Ὅταν ρώτησα τήν Καλλιόπη γιά τή συνεργασία της μέ τούς ἀντάρτες στά χρόνια του πολέμου, ἀδίσταχτα πρόβαλε δικαιολογίες κι ἐλογικεύσεις. «Τί ἄλλο μποροῦσα νά κάνω ὅταν σκοτώθηκε ὁ ἄντρας μου», εἶπε. «Δέν εἶχα φαΐ γιά τά παιδιά μου. Οἱ Γερμανοί εἶχαν κάψει τό σπίτι μου. Μπροστά γκρεμός καί πίσω ρέμα. Μπορεῖ νά κάναμε λάθη, μερικοί ἀπό μας, ἀλλά παρασυρθήκαμε γιατί ποτέ δέν εἴχαμε γνωρίσει προηγουμένως τέτοιους βαρβάρους, καί ὅταν καταλάβαμε ποιοί ἤτανε στ’ἀλήθεια, ἤμασταν δεμένοι μαζί τους, κολλημένοι πάνω τους». Καθώς μιλοῦσε συνεχῶς ἔσιαχνε τά πετσετάκια καί τά σάλια πού κάλυπταν τά παλιά ἔπιπλα. «Εἴχανε τά παιδιά μας. Λέγαμε καί κάναμε ὅ,τι θέλαν ἐκεῖνοι». Σφούγγισε τά μάτια τῆς μ’ἕνα μαντίλι ἐνῶ μου ἀνιστοροῦσε πῶς λιποθύμησε τή μέρα πού ἀποχωρίστηκε τόν ἑφτάχρονο γιό της καί τήν ἑξάχρονη κόρη της, πού τούς ξανάδε μόνο ὕστερα ἀπό ἑφτά χρόνια.
Ἀνέφερε διάφορα περιστατικά ὅπου ἡ Καλλιόπη εἶχε κατηγορήσει τούς χωριανούς της πῶς ἀντιδροῦσαν μόνο καί μόνο γιά νά γίνει ἀρεστή στούς ἀντάρτες, καί τή ρώτησα ἄν καταλάβαινε πῶς ἡ μαρτυρία της θά μποροῦσε νά τούς εἶχε στερήσει τή...
ζωή.
«Ώ, ναί, ἔχεις ἀπόλυτο δίκιο», συμφώνησε. «Μιά στραβή λέξη σκότωνε ἐκεῖνες τίς μέρες. Μά σέ τέτοιους καιρούς αὐτά δέν τά σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι τόν ἑαυτό σου».
(Ἀπό τό βιβλίο «Ἑλένη» τοῦ Νίκου Γκατζογιάννη)
Ἐδῶ βλέπουμε τήν κοροϊδία καί συνάμα ὅλες τίς γνωστές ἀνθρωπιστικές τους ἰδέες, πού μόνο πράξη δέν ἔκαναν. Ἀπό τή μία καλοπέραση οἱ κομματικοί κλπ ἡγέτες, καί ἀπό τήν ἄλλη ὁ λαός σέ πλήρη φτώχεια καί μέ πλύση ἐγκεφάλου. Τέλος οἱ ἐκβιασμοί ἦταν καθημερινό στοιχεῖο, χωρίς νά μεριμνοῦν γιά τίς ἀνθρώπινες ζωές....
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου