Σάββατο 6 Αυγούστου 2011

Κάρπαθος, ένας βοτανικός κήπος

922 ΕΙΔΗ ΦΥΤΩΝ, ΕΚ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΑ 10 ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΑ, ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΟ ΝΗΣΙ

Βοτανικός παράδεισος με πάνω από εννιακόσια είδη σπάνιας χλωρίδας, εκ των οποίων πολλά ενδημικά, είναι η Κάρπαθος. Το νησί της Δωδεκανήσου προσφέρεται για φυσιολατρικές διακοπές συνδυάζοντας ως τουριστικός προορισμός όμορφες παραλίες με υπέροχα νερά, την παράδοση που ζωντανεύει μέσα από τα τοπικά ήθη και έθιμα, καθώς και τις μοναδικές παραδοσιακές φορεσιές που συνεχίζουν να «στολίζουν» αρκετές Ολυμπίτισσες ακόμα και σήμερα.

Crocus tournefort

Συγκρίνοντας το νησί της Καρπάθου με τα γειτονικά νησιά της Ρόδου και της Κρήτης διαπιστώνουμε ότι η Ρόδος, με έκταση 4,5 φορές μεγαλύτερη από την έκταση της Καρπάθου, έχει 1.105 είδη, ενώ η Κρήτη με έκταση 27 φορές μεγαλύτερη, έχει 1.795 είδη.

Το εξαιρετικό βοτανικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει η Κάρπαθος οφείλεται στη γεωγραφική της θέση, τη γεωιστορία της (πρώιμη απομόνωση μαζί με την Κρήτη από την υπόλοιπη αιγαιακή περιοχή) και το μεγάλο αριθμό ενδημικών ειδών χλωρίδας που παρατηρείται στο νησί. Φυτογεωγραφικά η Κάρπαθος συνδέεται περισσότερο με την Κρήτη και την Ευρώπη από ό,τι με τη Ρόδο και την Ασία, παρ' ότι γεωγραφικά βρίσκεται στο μέσο μεταξύ των δύο αυτών νησιών. Από το σύνολο των ειδών που συνθέτουν τη χλωρίδα της Καρπάθου, τα περισσότερα από αυτά καταγράφονται και στη χλωρίδα της Κρήτης, ενώ το ποσοστό που συναντιέται στη Ρόδο είναι σαφώς πολύ μικρότερο.

Ο δασοπόνος Νίκος Θεοφάνους μάς λέει: «Ο ρόλος της Δασικής Υπηρεσίας, όπου εργάζομαι, είναι η προστασία των χερσαίων φυσικών οικοσυστημάτων. Για να προστατέψεις ουσιαστικά το φυσικό περιβάλλον πρέπει να το γνωρίσεις, να το μάθεις, να το αφουγκράζεσαι καθημερινά».

Σπάνια και απειλούμενα

«Σήμερα η έρευνα γύρω από τη χλωρίδα κάθε περιοχής έχει προχωρήσει σημαντικά. Υπάρχουν στοιχεία για τις θέσεις όπου εμφανίζονται τα σπάνια και απειλούμενα, ενδημικά ή μη, είδη. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η γνώση δεν φτάνει στις υπηρεσίες και τους φορείς που προστατεύουν τα οικοσυστήματα ή διαδραματίζουν ρόλο στην ανάπτυξη ενός τόπου.

Ενα από τα ενδημικά της Καρπάθου (Trifolium barbeyi) έχει βρεθεί μόνο σε δύο θέσεις και ο αριθμός των φυτών είναι εξαιρετικά περιορισμένος. Εάν αλλάξουν οι συνθήκες σε αυτές τις θέσεις, μπορεί το είδος να εξαφανιστεί οριστικά».

Συνολικά στο νησί της Καρπάθου έχουν καταγραφεί 922 είδη φυτών, με μεγάλο ποσοστό ενδημικών ειδών. Στα νησιά Κάρπαθο και Σαρία (μικρό νησάκι στα βόρεια της Καρπάθου) υπάρχουν 66 ελληνικά ενδημικά είδη, 28 είδη ενδημικά του φυτογεωγραφικού χώρου Κρήτης - Κάσου - Κάρπαθου, 11 είδη ενδημικά στο σύμπλεγμα Κάσου - Καρπάθου και 9 είδη (10 ταξινομικές μονάδες) ενδημικά σε Κάρπαθο-Σαρία. Υπάρχουν, δηλαδή, 10 φυτά (είδη και υποείδη) που δεν παρατηρούνται πουθενά αλλού παρά μόνο στην Κάρπαθο και στη γειτονική Σαρία. (Ενδημικά Καρπάθου: Ricotia isatoides, Trifolium barbeyi, Dianthus fruticosus ssp. carpathus, Silene ammophila ssp. carpathae, Silene insularis, Carthamus rechingeri, Origanum vetteri, Limonium carpathum, Ophrys aegaea aegaea.)

Η ιδιαιτερότητα του νησιού

Το έντονο ανάγλυφο του εδάφους σε συνδυασμό με την απότομη υψομετρική μετάβαση από τις παραθαλάσσιες περιοχές στις κορυφές της Καλής Λίμνης (το υψηλότερο βουνό του νησιού με υψόμετρο 1.215 μ.) δημιουργούν ποικιλία οικότοπων όπου καταφέρνουν να διατηρηθούν πολλά σπάνια και απειλούμενα είδη. Στις απότομες βραχώδεις ακτές αναπτύσσεται πλούσια και ενδιαφέρουσα από άποψη ενδημισμού χασμοφυτική βλάστηση.

Η βοτανική έρευνα στο νησί ξεκίνησε το 1883 με την άφιξη του Αυστριακού βοτανικού Th. Pichler και συνεχίστηκε τρία χρόνια αργότερα, με τις εκτεταμένες συλλογές φυτών που διενήργησε ο Major.

Οι σχετικές δημοσιεύσεις που ακολούθησαν (1886-1895) είχαν αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια η Κάρπαθος από ανεξερεύνητη περιοχή να μετατραπεί σε ένα από τα πλέον μελετημένα χλωριδικά νησιά του Αιγαίου.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της νησίδας Αμμούδι που βρίσκεται στο βόρειο άκρο του νησιού, κοντά στο δίαυλο της Σαρίας. Σύμφωνα με τον W. Greuter, το Αμμούδι αποτέλεσε το πρώτο μικρονήσι της Μεσογείου, για το οποίο δημοσιεύτηκε ξεχωριστή καταγραφή χλωρίδας από τους Major & Barbey το 1895.

Η συστηματική έρευνα επανέρχεται μετά τη δεκαετία του 1950, όπου διακεκριμένοι Ελληνες και Ευρωπαίοι ερευνητές καταγράφουν τη χλωρίδα της περιοχής. Ιδιαίτερα σημαντική όμως είναι η συμβολή του Dr. Werner Greuter και των συνεργατών του, οι οποίοι πραγματοποίησαν από το 1962 έως το 1988 πλήθος ερευνών και δημοσίευσαν τους χλωριδικούς καταλόγους της Καρπάθου και των γύρω μικρότερων νησιών.

«Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα χλωρίδα και το μαγευτικό φυσικό τοπίο», προσθέτει ο Νίκος Θεοφάνους, «μας προκαλούν να επισκεφτούμε πριν και μετά την καλοκαιρινή περίοδο και να εξερευνήσουμε κάθε γωνιά της Καρπάθου, από το φθινόπωρο, όταν δειλά δειλά ανθίζουν τα κολχικά και οι κρόκοι, μέχρι το τέλος της άνοιξης, όπου μια πανδαισία χρωμάτων έχει σκεπάσει κάθε σπιθαμή γης». *

Δεν υπάρχουν σχόλια: