Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

George Chinnery , ο καταχρεωμένος ζωγράφος


Της Pιτσας Mασουρα

Πάντα ο άνθρωπος αναζητούσε τρόπους διαφυγής από την πραγματικότητα. Του ήταν δυσνόητη, καταπιεστική, κανονιστική, αλλά και βάρβαρη. Ακόμη κι όταν κατέφευγε στη λογική για να την ερμηνεύσει, δυσανασχετούσε αφόρητα. Ηταν τόσο έντονη η αντίθεση ανάμεσα στα θέλω και τα πρέπει, ώστε σαν βαρυποινίτης σκάλιζε τους τοίχους του κελιού του, ελπίζοντας στο φως. Γι’ αυτό και κατέφευγε στην Τέχνη. Οχι μόνον ως διαφυγή, αλλά και ως επουλωτική γάζα που μπορούσε να την απλώσει στην πληγή για να τη γειάνει. Σήμερα, σε καιρούς κυριαρχίας των αγορών και καιρούς δημοσιονομικής πειθαρχίας, ο άνθρωπος αγκαλιάζει εκ νέου την Τέχνη. Ακόμη κι αυτός που αδιαφορούσε, που του φάνταζε πολυτέλεια, χάσιμο χρόνου, ιστορία για ευαισθητοποιημένους ή κοσμικούς ανθρώπους, ακόμη κι αυτός αναζητεί το απάγκιο μιας έκθεσης ζωγραφικής, πηγαίνει σε μουσεία, επιλέγει θεατρικές παραστάσεις, συμμετέχει σε ξεναγήσεις, παρακολουθεί μουσικά δρώμενα, παρότι τα πάντα υπερβαίνουν τις δυνάμεις του.

Ο Φράνσις Μπέικον, ο ζωγράφος που χειρίστηκε με μοναδικό τρόπο τον θυμωμένο άνθρωπο και που εξ αντιδιαστολής τον τοποθετούσε σε φωτεινά δωμάτια έλεγε ότι η τέχνη είναι ένα είδος παιχνιδιού με το οποίο ξεχνιέσαι. Ισως γι’ αυτό και πίστευε ότι από μόνο του το γεγονός αυξάνει την υπευθυνότητα του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν αρκείται πια στο ταλέντο του, αλλά γίνεται μέρος του παιχνιδιού και εμβαθύνει κατά το δυνατόν περισσότερο σε κάθε καλλιτεχνική του πρόταση. Την άποψη του Φράνσις Μπέικον είχε εκφράσει πολύ νωρίτερα ένας άλλος, προγενέστερός του Αγγλος ζωγράφος, ο George Chinnery (1774-1852). Ο Chinnery όμως, περιέργως, γίνεται επίκαιρος σήμερα, όχι μόνο για τον τρόπο που ζωγράφιζε ή έβλεπε την Τέχνη, όσο για το ότι μονίμως κυνηγημένος από τους πιστωτές του έφευγε από τον τόπο διαμονής του, αναζητώντας αλλού την ελευθερία. Ετσι, από την Αγγλία, τον βρίσκουμε να ζωγραφίζει στην Ινδία πρώτα και μετά στην Καντόνα και το Μακάο, συνήθως εντός των ορίων τής τότε βρετανικής αυτοκρατορίας. Αυτές τις μέρες και μέχρι τις 21 Ιανουαρίου του 2012, εκατό έργα του ζωγράφου εκτίθενται στο Σπίτι της Ασίας, στο Λονδίνο.

Δεν είναι λίγοι οι Ευρωπαίοι ζωγράφοι που παθιάστηκαν με την Ανατολή. Ενδεχομένως το ’χουμε διαβάσει στο βιβλίο του Μάριο Βάργκας Λιόσα «Ο παράδεισος στην άλλη γωνία», όπου το κυρίαρχο μοτίβο είναι ένας ονειρικός κόσμος έξω από συμβάσεις και μακριά από τον συντηρητισμό της Ευρώπης. Στο τέλος όμως κάποιοι επέστρεφαν στη γενέθλια γη για να συνεχίσουν τις δημιουργίες τους. O Chinnery, άτομο πληθωρικό, αστείο και απρόβλεπτο, δεν επέστρεψε και έγινε από μόνο του εξωτική δημιουργία στην Καλκούτα, στην Καντόνα και στο Μακάο. Για πολλούς Βρετανούς εκείνης της εποχής, η ύπαρξη της βρετανικής αυτοκρατορίας ήταν τρόπος διαφυγής από τη φτώχεια, την οικογένεια και τους πιστωτές. Αυτή είναι η περίπτωση του George Chinnery Οπως σημειώνει ο δημοσιογράφος Andrian Hamilton στον Independent, όταν ο ζωγράφος σάλπαρε για την Ινδία, το 1802, άφησε πίσω του σύζυγο, παιδιά και ένα τεράστιο χρέος. Ωστόσο, στην Ινδία δεν άλλαξε τις συνήθειές του. Κι ύστερα από δύο δεκαετίες, κυνηγημένος από τους εκεί πιστωτές του μετακινήθηκε στην Κίνα, το 1825, όπου και έζησε ώς το τέλος της ζωής του, το 1852.

Στην Ινδία σύχναζε στην αυλή Βρετανών αξιωματούχων, τρώγοντας και πίνοντας δωρεάν. Φαίνεται όμως ότι ζωγραφίζοντας τα παιδιά ενός εξ αυτών, του συνταγματάρχη Τζέιμς Κιρκπάτρικ «The Kirkpatrick Children» ξεπέρασε τα όριά του, αγγίζοντας τη διασημότητα. Ο συγκεκριμένος πίνακας -διαβάζουμε στον Independent- εκπέμπει τη μελαγχολία δύο μικρών παιδιών που επρόκειτο να αναχωρήσουν για την Αγγλία, προκειμένου να βαπτιστούν και να αποκτήσουν χριστιανικά ονόματα και βεβαίως δεν θα έβλεπαν ποτέ ξανά τους γονείς τους. Ο Chinnery αποτυπώνει τη ζωή στον τόπο όπου κατοικεί. Προσκολλάται στον καθημερινό άνθρωπο. Αποτυπώνει παντού τον αχθοφόρο, τον ψαρά, τον τζογαδόρο στη μέση της αγοράς, τον εμποράκο, τον καλλιεργητή ρυζιού, όλους εκείνους που πολύ θα ήθελε να προστατέψει από τα αφεντικά και τους πιστωτές τους… Η Τέχνη, λοιπόν, απλή όπως το νερό που κυλάει στο ποτάμι, όπως οι γυναίκες που πλένουν στις όχθες του τα λιγοστά τους ρούχα, αλλά συνάμα δυσνόητη, όταν επιχειρεί να ερμηνεύσει την ίδια τη ζωή.



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: