Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Ιούδας που αρμάστην την μάναν του: κυπριακός μύθος

Τον τζαιρόν π' αγγαστρώθην η μάνα του τον Ιούδα, είδεν εις τ' όρομάν της πως ότι το παιδί που ήταν να γεννήσει, εν να έκαμνε πολλά κακά εις το έθνος τους. Επήεν τζιαι τούτη στον βασιλέαν τζι΄είπεν του την ιστορίαν. Ο βασιλέας επρόσταξέν την άμμα γεννήσει το μωρό να το σκοτώσει. Άμαν τζι' εγεννήθην ο Ιούδας, η μάνα του ελυπήθην τον τζι' αντίς να τον εσκοτώσει, επίσσωσεν έναν καλάθιν, έβαλεν τον μέσα, τζι' επέταξεν τον μέσ' τον ποταμόν να πεθάνει μανιχός του. Εις τζείνον τον τόπον είσσεν βοσκούς και άμαν τζιαι πήαν να ποτίσουν τα χτηνά τους στον ποταμόν, είδαν το καλάθιν. Επήαν κοντά του, ακούουν κλαίει μωρόν. Αννοίξαν το καλάθιν τζι' επκιάσαν το μωρόν που μέσα. Λαλούν σου, να το αναγιώσομεν τζι' αφήνομεν το να μας βοηθά στο κοπάϊν. Επήραν το τζι' εταΐζαν το γάλαν που την αίγιαν- που το καταραμένον χτηνόν. Αγάπησέν το η αίγια τζι' εβύζαννέν το.
'Αμαν τζι' ο Ιούδας εγίνην εφτά γρονών, που ήθεν να τους βοηθά λλίον, εττερπίζεψεν. Όϊ πονεί το πόϊ του, όϊ πονεί το σσέριν του, με δουλειάν τους έκαμνεν, με τίποτε. Εσκέφτησαν τζιαι τζείνοι να τον πάρουν του βασιλέα. Επήραν τον του βασιλέα τζι' άφηκεν τον τζιαι τζείνος μισταρκόν του. Μιαν ημέραν λαλεί του η βασιλοπούλλα: «πήαιννε ρε φέρε λλία άθθη». Επήεν τζιαι τούτος μέσ' το περβόλιν του παλαδκιού τζι' αρκίνησεν να κόβκει αντίς τους αθθούς, κλώνους αλάκερους.

Ά, μέσ' στο περβόλιν τούτον, εξήχασα να σας πω, ήταν ο τζύρης του Ιούδα με την μάναν του. Γιατί εδυστυχήσαν, εσκότωσέν τους τζι' έναν γυιόν μέσ' στα όρη ο ίδιος ο Ιούδας τον τζειρόν που μείνισκεν με τους βοσκούς, τζι' έτσι τζιαι τούτοι ήρταν τζιαι παρακαλήσαν τον βασιλέαν να τους δώκει μιαν ζήσην, τζι' έδωκέν τους τζείν' το περβόλιν να το σάζουν και να πκιάννουν τα μαξούλια του. Αί, όσσον τζι' είδεν τον ο τζύρης του- τωρά με ο ένας ξέρει πως εν γυιός του, με ο άλλος πως εν τζύρης του- «Ρε», λαλεί του, «γιατί κόβκεις τους κλώνους; εγιώ κάμνω τόσον κόπον τζιαι νάρκεσαι να μου κατακόβκεις τα δεντρά; ...». Επολοήθην τζιαι τζείνος μ' έναν στόμαν: «είπεν μου η τζυρά μου η βασιλοπούλλα». Τωρά, εν που την οκνιά του που έκοβκεν τους κλώνους, όξα επειδή του είπεν η τζυρά του!
Μιαν άλλην ημέραν, πάλ' επήεν τζι' έκοβκεν τους κλώνους των δεντρών. Είδεν τον η μάνα του τζι' είπεν το τ' αντρός της. Έρκεται τζιαι τζείνος τζι' αρωτά τον: «Είντα κόβκεις ρε πάλε τους κλώνους;». «Ά», λαλεί του, «μεν πεις άλλον λόον γιατί σκοτώννω σε τζι' εσέναν, όπως εσκότωσ' αλλόναν μέσ' τα όρη».(Θέλει να πει για τον αρφόν του). Επκιάστησαν, εσκότωσεν τζιαι τον τζύρην του. Η μάνα του κλάματα, σκοτωμούς! Άκουσεν την η βασίλισσα τζιαι είπεν το του βασιλέα: «Ρε», λαλεί του ο βασιλέας, «ή ν' αρμαστείς την γεναίκαν τούτην να μεν κλαίει, ή εν να σε ποτζεφαλίσω». Αρμάστην την.
Πααίννει μιαν ημέραν έσσω ο Ιούδας, αγρικά, ακούει της μάνας του να νεκαλιέται τζιαι να λαλεί ούλλα τα βάσανά της. Εξάννοξέν την- γιατί είπαν του την ιστορίαν οι βοσσιοί, πως ήταν μεσ' το καλάθιν το πισσωμένον- τζι' εκατάλαβεν ότι ήταν τούτος τζι' ότι εσκότωσεν τζιαι τον αρφόν του, τζιαι τον τζύρην του, τζι' ότι πως αρμάστην την μάναν του. Που τζαχαμαί και τζει εχωρίσασιν τζι' επήεν τζι' ηύρεν τον Γριστόν τζι' εγίνην μαθητής του.
Ο Γριστός εδέχτην τον επειδή ήξερεν ότι ο Ιούδας ήταν φυλάρκυρος τζιαι παλιάθθρωπος τζι' ήθεν να τον προδώσει. Κανένας άλλος εν τζι' επρόδωννέν τον, γι' τούτον τζι' εδέχτην τον.





πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: