O Γιάννης Τσέλεπος είναι ο οινοποιός του οποίου το όνομα είναι ταυτισμένο με το Μοσχοφίλερο, μια από τις ξεχωριστές ελληνικές λευκές ποικιλίες αμπελιού. Οι διακρίσεις που έχει συγκεντρώσει το Κτήμα και τα προϊόντα του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό είναι πολλές. Ετσι, η πρόσφατη συνεργασία του με την Κίνα για την προμήθεια της εκεί αγοράς με κρασί δικής του παραγωγής δεν φαντάζει και τόσο απρόσμενη. Και όπως φαίνεται, κέρδισε το μεγάλο στοίχημα για την ανάπτυξη σε ξένες αγορές.
Ο ανήσυχος οινοποιός είναι άνθρωπος που πατά σταθερά στην αρκαδική γη. Εκεί, στους πρόποδες του όρους Πάρνωνα, απλώνονται τα αμπέλια του, το οινοποιείο και η κάβα όπου παλαιώνει το κρασί του. Σκαρφαλώνοντας την πλαγιά ανακαλύπτεις το πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αγίου Τρύφωνα, το εκκλησάκι του κτήματος.
"Θεωρώντας ότι το κρασί έχει μια ιστορική διαδρομή μέσα από την ορθοδοξία και την παράδοσή της, επιλέξαμε την κορυφή του υψηλότερου λόφου του κτήματος, με υψόμετρο 800 μέτρα, με θέα όλο το αρκαδικό οροπέδιο και φτιάξαμε το πετρόκτιστο εκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Τρύφωνα, προστάτη των αμπελουργών", λέει ο Γιάννης Τσέλεπος. Πρόσφατα, στο εκκλησάκι, με αφορμή το τέλος του τρύγου, προσκλήθηκε ο πατήρ Επιφάνιος, που έκανε μια λειτουργία αφιερωμένη στην καινούργια σοδειά.
Ο Γιάννης Τσέλεπος μοιράζεται με τον πατέρα Επιφάνιο την κοινή τους αγάπη για το κρασί: "Με τον μοναχό της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ορους συναντηθήκαμε για πρώτη φορά σε μια έκθεση κρασιού. Με εντυπωσίασε εκτός των άλλων η αγάπη και η αφοσίωσή του στο κρασί. Από τότε μετρά η φιλία, ο σύνδεσμος μας, καθώς και οι πολύωρες συζητήσεις μας γύρω από το κρασί και τη γαστρονομία. Οι συμβουλές του και η συνδρομή του στη δημιουργία του Αγίου Τρύφωνα ήταν σημαντική. Χρόνια τώρα έχει γίνει θεσμός στο κτήμα μας, στο τέλος του τρύγου να μας επισκέπτεται, να μας εύχεται για τη νέα σοδειά, να μας μαγειρεύει με τη μοναδική του τέχνη και απολαμβάνοντας τα γευστικά δημιουργήματά του να δοκιμάζουμε κρασιά από παλιές, εξαιρετικές χρονιές που ξεκουράζονται στο υπόγειο κελάρι μας".
Η γαλλική εμπειρία
Ο Γιάννης Τσέλεπος, με καταγωγή από την Κύπρο αν και πολλά χρόνια πολιτογραφημένος πλέον Αρκάς, έχει μια ενδιαφέρουσα πορεία που ξεκινά το 1974. "Μετά τον πόλεμο έφυγα από την Κύπρο, απόφοιτος Λυκείου και ενώ η αρχική μου επιλογή ήταν να σπουδάσω στην Αγγλία, μέσα από την αντίθεση και τον θυμό που είχα για τους Αγγλους, λόγω των δεινών που προξένησαν στον τόπο μου, βρέθηκα στη Γαλλία περιπλανώμενος", εξιστορεί με τη χαρακτηριστική κυπριακή προφορά του ξεδιπλώνοντας τις αναμνήσεις του.
Ο γαλλικός αμπελώνας τον μάγεψε όπως και "η τέχνη του κρασιού της Βουργουνδίας, και επηρεασμένος από τα διάφορα οικολογικά και εναλλακτικά κινήματα της εποχής, αποφάσισα να σπουδάσω οινολογία. Τελειώνοντας τις σπουδές και ερευνώντας το ελληνικό γίγνεσθαι στο κρασί, το οποίο τότε ήταν ακόμα στα σπάργανά του, βρέθηκα στην Αρκαδία και τον αμπελώνα της, όπου εκεί αμέσως διέκρινα τις μεγάλες δυνατότητες της ποικιλίας μοσχοφίλερο. Μέχρι τότε, το μοσχοφίλερο το χρησιμοποιούσαν μόνο ως χύμα κρασί για να ενισχύσει την οξύτητα και το άρωμα στα χαρμάνια των λευκών κρασιών".
Η προσωπική περιπέτειά του με το κρασί ξεκίνησε στην αρκαδική γη αφού από το 1982 έως το 1989 δούλεψε ως σύμβουλος σε διάφορα οινοποιεία της περιοχής. "Καταρχάς συνεργάστηκα με την οινοποιία των αδελφών Νασιάκου και στη συνέχεια ως σύμβουλος οινολόγος του αείμνηστου Κωνσταντίνου Αντωνόπουλου. Εμφιαλώσαμε τις πρώτες φιάλες "Ορεινά Κτήματα", που μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '80 κρατούσαν σταθερά τα σκήπτρα στο ποιοτικό κρασί μικρής παραγωγής".
T ότε ήταν που άρχισε να ωριμάζει η ιδέα της δημιουργίας ενός δικού μου οικογενειακού καθετοποιημένου κτήματος". Η αναγέννηση της ποικιλίας Μοσχοφίλερο και το ενδιαφέρον του για την περιοχή τού δίνει ώθηση να πάρει την μεγάλη απόφαση. "Το 1989 φυτεύουμε τα πρώτα αμπέλια από Μοσχοφίλερο και Merlot. Μέχρι το 1992 που κυκλοφορεί η πρώτη ετικέτα του Κτήματος, έχουμε ήδη έναν αμπελώνα 100 στρεμμάτων, ένα μικρό οινοποιείο και στο εξής ρίχνουμε όλο το βάρος στην επέκταση του αμπελώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας όλη η προσπάθεια γίνεται προς την κατεύθυνση της ανάδειξης της ζώνης Μαντινείας και όλες τις δυνατότητες και εκδοχές του Μοσχοφίλερου". Ετσι, το επόμενο βήμα είναι ένα αφρώδες κρασί από Μοσχοφίλερο. Επειτα από χρόνια δουλειάς και συσσώρευση εμπειριών "κυκλοφορούμε το πρώτο ελληνικό αφρώδες κρασί με την παραδοσιακή μέθοδο της Καμπανίας, το Amalia Brut, που φέρει το όνομα της γυναίκας μου".
Η πορεία του στέφεται από επιτυχία. "Σήμερα έχει ξεπεράσει σε παραγωγή τις 50.000 φιάλες και είμαι περήφανος που πάνω από 70% εξάγεται. Η αγορά του στην Ελλάδα είναι περιορισμένη. Το αφρώδες δεν είναι κομμάτι της καθημερινής κουλτούρας των Ελλήνων όπως σε άλλες χώρες" Το Amalia Brut έχει τη διαφορετικότητα που του χαρίζει το Μοσχοφίλερο και γι' αυτό το περιοδικό Wine & Spirits το ανακήρυξε μια από τις 100 γεύσεις που πρέπει να δοκιμάσουν οι Αμερικανοί.
Ο κ. Τσέλεπος με βήματα σταθερά προχωρά και "το 2002 ολοκληρώνονται οι επενδύσεις στον αμπελώνα και στο οινοποιείο στις Ρίζες Τεγέας, στους πρόποδες του Πάρνωνα. Νιώθουμε περήφανοι γιατί είμαστε το πρώτο κτήμα στην Ελλάδα που λάνσαρε στην αγορά κρασιά με το όνομα που φέρει το αμπελοτόπι τους, θέλοντας να δώσουμε τη ιδιαιτερότητα των ποικιλιών σε σχέση με το μικροκλίμα και το αμπελοτόπι. Ετσι, προέκυψαν τα Μελισσόπετρα (Gewurztraminer), Μαρμαριάς (Chardonnay), Αυλοτόπι (Cabernet sauvignon) και Κοκκινόμυλος (Μerlot)".
Το 2003 συνεχίζει με την αγορά ενός αμπελώνα στο Κούτσι στη Νεμέα, πατρίδα του αγιωργίτικου: "Η αναγνωρισιμότητα των κρασιών μας στην ελληνική αγορά έχει φτάσει σε ένα καλό σημείο. Τότε δημιουργείται η αναγκαιότητα στρατηγικής για τη διείσδυσήη μας στις αγορές του εξωτερικού, στρατηγική που πιστεύουμε ότι πρέπει να στηρίζεται στις δυνατότητες και τον πλούτο των ελληνικών γηγενών ποικιλιών. Το επόμενο βήμα μας είναι η αγορά ενός αμπελώνα. Η επιλογή του terroir, στο Κούτσι, έγινε έπειτα από πολλές έρευνες που μας έδειξαν ότι είναι η περιοχή που μπορεί να κάνει τη μεγάλη διαφορά στα κρασιά της Νεμέας. Παρότι το κόστος αγοράς ήταν διπλάσιο από άλλες περιοχές της Νεμέας, προχωρήσαμε στην αγορά 82 στρεμμάτων. Δουλέψαμε πολύ αναμπελώνοντας κάποια κομμάτια και φτιάξαμε ένα μικρό οινοποιείο που παράγει κρασιά αποκλειστικά από αγιωργήτικο. Θέλοντας να διαφοροποιήσουμε το κτήμα από το Κτήμα Τσέλεπου στην Αρκαδία, 50 χιλιόμετρα μακριά και σε άλλη αμπελουργική ζώνη, το ονομάσαμε Κτήμα Δρυόπη".
Οταν τον ρωτάς αν πιστεύει ότι υπάρχουν στρατηγικές που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν οι Ελληνες παραγωγοί για να αντιμετωπίσουν τον σκληρό ανταγωνισμό στον τόπο τους και στις ξένες αγορές, είναι σαφής: "Το Κτήμα Τσέλεπου καθώς και άλλοι οινοποιοί μέσω των φορέων μας δημιουργήσαμε το στρατηγικό σχέδιο του ελληνικού κρασιού. Πιστεύουμε ότι ένα μοντέλο βασισμένο στη διαφορετικότητα, την ιδιαιτερότητα και την μοναδικότητα των ελληνικών ποικιλιών, θα δώσει τη δυνατότητα στο ελληνικό κρασί να διεισδύσει και να καταξιωθεί στις δύσκολες αγορές του εξωτερικού που κατακλύζονται από κρασιά χωρίς προσωπικότητα από κάθε μεριά του πλανήτη. Ηδη τα πρώτα αποτελέσματα στις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου ακολουθήθηκε αυτό το μοντέλο είναι παραπάνω από ενθαρρυντικά".
Tο αμερικανικό περιοδικό Wine & Spirits συμπεριέλαβε τον Τσέλεπο στους 50 καλύτερους οινοποιούς με παρουσία στην Αμερική. "Το ελληνικό κρασί πρέπει να στηριχτεί στην υψηλή ποιότητα και στην μοναδικότητα των ποικιλιών του, όπου στην κατηγορία αυτή ανταγωνιζόμενο τα αντίστοιχα ξένα είναι πολύ φθηνότερο".
ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΓΟΡΑ
Ρεαλιστικές θέσεις
Η άποψη του Γιάννη Τσέλεπου για την αξιοποίηση και προώθηση των γηγενών ποικιλιών είναι σαφής και ξεκάθαρη: "Πιστεύω ότι το ελληνικό κρασί δεν είναι ακριβό στη διεθνή αγορά. Αυτό που πρέπει να κατανοήσουν οι Ελληνες παραγωγοί είναι ότι το ελληνικό κρασί δεν μπορεί να ανταγωνιστεί κοστολογικά ούτε ποιοτικά τις χώρες που παράγουν βιομηχανικά και τεχνολογικά κρασιά όπως η Αργεντινή, η Χιλή, η Ν. Αφρική, η Αυστραλία κ.α. Δύο βασικοί παράγοντες που σίγουρα επηρεάζουν τον καταναλωτή στην επιλογή κρασιού είναι η τιμή και το brand name. Εδώ θα πρέπει να γίνει ένας διαχωρισμός ανάμεσα στα κρασιά μόδας που "έρχονται και παρέρχονται", και στα κλασικά κρασιά, τα οποία στο πέρασμα του χρόνου παραμένουν πιστά στην προτίμηση των καταναλωτών".
Nίκη Mηταρέα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου