Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Γεύσεις απο μοναστήρια των Κυκλάδων





Μοναστηριακή γαστρονομία; Ισως με την πρώτη σκέψη να μοιάζει με σχήμα οξύμωρο, τουλάχιστον για όσους θεωρούν ασυμβίβαστη τη λιτότητα με τη λεπτή γεύση, τη νοστιμιά και την απόλαυση. Πολλοί πάλι πιστεύουν ότι για να χαρακτηριστεί ένα φαγητό γκουρμέ πρέπει να περιλαμβάνει πολλά και σπάνια συστατικά.

Κι όμως, η απάρνηση των εγκοσμίων που απαιτεί η μοναστική ζωή δεν περνά απαραίτητα και σε επίπεδο διατροφής, αντιτείνει η Μαίρη Σπυριδογιαννάκη, στο « τραπέζι του Θεού. Μοναστηριακή γαστρονομία από Κρήτη, νησιά Αιγαίου και Ιταλία» (εκδ. Allegro) η οποία εδώ και χρόνια επισκέπτεται τα μοναστήρια της Κρήτης, των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων καταγράφοντας συνταγές. Στο βιβλίο της μας υποδέχεται με «καλωσορίσματα» όπως ρακόμελο από τον Μυλοπόταμο, σουμάδα της Παναγιάς, ρολάκια με λουκούμι. Συνεχίζει με μεζεδάκια (παξιμαδάκια με μυρωδάτο τυροάλειμμα, φαβοκεφτέδες, ριζόπιτα κ.ά.), καθημερινά πιάτα (πατάτες στιφάδο, ριζότο με μαραθόριζα, πλιγούρι με καλαμαράκια κ.ά), σούπες «πλούσιες και φτωχικές», λαχανικά και βότανα, μακαρονάδες, «ψαρομαγεριές» αλλά και «κυριακάτικα πιάτα» με κρέας και άλλα αρτύσιμα.

Στην εισαγωγή η συγγραφέας, ψυχολόγος και εκδότρια περιοδικών μάς δίνει μια σύντομη αλλά πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία της μοναστηριακής κουζίνας. Αν οι χώροι αυτοί τον 8ο αιώνα στην Ιταλία και στην Ελλάδα ήταν ταυτισμένοι με την απόλυτη στέρηση, σταδιακά οι μοναχοί άρχισαν να καλλιεργούν τα δικά τους προϊόντα και αργότερα να τα επεξεργάζονται και να τα συντηρούν για προσωπική τους κατανάλωση. «Και μόλις τα τελευταία πενήντα χρόνια τα μοναστήρια που πρόκοψαν και ανέπτυξαν τρόπους παραγωγής άρχισαν να τα προωθούν στο κοινό», σημειώνει.

Από τους Βενεδικτίνους του 12ου αιώνα μάθαμε τις πουτίγκες: με την ψωμόσουπα που περίσσευε από τη λειτουργία της Κυριακής έφτιαχναν γλυκό προσθέτοντας αβγά, γάλα και μέλι. Από τα μοναστήρια της Καστίλλης η τορτίγια της Αγίας Τερέζας (φέτες μπαγιάτικου ψωμιού με ζάχαρη και κανέλα) έφτασε σε μας ως «french toast». Οι μοναχοί της Νάπολης έφτιαξαν την πρώτη πίτσα με λίγο ζυμάρι, ντομάτα και τυρί. Οι δε Καπουτσίνοι πέτυχαν τη σωστή δόση καφέ-γάλακτος, ώστε να μοιάζει με το χρώμα του λιτού ράσου τους.

Σε εποχή αναγκαστικής λιτότητας και ψυχολογικής πίεσης η Μαίρη Σπυριδογιαννάκη προτείνει να μεταφέρουμε στο σπίτι μας συμβολικά ένα μικρό «μοναστήρι»: να τρώμε σε τακτικές ώρες, να καθόμαστε σε στρωμένο τραπέζι, να μαγειρεύουμε λιτές τροφές, φυσικές και πάντα εποχής, και να αφήνουμε τα προβλήματα έξω από την κουζίνα.

Οπως τονίζει: «Αν μάθουμε ότι και στο "λίγο" και στο "απλό" υπάρχει χαρά και απόλαυση, θα απεξαρτηθούμε από το "πολύ", που τελικά, μας πέφτει και "βαρύ". Σε κάθε επίπεδο, όχι μόνο διατροφής. Γιατί άλλο ζωή με λιτότητα και άλλο ζωή με μιζέρια...».

Δεν υπάρχουν σχόλια: