέρι στην καρδιά: «Αν η ερώτηση διατυπωνόταν πριν τρία χρόνια προφανώς θα προφασιζόμουν τα αυτονόητα. Σήμερα έχοντας κάνει μια μείωση τιμών 30% αλλά ταυτόχρονα βλέποντας το λειτουργικό και φορολογικό κόστος αυξημένο τουλάχιστον κατά 20%, είμαστε σε θέση να πούμε ότι η επιχείρηση είναι απλά βιώσιμη.

«Η αναλογία τιμών και αγοραστικής δύναμης είναι μια εξίσωση που πιθανώς δεν θα έχει λύση στο άμεσο μέλλον. Με δεδομένη την μείωση της αγοραστικής δύναμης, η τιμή μιας διανυκτέρευσης πρέπει να αντανακλά το λειτουργικό κόστος της τουλάχιστον. Σε αυτό τον τομέα πρέπει λοιπόν να επικεντρωθούμε, στη μείωση του λειτουργικού κόστους, για να υπάρχει η δυνατότητα επιπλέον μείωσης τιμών μελλοντικά. Ενέργειες που πρέπει να κάνει κάθε ιδιοκτήτης ξενώνα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι ενδεικτικά παρεμβάσεις για την μείωση του ενεργειακού κόστους (π.χ. ενεργειακά τζάκια, εναλλακτικές μέθοδοι θέρμανσης) και επαναξιολόγηση των προμηθευτών πρώτων υλών, χωρίς εκπτώσεις όμως στην ποιότητα».

(*) Ο Ξενώνας Αλθαία λειτουργεί όλο τον χρόνο. Οι τιμές για τα δίκλινα δωμάτια με τζάκι και πρωινό αυτήν την περίοδο κυμαίνονται στα 70€, ενώ για περισσότερες από δύο διανυκτερεύσεις ισχύουν ειδικές εκπτώσεις, της τάξεως των 48€ ανά διανυκτέρευση.

Επιστροφή στη Σταυρούπολη της Θράκης

Ο Παντελής Θεοδωρίδης είναι ο εμπνευστής και ιδιοκτήτης, μαζί με την σύζυγό του, του Αρχοντικού της Σταυρούπολης, του μικρού, πανέμορφου ξενώνα με τον τεράστιο κήπο στην είσοδο του χωριού που λειτουργεί από το 2007. «Ήταν το σπίτι του παππού, και θέλαμε να το διατηρήσουμε» διηγείται. «Η αναστήλωση ήταν πολύ δύσκολη –δούλευα με Πομάκους μαστόρους, οι οποίοι μου έλεγαν «θα σου βγει πολύ πιο οικονομικό να το γκρεμίσουμε και να το ξαναχτίσουμε». Ήθελα, όμως, να το αναπαλαιώσω, γιατί μου άρεσε πολύ και ήθελα να παραμείνει όπως ήταν. Ανακαλύψαμε και τον χώρο όπου φύλαγαν τον καπνό, κάτω από το κυρίως οίκημα, που είχε ένα είδος φυσικού air condition για να διατηρείται φρέσκο το προϊόν, τον διαμορφώσαμε και τον κάναμε σουίτα, με ξεχωριστή είσοδο. Έπρεπε, βέβαια, να γίνουν και οι απαραίτητες παρεμβάσεις, καινούρια παράθυρα, καινούριες στέγες… Το στυλ, όμως, παρέμεινε παραδοσιακό, πέτρα και ξύλο, και χειροποίητα έπιπλα».

«Η ιδέα υπήρχε από το 2005. Περιμέναμε την περιβόητη προκήρυξη για τις επιδοτήσεις του ΟΠΑΧ, η οποία τελικά δεν ξαναβγήκε ποτέ μετά το 2005, οπότε κάποια στιγμή το πήραμε απόφαση, και το κάναμε εξ ολοκλήρου με δάνεια. Την πίστευα την περιοχή, από το 1984 που έβλεπα τους Γερμανούς τουρίστες να έρχονται στη θεία μου τη Μαρίκα που είχε ένα μικρό κατάλυμα στο χωριό. Γνωρίζω, σαν επιστήμονας δασολόγος, ότι διαθέτει οικοσυστήματα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Στην Πίνδο και τη Ροδόπη βρίσκονται μερικά από τα ελάχιστα παρθένα δάση της Ευρώπης. Αξίζει να αναδειχθεί αυτή η ομορφιά, αυτός ο φυσικός πλούτος, κι εξαρτάται από εμάς να το κάνουμε αυτό».

«Όλα αυτά τα χρόνια κέρδισα μόνο φίλους. Η αγάπη του κόσμου, που έρχεται εδώ και ενθουσιάζεται με την φύση, παίρνοντας λίγη από την αγάπη μας γι’ αυτήν, είναι για μένα το μεγαλύτερο κέρδος. Και βέβαια, με την καθημερινή επαφή με τον κόσμο, βελτιωνόμαστε κι εμείς, γινόμαστε καλύτεροι».


«Η κρίση σίγουρα έχει επηρεάσει πολύ τη δουλειά. Σκέψου ότι το 80% του κόσμου που έρχεται εδώ είναι Αθηναίοι, οι οποίοι πλέον πρέπει να πληρώσουν τα διπλά για βενζίνη σε σχέση με πρόπερσι. Καταλήγει η μετακίνησή τους να είναι πολύ ακριβότερη από το σύνολο των τριών ή τεσσάρων διανυκτερεύσεων εδώ. Ήταν και πολύ βαρύς ο φετινός χειμώνας, οπότε πέρασαν εβδομάδες που δεν είχαμε σχεδόν καθόλου κρατήσεις.

«Παρ’ όλα αυτά, είμαι αισιόδοξος. Η περιοχή έχει πολλά πράγματα να δώσει, μπορούμε να στοχεύσουμε και στον οικοτουρίστα της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Λίγο να βελτιωθούν οι υπηρεσίες, το φαγητό, και η μεταποίηση των προϊόντων της περιοχής, να αναδειχθεί η κτηνοτροφία που είναι βιολογική, να οργανώσουμε δράσεις με ποδήλατο –από τις υπόλοιπες δράσεις έχουμε αρκετές, από κανό και ιππασία μέχρι πεζοπορίες και rafting– και τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα».

(*) Το Αρχοντικό λειτουργεί όλο τον χρόνο. Οι τιμές κυμαίνονται στα 55€ για το δίκλινο με πλούσιο, παραδοσιακό πρωινό. Κρατήσεις πραγματοποιούνται και μέσω του Booking, από εδώ.

Επιστροφή στην Ορεινή Κορινθία

Η Κωνσταντίνα Καραφουλίδου και ο σύζυγός της ξεκίνησαν να φτιάξουν ένα εξοχικό στα Μεσαία Τρίκαλα Κορινθίας, όταν ενθουσιάστηκαν με την περιοχή στην πρώτη τους επίσκεψη, το 1999. Στην πορεία, το ξύλινο σαλέ τους βγήκε τόσο όμορφο, που αποφάσισαν πως θέλουν να φιλοξενούν κόσμο εκεί. Κάπως έτσι, το αρχικό εξοχικό μετατράπηκε σε χρωματιστό ξενώνα, και την 1η Ιουλίου του 2007 εγένετο… Το Σαλέ των Χρωμάτων.

«Προς το παρόν, μένουμε στην Αθήνα και πηγαινοερχόμαστε» εξηγεί η Κωνσταντίνα. «Έχουμε ένα πιτσιρίκι 12 χρονών, και δεν θέλουμε να μεγαλώνει με τις γιαγιάδες και τους παππούδες στην Αθήνα. Όταν ενηλικιωθεί ελπίζουμε να εγκατασταθούμε μόνιμα. Με το σκεπτικό ότι θα μείνουμε μόνιμα, άλλωστε, φτιάξαμε τον ξενώνα –για τα χρόνια της τρίτης ηλικίας» προσθέτει γελώντας. «Εγώ δίδασκα χορό, και ο Γιώργος είναι προπονητής τζούντο, οπότε οι δουλειές μας δεν είναι από αυτές που τις κάνεις μια ζωή.

«Το ξεκίνημα πραγματικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο –κι εμείς αναρωτιόμαστε πώς έγινε αυτό. Δεν είχαμε καν site το 2007, είχαμε βάλει το Σαλέ σε μια μηχανή αναζήτησης της περιοχής, και τα τηλέφωνα έπεφταν βροχή. Δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε. Τότε, βέβαια, υπήρχαν το πολύ τέσσερις ξενώνες στο χωριό. Σήμερα είναι πάρα πολλοί, κι ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος. Αυτός που κάνει καλά τη δουλειά του, βέβαια, θα επιβιώσει. Προσπαθούμε συνέχεια να βρίσκουμε καινούρια πράγματα, να βελτιώνουμε την παροχή υπηρεσιών, να γινόμαστε καλύτεροι.

«Χρήματα, βέβαια, δεν έχουμε βγάλει. Ήταν πολύ μεγάλη η οικονομική επένδυση, βασιστήκαμε εξ ολοκλήρου σε δάνεια για να ξεκινήσουμε, οπότε… όσο δουλεύουμε πληρώνουμε. Δεν έχουμε χάσει, όμως, απολύτως τίποτα. Αντιθέτως, έχουμε κερδίσει απίστευτη ηρεμία, που δεν μπορείς να τη βρεις στην Αθήνα, μια δουλειά που είναι πρωτίστως ξεκούραση, καθώς δουλεύουμε μέσα στο σπίτι μας φιλοξενώντας κόσμο. Έχουμε κερδίσει, επίσης, απίστευτες γνωριμίες, καινούριες φιλίες, νέες εμπειρίες κάθε Σαββατοκύριακο. Έχουμε γίνει καλύτεροι άνθρωποι. Οι γνώσεις που παίρνεις από τόσους ανθρώπους είναι απίστευτες. Η αγάπη που μας δίνει ο κόσμος, που έρχεται και ξανάρχεται, κάνει καλό στην καρδιά και το μυαλό μας.


«Η οικονομική κρίση σίγουρα έχει επηρεάσει τη δουλειά. Εμείς δουλεύουμε κατά κύριο λόγο με μια σταθερή βάση ανθρώπων που μας έχουν επισκεφτεί στο παρελθόν, έχουν αγαπήσει το Σαλέ και όλα αυτά που κάνουμε, και επιστρέφουν.

«Είναι γεγονός ότι κάποια μέρη στην Ελλάδα δεν θέλουν να κατεβάσουν τις τιμές. Τα Τρίκαλα είναι ένα από αυτά τα μέρη. Όταν δεν έχεις κανένα πρόβλημα οικονομικό, δεν σε νοιάζει. Αν δεν θες να βοηθήσεις, πάλι δε σε νοιάζει. Το θέμα είναι να βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Δεν μπορείς να έχεις 130€ το δίκλινο και να περιμένεις τον κόσμο να το πληρώσει σε τέτοιους καιρούς.

«Οι τιμές μπορούν να κατέβουν. Αυτό, βέβαια, λαμβάνοντας πάντα υπ’ όψιν και τις παροχές και το λειτουργικό σου κόστος, που κακά τα ψέματα, στους χειμερινούς προορισμούς είναι πολύ αυξημένο –μόνο τη θέρμανση και το ζεστό νερό να υπολογίσεις. Χώρια το ΦΠΑ και οι φορολογικές κλίμακες που όσο πάνε ανεβαίνουν. Εμείς έχουμε κάνει σημαντικές μειώσεις την τελευταία διετία, κι αυτό πιστεύω πρέπει να το κάνουν όλοι –χωρίς να ρίξουν, όμως, τα στάνταρ. Ειδικά μετά το Πάσχα πέφτουμε σχεδόν στη μισή τιμή. Πραγματικά, αν μπορούσαμε θα κάναμε κι άλλες. Το κόστος ζωής, όμως, δεν έχει μειωθεί ούτε για εμάς, ούτε για αυτά που προσφέρουμε. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε αισιόδοξοι. Οι Έλληνες είναι αυτοί που είναι και δεν μπορούν να αλλάξουν εύκολα. Αν φτάσει η κατάσταση στο απροχώρητο, θα γίνει επανάσταση».

(*) Το Σαλέ των Χρωμάτων λειτουργεί όλο τον χρόνο. Οι τιμές αυτήν την περίοδο κυμαίνονται στα 80€ για το δίκλινο με σπιτικό πρωινό από τα χεράκια της Κωνσταντίνας, ενώ μετά το Πάσχα μειώνονται έως και 50%.

Επιστροφή στον Πάρνωνα

Για τον Αντώνη Παπανικολάου, τα Τσίντζινα, το μικρό χωριουδάκι στην λακωνική πλαγιά του Πάρνωνα ήταν έρωτας με την πρώτη ματιά. «Το 1998 βρέθηκα τυχαία εκεί, κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής με φίλους που πήρε διαφορετική πορεία λόγω προβλημάτων με τα χιόνια. Τότε είδα για πρώτη φορά το δημοτικό σχολείο του χωριού, ένα υπέροχο πέτρινο κτίριο του 1891, που το 2000 θα έβγαινε σε πλειστηριασμό. Το χωριό είχε εγκαταλειφθεί μετά τον πόλεμο, δεν είχε καθόλου μόνιμους κατοίκους. Στον πλειστηριασμό ήμουν μόνος μου» θυμάται. Λίγο καιρό αργότερα, το παλιό δημοτικό σχολείο είχε μετατραπεί στον μοναδικό ξενώνα του χωριού. Και το όνομα αυτού… Σχολαρχείο.


«Στην αρχή ερχόταν κόσμος που ήθελε κάτι ανάμεσα σε ορεινό καταφύγιο και ξενώνα. Σιγά σιγά γνωριστήκαμε με τον κόσμο και αποκτήσαμε ύφος. Δεν έχω καταλάβει ακριβώς γιατί, αλλά πολύς κόσμος το αγκάλιασε. Από το 2003 το Σχολαρχείο ήταν κάθε Σαββατοκύριακο γεμάτο. Με τα χρόνια άρχισε να εμφανίζει κτιριακά προβλήματα, οπότε αναζητούσαμε μία εναλλακτική. Βρήκαμε ένα οικόπεδο με υπέροχη θέα, ψηλά στην είσοδο του χωριού, ενταχθήκαμε σε ένα επιδοτούμενο πρόγραμμα, αλλά μας βρήκε η κρίση με το που ανοίξαμε τα φτερά μας. Και κάπου εκεί ξεφύτρωσε η επόμενη ιδέα, καθώς το 2008 έφυγε ο καλύτερός μου φίλος από την Αθήνα, όπου δούλευε ως χρηματιστής, παντρεύτηκε στο χωριό και μπήκε συνέταιρος. Φορέσαμε στην κουκουβάγια του Σχολαρχείου τήβεννο, και ανοίξαμε το Πρυτανείο».

«Οι δυσκολίες στην αρχή είχαν να κάνουν με τον κόσμο και τη ζωή στην ύπαιθρο: Υπάρχει μια αγνότητα από την μια πλευρά, αλλά από την άλλη πάντα θα είμαι ο «ξένος» εδώ, κι ας είναι η καταγωγή μου από ένα χωριό είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω. Κατά τα άλλα, μια επιδότηση που δεν πήραμε τελικά ποτέ, μια επιστροφή ΦΠΑ που δεν ήρθε ποτέ… Και συνεχίζουμε να χαμογελάμε.

«Έχουμε κερδίσει ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα, και το οποίο μπορούμε να το μοιραστούμε με τον κόσμο που μας επιστρέφει την αγάπη, και μια δουλειά που πραγματικά μας γεμίζει.


«Κρατάμε πολύ χαμηλά τις τιμές σε σχέση με αυτό που προσφέραμε. Ήρθαμε εδώ για την ποιότητα ζωής, και όχι για να βγάλουμε βίλες και πισίνες. Ακόμα είμαστε γεμάτοι κάθε Σαββατοκύριακο. Έχουμε πλέον και εστιατόριο, και σχεδιάζουμε πολλές παράλληλες δραστηριότητες: διοργανώνουμε πεζοπορίες σε μονοπάτια, σερβίρουμε και πουλάμε τοπικά προϊόντα, χωρίς να μεταπράτουμε τίποτα, σχεδιάζουμε και ένα αγρόκτημα για βιολογική καλλιέργεια και λάδι το οποίο σκεφτόμαστε να διοχετεύσουμε στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά.

«Η ελληνική αγορά, αλλά και η κοινωνία, κινήθηκε μέσα σε μια απίστευτη υπερβολή, μέχρι που μας χτύπησε την πόρτα η οικονομική κρίση. Στο Σχολαρχείο ερχόταν κόσμος και με ρώταγε γιατί έχω τόσο χαμηλές τιμές, με συμβούλευαν να τις ανεβάσω. Ήταν τότε και θέμα πρεστίζ, να λες πήγα στο Σχολαρχείο και πλήρωσα τόσα λεφτά. Εγώ θέλω πάντα να φεύγει ο κόσμος νιώθοντας ότι «χρωστάει», ότι πήρε περισσότερα απ’ όσα έδωσε. Τώρα αρχίζει να το εκτιμά ο κόσμος αυτό».

(*) Το Πρυτανείο λειτουργεί όλο τον χρόνο. Οι τιμές ξεκινούν από 55€ για το δίκλινο δωμάτιο, με πλούσιο, παραδοσιακό πρωινό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: