Γγέοργκ Λούντβιχ Μάουρερ
Ο φόρος της βοσκής πρωτομπήκε το 1829. Όλα τα βοσκοτόπια της Ελλάδας, όπου βόσκουν πολλές χιλιάδες πρόβατα, γίδια, άλογα, μουλάρια, βόδια και γουρούνια – και όπου και σήμερα (1834) ακόμα τριγυρίζουν νομάδες με τα κοπάδια τους –ανήκουν σχεδόν όλα στο κράτος. Για να αξιοποιηθεί και αυτός ο τομέας προς όφελος του κρατικού ταμείου, η Εθνοσυνέλευση του Άργους εξουσιοδότησε τον Καποδίστρια να επιβάλει φόρο για τη βοσκή, και το έσοδο αυτό να δοθεί στα επαρχιακά ταμεία. Για τα πρόβατα και τα γίδια ο φόρος κατά κεφάλι ορίστηκε στους είκοσι παράδες το χρόνο, ενώ για τα άλογα, τα μουλάρια, βόδια κλπ σαράντα παράδες. Τα ζώα που χρησιμοποιούνταν για ζέψιμο – άλογα, μουλάρια και βόδια – καθώς και τα πρόβατα και τα γίδια που δεν ήσαν ακόμα χρονιάρικα, θα έμενα αφορολόγητα. Πάντως και η ελαφριά αυτή επιβάρυνση μειώθηκε τον επόμενο χρόνο – το 1830 – κατά ένα τέταρτο.
Αλλά κι η είσπραξη αυτού του φόρου παρουσίαζε αρκετές δυσκολίες. Όχι πως οι χωρικοί έβρισκαν το ποσοστό μεγάλο, ούτε και είχαν αντίρρηση να το πληρώσουν, αλλά ήταν αδύνατο να καταμετρήσεις πόσα ζώα βόσκανε στα λειβάδια, και ο κάθε τσοπάνος πλήρωνε ό,τι ήθελε. Έτσι το Δημόσιο δεν έβγαζε σχεδόν τίποτα, και με την αναστάτωση του 1832 δεν εισπράχθηκε ούτε ένας παράς.
‘Ο Ελληνικός Λαός’
Εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1976, σελ. 351
1 σχόλιο:
ΤΡΕΛΟΓΙΑΝΝΗ ΕΙΣΑΙ ΜΕ ΤΑ ΚΑΛΑ ΣΟΥ;
ΠΑΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΕΙΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΔΕΕΣ ΦΟΡΟΜΠΗΞΙΑΣ;
Δημοσίευση σχολίου