Το ούζο είναι δυνατό ποτό κι έχει ένα «κουσούρι» που θα ‘πρεπε
να αναγράφεται στην ετικέτα της φιάλης: «δεν πίνεται ξεροσφύρι»!
Δημήτης Ρουσουνέλος
Στο καφέ-μπαρ-εστιατόριο της πλατείας, οι καρέκλες πολυθρονέ με μαξιλάρι, η πέργκολα κοστίζει μια περιουσία, οι σερβιτόρες πλασμένες με τα καλύτερα υλικά, ευγενικές, πρόθυμες στην εξυπηρέτηση, καθώς επιβάλει η εποχή και η ηλικία τους. Ζητώ ένα ούζο με μεζέ. Το κορίτσι με το ηλεκτρονικό παραγγελτήρι με κοιτά και φεύγει με χαμόγελο. Σε λίγο καταφτάνει ο μαιτρ ασθμαίνων:
-Τι ζητήσατε από την κοπέλα, γιατί δεν κατάλαβε…
-Ένα ούζο με μεζέ!
-Να σας φέρω τον κατάλογο να ρίξετε μια ματιά;
Έπιασα πάλι τον πλούσιο κατάλογο με τα ευφάνταστα πιάτα, τα περίτεχνα ποτά και τους λογής καφέδες, που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του καφενείου σνακ μπαρ και δεν υπολείπονται καθόλου ενός καλού εστιατορίου. Δεδομένου ότι δεν βρήκα τίποτα άλλο πρόσφορο, επανέλαβα την παραγγελία μου επί το ορθώτερον:
-Ένα ούζο, παρακαλώ, δίχως πάγο και μια χούμους με πιτούλες.
Λογαριάζω την άγνοια της λέξης «μεζές» και δεν μου βγαίνει η σούμα, κυρίως όταν κάτω από την πιατέλα με τον ρεβιθοπολτό και τις πιτούλες, το χαρτάκι της ταμειακής αναγράφει ευθαρσώς 14 ευρώ.
Σκέπτομαι ότι τα κρασιά γράφουν στη φιάλη ουσιαστικές λεπτομέρειες που τείνουν να αυξήσουν την απόλαυση, όπως: τα ιδανικά φαγητά που μπορούν να συνοδεύσουν, την προτεινόμενη θερμοκρασία, την ποικιλία των σταφυλιών, τον τόπο και το μικροκλίμα, τον αλκοολικό βαθμό, την περιεκτικότητα σε θειώδη. Πέρα από την ευχαρίστηση, οι πληροφορίες συντηρούν κι ένα μύθο κι αυτό το ξέρουν καλά οι οινοχόοι όταν μιλάνε για το κρασί που προτείνουν. Όσο πιο πειστικός ο μύθος, τόσο πιο γλυκό το μεθύσι της απόλαυσης.
Το ούζο θέλει μεζέ. Από ένα πιατάκι στραγάλια που σέρβιρε ένα παλιό καφενείο, μέχρι ό,τι απλό και μερακλίδικο βγάλει το τηγάνι, η σχάρα ή το γυάλινο βάζο. Είναι δυνατό ποτό κι έχει ένα «κουσούρι» που θα ‘πρεπε να αναγράφεται στην ετικέτα της φιάλης: «δεν πίνεται ξεροσφύρι»! Διαφορετικά πίνεις και γίνεσαι «βασιλιάς δικτάτορας, Θεός και κοσμοκράτορας» με τον τρόπο που απέδωσε ένα τραγούδι του ’30 η Χάρις Αλεξίου.
Η καρδιά του ούζου χτυπά στο Βορειανατολικό Αιγαίο, στα καφενεία και τα ουζερί πλάι στις αγορές των πόλεων και των χωριών.
Τα τελευταία χρόνια το πιατάκι με τη ρέγκα, την ελιά και την ταραμοσαλάτα χαλάει ίσως την «εστιατορέ» εικόνα με τα τεράστια πιάτα σε απίθανα σχήματα καλουπαρισμένης πορσελάνης. Έτσι μπορείς να απολαύσεις ούζο με τσιπούρες πελαγίσιες, αστακομακαρονάδες, ριζότο με μελάνι σουπιάς και φύλλα χρυσού. Με τον παρά σου, παρέα με την κυρά σου και την ψευδαίσθηση ότι το σύστημα δουλεύει υπέρ σου.
Ακούω για ένα νέο κύμα, μια νέα τάση με άρωμα παλιό που φέρνει στο τραπέζι μας μικρά πιατάκια, μεζεκλίδικα. Μακάρι να πιάσουμε το νήμα εκεί που το είχαμε αφήσει. Μόνο μη δούμε -γιατί κάτι τέτοιο υποψιάζομαι- το όλον concept στολισμένο κι ονοματισμένο με ό,τι πιο ξενόφερτο κι εντυπωσιακό κατεβάσει η κούτρα του σύγχρονου κάπελα, χάριν της πλέον χειρουργικής αφαίμαξης της φοροκάρτας (πλέον) ημών των νεοελλήνων. Γιατί τότε δικαίως θα συνεχίσουμε να άδουμε το ίδιο άσμα με την προφητική τελευταία του στροφή: «Δική μου είναι η Ελλάς που στη κατάντια της γελάς, της λείπει το ένα της ποδάρι, που της το παίξανε στο ζάρι» κι αυτή τη φορά θα ‘ναι με τον τρόπο της Ρόζας Εσκενάζυ.
Άντε στην υγειά μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου