Ο Κόντογλου έφυγε από το Αϊβαλί κυνηγημένος, ανέστιος, με μια εικόνα της αγίας Παρασκευής στα χέρια, για να βρεθεί, να πεταχτεί κυριολεκτικά σε μια ελλαδική κοινωνία κατάπληκτη από την αποτυχία της, ανίσχυρη ν' αντιδράσει και, το χειρότερο, δίχως ελπίδες.
Η ανάγκη ανόρθωσης ενός σταθερού κέντρου πνευματικής αναφοράς, ενός νέου μυθικού κόσμου εσωτερικής πίστης τον έφερε το 1923 στο Άγιον Όρος, όπου μελέτησε ¬ βρισκόμενος σε θεϊκό μεθύσι, με καρδιά που καιγότανε, σε έκσταση, όπως γράφει ¬ τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα εξέθεσε στο Λύκειο Ελληνίδων μια σειρά από αντίγραφα βυζαντινών τοιχογραφιών και εικόνων που είχε φιλοτεχνήσει στα μοναστήρια. Στον πρόλογο του καταλόγου του αποκαλεί τις αγιογραφίες τεχνουργήματα - καλλιτεχνήματα, τις θαυμάζει για τη ζωγραφική σοφία και τον έντονο ρυθμό τους και δεν αρκείται να τις ξεσηκώσει απλά, αλλά να τις ανασυνθέσει σχεδόν άρτια! Ήταν ένας φυσιολάτρης, ένας αισθητιστής με χριστιανική ανατροφή και ρομαντικό πάθος για τον πεθαμένο κόσμο, στον οποίο τον μετέφεραν με την εξωτική τους φωνή τα μυρίπνοα αυτά άνθη.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου