Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Μάνα είναι μόνο μία, ευτυχώς

Έπαιζε στα δάχτυλά του ένα μικρό μηχάνημα που είχε αγοράσει από κάποιον πάγκο στην Πανεπιστημίου. Τον είχε εντυπωσιάσει που ο πωλητής είχε φέρει μαζί του αμπελόφυλλα και βρασμένο ρύζι για να δείχνει εκεί μέσα στην κίνηση πώς μπορείς να «στρίβεις» ντολμαδάκια.

«Κοίτα μάμα, τι θα σου φτιάχνω μ’ αυτό». Είχε αποφασίσει να μαζευτεί στο πατρικό του. Για οικονομία και για να ξαναστήσει στα πόδια της τη μητέρα του που, φθάνοντας στα 90, λες και είχε φύγει όλος ο αέρας από μέσα της. Και είχε καταρρεύσει μένοντας όλο το εικοσιτετράωρο σχεδόν ακίνητη στο διπλό κρεβάτι, που κάποτε μοιραζόταν με τον πεθαμένο πια πατέρα του.

«Εγώ δεν θέλω», του είπε. Ένα από τα συμπτώματα της κατάρρευσής της ήταν και αυτή η αντίσταση σε κάθε φαγητό. Αρνητισμό το είχε χαρακτηρίσει ο γιατρός και ήταν ένας από τους καθημερινούς μπελάδες του. Αυτός δεν ήταν σε θέση ούτε για τον εαυτό του να μαγειρεύει κάθε ημέρα, όχι για έναν άρρωστο και μάλιστα ανόρεχτο άνθρωπο. Οι άλλοι μπελάδες ήταν οι γνωστοί. Πρωινό, βραδινό κουάκερ, πορεία μέχρι την τουαλέτα για καθαριότητα και χάρτινο εσώρουχο, το σώμα που κάποτε έφηβος είχε κρυφοκοιτάξει τώρα του παραδιδόταν αλλά σε μια άλλη έκδοση πια. Το πιο οδυνηρό όμως ήταν το σύρσιμο της εντελώς αδύναμης γυναίκας για να φθάσει να ανακαθίσει στο κρεβάτι και ν’ αρχίσει η μάχη του ταΐσματος. Αν και ήταν δυνατός ακόμη κι εκείνη ένα δέρμα απλωμένο επάνω σε κόκαλα, η τελευταία αυτή διαδικασία του ήταν ιδιαίτερα οδυνηρή. Η μέση του πλέον πονούσε επικίνδυνα άσχημα. Τότε ήταν που σκέφθηκε με σαρκασμό μέσα του: Μάνα είναι μόνο μια, ευτυχώς. Και ακόμη ευτυχώς είχε συμβεί και άλλη αλλαγή. Ενώ μια ζωή τρωγόταν μαζί του γιατί δεν της άρεσαν διάφορα πράγματα που παρατηρούσε επάνω του, τώρα κάτι είχε αλλάξει. Ενώ για χρόνια του εύρισκε αξιοκατάκριτο που δεν έμοιαζε με όλους τους άλλους, στον τρόπο ζωής, στο φαγητό, στα ρούχα, ενώ του έλεγε πως δεν της αρέσει που δεν πάει με το ρεύμα, τον έλεγε σκληρό και τον θεωρούσε άβολο να ζεις μαζί, τώρα η κριτική είχε σταματήσει. «Σημάδι των γηρατειών κι αυτό, να το έχω υπόψη μου και για εμένα. Όταν αρχίσω να μαλακώνω με τους γύρω…», σκέφθηκε. Μέχρι που του είπε ένα βράδυ, «πόσο εύκολα περνάει μαζί σου η ώρα», καθώς για να την ταΐσει την κατάφερε να αρχίσει να λέει για παλιά πράγματα ξεχνώντας να μετράει τις μπουκιές που με δυσκολία κατάπινε. Πώς είχε γλυκάνει έτσι μαζί του;

«Τι με κρατάς εδώ, έτσι που έγινα», του είπε μια από τις προηγούμενες ημέρες, «να πας να με πετάξεις». «Δεν τους πετούν τους γέρους», της απάντησε χωρίς πολλή σιγουριά στη φωνή του. Πάντα σε τέτοιες κουβέντες είχε μπροστά του, και αυτό του χάριζε ψευδαισθήσεις, εκείνη την εικόνα από μια παλαιότερη γιαπωνέζικη ταινία. Σε ένα χωριό οι άνθρωποι ήταν τόσο φτωχοί ώστε για να μην έχουν να τους θρέφουν και παίρνουν την τροφή των νεώτερων, τους φορτωνόταν στην πλάτη τους και ανέβαιναν ένα ψηλό χιονισμένο βουνό όπου τους παρατούσαν κάπου εκεί σε μιαν έρημη παγωμένη πλαγιά. Εμείς τώρα δεν κάνουμε έτσι. Το «τώρα» είχε μπει εκεί διότι αργότερα, με χειρότερα τα οικονομικά ποιος ξέρει πού θα κατέληγαν κι εδώ. Καταλάβαινε άλλωστε ότι η Κυβέρνηση μεταχειριζόταν τους ηλικιωμένους σαν καύσιμη ύλη και μάλιστα πολύ βολική αφού δεν έβγαζε και πολύ καπνό. Καπνό από την οργή της για τα χρήματα που αφαιρούσαν απτόητοι οι πολιτικοί με το έτσι θέλω. Αλλά από αυτό το εξουθενωμένο σώμα πόσο να αισθανθείς απειλή; Ούτε καν την ημέρα των εκλογών, αφού μάλλον δεν θα σερνόταν μέχρι το Εκλογικό Κέντρο έτσι ή αλλιώς.

Ήταν δυο ημέρες πριν τα Χριστούγεννα και φυσικά δεν είχε στολίσει. Εύρισκε εδώ και χρόνια τόσο αταίριαστα με τον τόπο, όλα αυτά τα μπαμπάκια στα κλαδάκια, τον χοντρό με τα κόκκινα και το εντελώς από τη δυτική εικονογραφία βγαλμένο κατάλευκο μωράκι (πού μωρέ, στην Παλαιστίνη;). Και μόνο τα στολίδια που του έλειπαν. Ήταν ένα σπίτι υπό κατάρρευση καθώς αυτός, μοναχοπαίδι, γύριζε αλλού και η μάνα του, όσο βυθιζόταν στη μοναξιά και τα γεράματα άφηνε το σπίτι να το πολιορκούν οι αράχνες, οι κισσοί, οι κατσαρίδες ενώ εκείνη (τους) πέταγε το φαγητό που της έφερνε. Τώρα είχαν αρχίσει την κατάληψη. Μια κατσαρίδα φάνηκε να κάνει τα τρεξίματά της επάνω στην κουβέρτα. Η μητέρα του όμως έδειχνε πως την παρακολουθούσε αλλά έμενε αδιάφορη. Σον κόσμο της, σκέφθηκε εκείνος, δεν θα είναι κάτι τόσο τρομερό και αηδιαστικό οι κατσαρίδες. «Χρόνια πολλά για αύριο, για την πεθερά σου που γιορτάζει» του πέταξε απότομα. Την κοίταξε με απορία. «Ελένη δεν την λένε;». «Με τρεις κουβέρτες σκεπάζεσαι», ξεκίνησε να της λέει. Το υπόλοιπο, ότι δηλαδή πώς μπορούσε να είναι Μάιος με τέτοιο κρύο και ποια πεθερά τώρα, το κατάπιε. Θα την έφερνε στον κόσμο του ή θα έμπαινε στον δικό της; Ακόμη δεν είχε ιδέα τι να κάνει.

Η Ελένη και ο Κωνσταντίνος μάνα και γιός δεν ήταν; Το σκέφθηκε επάνω στην απελπισία του. Παρ’ όλο που δεν πίστευε, μήπως θα μπορούσαν να κάνουν κάτι να τον βοηθήσουν σ’ αυτή την περίσταση;



πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: