Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

“Ενθυμούμενος την Αχαιούσα Ακτή”, 37 χρόνια μετά.

http://www.poiein.gr/wp-uploads/aocmissing.jpg


1) Missing in Action

Γι΄αυτούς που χάθηκαν το καλοκαίρι εκείνο/

η μνήμη πάντα άσβεστη θα μένει.

Γι΄αυτούς που οι μάνες τους δεν έκλαψαν με κλαίνε/

και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σαν θα κρατούν φωτογραφία στην παλάμη/

την λευτεριά ζητάνε και ονόματα βουρκώνοντας θα λένε.

Κι΄όταν τα βράδια μ΄ εφιάλτες θα ξυπνούν/

Ουρλιάζοντας και αδυνατώντας να ξεχάσουν τα στρατευμένα κι΄ όχι μόνο παλικάρια που χαθήκαν/

μονολογούνε βουρκωμένες τα ονόματα.

«Σε ποια μπουντρούμια άραγε να είναι πεταμένοι;

Θα ζούνε κάπου «αγαρηνά» ή θα΄ναι εκτελεσμένοι;»

Έτσι συνήθισαν να ζουν οι μάνες των χαμένων/

με αγρυπνίες, προσευχές σε κάποιο εικονοστάσι/

κι΄ η καρτερία μέσα τους ειν΄ άσβεστη καντήλα/

που προσδωκά για μια Ανάσταση Νεκρών να τις λυτρώσει !


2) Γεσθημανή

Στης Μεσογείου την καρδιά η πόλη μου χωρίζει/

ο πόνος μου που να γραφτεί γιατί να μαρτυρήσει.

Τείχη των Αναστεναγμών δεν έχω για να κλάψω/

μήτε σοκάκι να διαβώ ο νους να λησμονήσει.

Όσο κι αν θέλω να ξεχνώ η μνήμη τριγυρίζει.

Πίσω θα ‘ρθει. Μέσα απ΄ της Λήδρας τη γραμμή/

σαν δω τα μισοφέγγαρα στον ουρανό τα βράδια,

τα σπίτια μας απέναντι, τα σπίτια μας σημάδια.

Χρόνια καρτέρησα πανσέληνο μα Γολγοθά μο;y δώσαν/

έναν σταυρό κι αυτόν μισό κι οι μαθητές προδώσαν.

Λειψής πατρίδας μαχαιριές μού πρόσφεραν οι φίλοι/

στο διεθνές το μαγαζί πικρό βαθύ ποτήρι.

Κι όταν τα λόγια της Νεσιέ ακούω από το Γιώργη/

αναζητώ Γεσθημανή να με λυτρώσει.

Μόνη στον κόσμο απέμεινες και πόσα χρόνια κλείνεις/

του χρόνου θα προσευχηθώ στην Λευκωσιάς τον ουρανό/

για ένα ολόκληρο φεγγάρι !

3) Σχέδιο Δημοψηφίσματος

Μου ζητάν να λησμονήσω της Κερύνειας την άπειρη ακτή/

την πόλη που βυθίστηκε πολύ βαθιά στην άμμο/

των Σόλων το προπύργιο που χρόνια αναμένει τους βαρβάρους.

Μα τώρα στον ορίζοντα θα ψάχνεις για βοήθεια/

όπως προσπάθησαν κρυφά ελάχιστα πουλιά/

τις τελευταίες μέρες του απόφραδου Ιούλη.

Και όπως όλα τα πουλιά γυρίσαν πίσω ! όλα! …Όλα; Όχι μα σύ απέμεινες μονάχος !

Και έρχεστε εδώ να μου ζητήσετε την λήθη. Διχοτομώ θα πει ξεχνώ/

Τί μου ζητάτε να ξεχάσω; Τα αποκαΐδια του Γρηγόρη;/

Τον Ευαγόρα που τη νιότη του δεν γεύτηκε;

Ο πόνος μου βουβός πλημμύρισε τα μάτια.

8 αιώνες φυλακής, τέσσερα ελευθερίας. Χαθείτε από μπροστά μου !

4) Πρεσβύτες

Δεν φταις εσύ γερόντισσα που στην πατρίδα σου ξέρασαν πρώτη τη φωτιά/

ούτε και συ γέρο Αντρέα από τον Μουσουλίτα.

Γι΄αυτό άλλοι αποφάσισαν γιοι του Δαν χωρίς να σας ρωτήσουν.

Αυτοί που δε λογάριασαν το πόνο και τη θλίψη/

αυτοί που δεν λυπήθηκαν το κλάμα των παιδιών.

Αφού η ζωή σας δεν είχε αύριο/

αφού το μέλλον προμηνύονταν μακάβριο/

μόνο το τέρμα είχε νόημα, μόνο το τέρμα

Η προσφυγιά σαν ρούχο δεν σας πάει/

και η αγάπη στην πατρίδα πιο δυνατή από τον έρωτα/

η ζωή είναι κενή, πολύ κενή για να΄ναι πρόφαση/

αφού ο χρόνος σταματά στη Σαλαμίνα/

αφού στη Λήδρα η μνήμη δεν πεθαίνει/

κάποιοι, πρέπει, να γίνουνε θυσία

Και συ γερόντισσα και συ Ανδρέα, σαν δύο ακοίμητες εστίες/

φάροι που οδηγούνε στη ζωή τους ναυτικούς

5) Τα Καραβάνια του Βορά

Τα καραβάνια του Βορά κινήσανε για Νότο/

και μεταφέραν πρόσφυγες στην ίδια τους πατρίδα/

\’\'Εξόριστοι τραβήξαμε μεσ΄ στον δικό μας τόπο/

η ξενιτιά είναι βαριά και η λύτρωσή μας μακριά θέλει μεγάλο κόπο\’\’.

Στης Σμύρνης τ΄ αλμυρά νερά πετάξαν πτώματα πολλά/

και αν την βαλαν μια φωτιά σε μας βάλανε δύο.

Τα ματωμένα χώματα διαβαίνω και σωπαίνω/

γιατί η γη που άφησα αγαρηνή θα γένει/

μα η ψυχή είναι ρωμιά, το ξέρει, θα υπομένει/

Και θα βαδίσουν πάνω της με βήμα πατρικό.

Τώρα π΄ ανοίξανε φυλάκια, μας λέν «έλα κι΄ οτούρ» σ΄ αυλές που μεγαλώσαμε/

κι΄ αφού μπαξίσι δώσουμε και διαβατήριο/

Μα καρτερούμε σιωπηλοί μιας Κυριακής ημέρα/

που βοργιαδάκι θα φυσά στης Βαβυλώνας τη μεριά διώχνοντας τη γαλέρα».

6) Μηνολόγιο: Τη 20η Ιουλίου 1974

Αχαιούσα ακτή μια γης ποτισμένη με αίμα/

Μια ζωή κυνηγώντας να σπάσει τα δεσμά της θανής/
Χρόνια τώρα προσμένεις, χρόνια τώρα σε γέμισαν ψέμα/
χρόνια τώρα φωνάζεις «λατρευτή λευτεριά μου αργείς;»

Τρεις δεκάδες τα έτη, της σκλαβιάς, της φυγής και του μίσους/
σε ποια χάρτα να γράψεις,
και αυτί θα ακούσει τα ρητά της οργής/
θύμα εσύ τραγικό, των Εθνών του ασίγαστου πάθους/
ομορφιά βιασμένη προσφορά στο βωμό της ντροπής.

Μια πατρίδα, μια χώρα, μια πόλη διχασμένη στα δύο/
προσφυγιά αμφοτέρων, μετοχή πιο πολλών
μα οιμωγής μια κραυγή/
τί κι΄αν έξω σε καίει λιοπύρι στην ψυχή σου το κρύο/
μα το τρέπεις σε ψύξη που δεν κλίνει αυχένα στη γή

7) Τηλλυριά 1964

Πάει καιρός ! Συμφορά μου! Τηλλυριά σε συλήσαν/

σε αρπάξαν γεράκια σε πετάξαν στο δρόμο/

με πληγές ανοιγμένες και το αίμα να τρέχει.

Σα ποτάμι χωρίζει η ψυχή μου στα δύο !

Ούτε πέντε δεν ήσουν λευτεριάς αγνά έτη/

οι ναπάλμ τους προσφέραν τα παιδιά σου στο Θρόνο/

Μα θυσία μην κλάψεις και ποτέ μην πενθήσεις/

γιατί το αίμα ποτίζει της ψυχής μας το δένδρο.

Των εμπόρων τα κτήνη δεν χορταίνουν με πόνο/

και έτσι σπέρνουν τον τρόμο να γευτούνε τη λεία/

μα ο αιώνας γυρίζει και μαζί και η μοίρα/

όλων όσων προάγουν τις πατρίδες των σκλάβων.

Κι΄αν σε πρόδωσαν τώρα και σ΄αφήσαν στο πόνο/

λίγα χρόνια πια μόνο θα τους πάρει η μπόρα.

Και γνωρίζω την θλίψη ! Συντροφιά σου τα βράδια !

Και ότι αφήνει σημάδια λευτεριά καρτερώντας.

8) Φυλακισμένα Μνήματα

Υπάρχουν κάτι μνήματα που΄ναι φυλακισμένα/

που΄ναι θαμμένοι ήρωες και θέλουνε να βγούνε/

δεν τους κρατά το χώμα αυτό κι΄ας είναι ματωμένο/

είναι βαρύ το σκέπασμα και αντοχή δεν έχουν.

Δεν έχουν πια υπομονή κι΄ας μείναν από δέρμα/

Το αίμα που ποτίστηκε θέλουν να πιάσει τόπο/

Θέλουν να γίνει ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι/

σαν και αυτά που απέμειναν αχώριστό τους ταίρι.

Να φθάσει ως τον ουρανό, τον ήλιο να καλύψει/

να γίνει σκότος καταχνιά σε ετούτα εδώ τα μέρη/

γιατί ο ήλιος ειν΄ χαρά, δαμέ πια μόνο θλίψη.

Τουλάχιστον, τουλάχιστον στον πόνο μας μην παίζεις/

Σεβάσου αυτά τα κόκαλα που και νεκρά μιλάνε/

σεβάσου αυτά τα μνήματα την ποσπασιά ζητάνε !

9) Ωδή στον Παναγόπουλο

Οι εφιάλτες νύχτας πόνοι που ξυπνάν το ιδρωμένο σου κορμί/

Απλά θυμίζουν την κατάρα του επιζώντα/

Πολλά φεγγάρια πέρασαν, πολλά τα καλοκαίρια/

σαν πέταξες για μέτωπο στ΄ αμπάρι του θανάτου/

όταν ακούστηκε η κραυγή της οιμωγής το νέο:

«Φωτιά, φωτιά, φωτιά, φωτιά μας καιν σαν τα ποντίκια»/

κι΄ ο Παναγόπουλος μπροστά ανήμπορος στο χάος.

Μέσα σε κόλαση καυτή, θυσία σαν λαμπάδα/

τα παλικάρια γίνανε στης λευτεριάς την ρίζα/

κι΄ η τέφρα σας το λίπασμα γρήγορα για ν΄ ανθίσει.

«Εσύ, όμως, ζεις ! Και κάθε μέρα που περνά σε νιώθω σαν ανάσα/

μια αλήθεια που το φως δεν την σκοτώνει!»

Νεκρές σωροί, ζώσες ψυχές/

π΄ Αθάνατες βαδίζουνε στα χώματά σου Κύπρος.

Πήδηξες απ΄τα αεροπλάνο, βαριά γυρνώντας πληγωμένος. Με ταυτότητα ήρωος του Αλβανικού….

«Σώμα σαν πτώμα και ας λέω πως ζω/

και κάθε φλόγα που θα δώ πονώ κι΄ αργοπεθαίνω !».

Μα η Σταύρωση θα σώσει τη σειρά της στη Ζωή !

Η φλόγα θα φύγει απ΄ του ανέμου την οργή, θ΄ αλλάξει ρότα!

Και η βροχή της λευτεριάς θα σου απαλύνει την ντροπή/

πριν πεις νυν απολύεις !

10) Ως χθες

Ως χθες περνάν απ΄ το μυαλό μου οι σκηνές/

μα ήρθαν τα χρόνια και έφυγαν όσα κι΄αυτά που ζω/

σκυλί να ήσουν το σώμα σου θα σέβονταν οι Αττίλες…

Κολύμπαγες στο βράχο που γεννήθηκες/

Και εγώ γεννιόμουν μακριά στην Κολονία/

ξένες γυναίκες μου τυλίγαν τα σεντόνια στο κορμί.

Ενάλιος ο πέπλος σου, πως κάλυπτε τη γύμνια σου/

Γαλάζιο απέραντο παντού, χρυσό το φως του ήλιου/

αντανακλώντας πέρα στις ακτές της Μικρασίας.

Στα ξένα φως δεν είχα, μα μου έδωσαν ψωμί έστω πικρό/

εσένα σου΄λαχε εδώ να σε βιάσουν/

άνανδροι που μετέφεραν γαλέρες της Μερσίνας.

Μήνες δεν άντεξα εκεί και πάλι επέστρεψα/

εσύ σε ποια πατρίδα να παλιννοστήσεις;

Ευχή να έχεις και κατάρα/

όπως κοιμάσαι ελεύθερα στη Πάφο, να σηκωθείς στο Ριζοκάρπασο

Κωνσταντίνος Κόττης, “Ενθυμούμενος την Αχαιούσα Ακτή”, 37 χρόνια μετά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: