1) Missing in Action
Γι΄αυτούς που χάθηκαν το καλοκαίρι εκείνο/
η μνήμη πάντα άσβεστη θα μένει.
Γι΄αυτούς που οι μάνες τους δεν έκλαψαν με κλαίνε/
και κάθε χρόνο τέτοιες μέρες σαν θα κρατούν φωτογραφία στην παλάμη/
την λευτεριά ζητάνε και ονόματα βουρκώνοντας θα λένε.
Κι΄όταν τα βράδια μ΄ εφιάλτες θα ξυπνούν/
Ουρλιάζοντας και αδυνατώντας να ξεχάσουν τα στρατευμένα κι΄ όχι μόνο παλικάρια που χαθήκαν/
μονολογούνε βουρκωμένες τα ονόματα.
«Σε ποια μπουντρούμια άραγε να είναι πεταμένοι;
Θα ζούνε κάπου «αγαρηνά» ή θα΄ναι εκτελεσμένοι;»
Έτσι συνήθισαν να ζουν οι μάνες των χαμένων/
με αγρυπνίες, προσευχές σε κάποιο εικονοστάσι/
κι΄ η καρτερία μέσα τους ειν΄ άσβεστη καντήλα/
που προσδωκά για μια Ανάσταση Νεκρών να τις λυτρώσει !
Στης Μεσογείου την καρδιά η πόλη μου χωρίζει/
ο πόνος μου που να γραφτεί γιατί να μαρτυρήσει.
Τείχη των Αναστεναγμών δεν έχω για να κλάψω/
μήτε σοκάκι να διαβώ ο νους να λησμονήσει.
Όσο κι αν θέλω να ξεχνώ η μνήμη τριγυρίζει.
Πίσω θα ‘ρθει. Μέσα απ΄ της Λήδρας τη γραμμή/
σαν δω τα μισοφέγγαρα στον ουρανό τα βράδια,
τα σπίτια μας απέναντι, τα σπίτια μας σημάδια.
Χρόνια καρτέρησα πανσέληνο μα Γολγοθά μο;y δώσαν/
έναν σταυρό κι αυτόν μισό κι οι μαθητές προδώσαν.
Λειψής πατρίδας μαχαιριές μού πρόσφεραν οι φίλοι/
στο διεθνές το μαγαζί πικρό βαθύ ποτήρι.
Κι όταν τα λόγια της Νεσιέ ακούω από το Γιώργη/
αναζητώ Γεσθημανή να με λυτρώσει.
Μόνη στον κόσμο απέμεινες και πόσα χρόνια κλείνεις/
του χρόνου θα προσευχηθώ στην Λευκωσιάς τον ουρανό/
για ένα ολόκληρο φεγγάρι !
3) Σχέδιο Δημοψηφίσματος
Μου ζητάν να λησμονήσω της Κερύνειας την άπειρη ακτή/
την πόλη που βυθίστηκε πολύ βαθιά στην άμμο/
των Σόλων το προπύργιο που χρόνια αναμένει τους βαρβάρους.
Μα τώρα στον ορίζοντα θα ψάχνεις για βοήθεια/
όπως προσπάθησαν κρυφά ελάχιστα πουλιά/
τις τελευταίες μέρες του απόφραδου Ιούλη.
Και όπως όλα τα πουλιά γυρίσαν πίσω ! όλα! …Όλα; Όχι μα σύ απέμεινες μονάχος !
Και έρχεστε εδώ να μου ζητήσετε την λήθη. Διχοτομώ θα πει ξεχνώ/
Τί μου ζητάτε να ξεχάσω; Τα αποκαΐδια του Γρηγόρη;/
Τον Ευαγόρα που τη νιότη του δεν γεύτηκε;
Ο πόνος μου βουβός πλημμύρισε τα μάτια.
8 αιώνες φυλακής, τέσσερα ελευθερίας. Χαθείτε από μπροστά μου !
4) Πρεσβύτες
Δεν φταις εσύ γερόντισσα που στην πατρίδα σου ξέρασαν πρώτη τη φωτιά/
ούτε και συ γέρο Αντρέα από τον Μουσουλίτα.
Γι΄αυτό άλλοι αποφάσισαν γιοι του Δαν χωρίς να σας ρωτήσουν.
Αυτοί που δε λογάριασαν το πόνο και τη θλίψη/
αυτοί που δεν λυπήθηκαν το κλάμα των παιδιών.
Αφού η ζωή σας δεν είχε αύριο/
αφού το μέλλον προμηνύονταν μακάβριο/
μόνο το τέρμα είχε νόημα, μόνο το τέρμα
Η προσφυγιά σαν ρούχο δεν σας πάει/
και η αγάπη στην πατρίδα πιο δυνατή από τον έρωτα/
η ζωή είναι κενή, πολύ κενή για να΄ναι πρόφαση/
αφού ο χρόνος σταματά στη Σαλαμίνα/
αφού στη Λήδρα η μνήμη δεν πεθαίνει/
κάποιοι, πρέπει, να γίνουνε θυσία
Και συ γερόντισσα και συ Ανδρέα, σαν δύο ακοίμητες εστίες/
φάροι που οδηγούνε στη ζωή τους ναυτικούς
5) Τα Καραβάνια του Βορά
Τα καραβάνια του Βορά κινήσανε για Νότο/
και μεταφέραν πρόσφυγες στην ίδια τους πατρίδα/
\’\'Εξόριστοι τραβήξαμε μεσ΄ στον δικό μας τόπο/
η ξενιτιά είναι βαριά και η λύτρωσή μας μακριά θέλει μεγάλο κόπο\’\’.
Στης Σμύρνης τ΄ αλμυρά νερά πετάξαν πτώματα πολλά/
και αν την βαλαν μια φωτιά σε μας βάλανε δύο.
Τα ματωμένα χώματα διαβαίνω και σωπαίνω/
γιατί η γη που άφησα αγαρηνή θα γένει/
μα η ψυχή είναι ρωμιά, το ξέρει, θα υπομένει/
Και θα βαδίσουν πάνω της με βήμα πατρικό.
Τώρα π΄ ανοίξανε φυλάκια, μας λέν «έλα κι΄ οτούρ» σ΄ αυλές που μεγαλώσαμε/
κι΄ αφού μπαξίσι δώσουμε και διαβατήριο/
Μα καρτερούμε σιωπηλοί μιας Κυριακής ημέρα/
που βοργιαδάκι θα φυσά στης Βαβυλώνας τη μεριά διώχνοντας τη γαλέρα».
6) Μηνολόγιο: Τη 20η Ιουλίου 1974
Αχαιούσα ακτή μια γης ποτισμένη με αίμα/
Μια ζωή κυνηγώντας να σπάσει τα δεσμά της θανής/
Χρόνια τώρα προσμένεις, χρόνια τώρα σε γέμισαν ψέμα/
χρόνια τώρα φωνάζεις «λατρευτή λευτεριά μου αργείς;»
Τρεις δεκάδες τα έτη, της σκλαβιάς, της φυγής και του μίσους/
σε ποια χάρτα να γράψεις,
και αυτί θα ακούσει τα ρητά της οργής/
θύμα εσύ τραγικό, των Εθνών του ασίγαστου πάθους/
ομορφιά βιασμένη προσφορά στο βωμό της ντροπής.
Μια πατρίδα, μια χώρα, μια πόλη διχασμένη στα δύο/
προσφυγιά αμφοτέρων, μετοχή πιο πολλών
μα οιμωγής μια κραυγή/
τί κι΄αν έξω σε καίει λιοπύρι στην ψυχή σου το κρύο/
μα το τρέπεις σε ψύξη που δεν κλίνει αυχένα στη γή
7) Τηλλυριά 1964
Πάει καιρός ! Συμφορά μου! Τηλλυριά σε συλήσαν/
σε αρπάξαν γεράκια σε πετάξαν στο δρόμο/
με πληγές ανοιγμένες και το αίμα να τρέχει.
Σα ποτάμι χωρίζει η ψυχή μου στα δύο !
Ούτε πέντε δεν ήσουν λευτεριάς αγνά έτη/
οι ναπάλμ τους προσφέραν τα παιδιά σου στο Θρόνο/
Μα θυσία μην κλάψεις και ποτέ μην πενθήσεις/
γιατί το αίμα ποτίζει της ψυχής μας το δένδρο.
Των εμπόρων τα κτήνη δεν χορταίνουν με πόνο/
και έτσι σπέρνουν τον τρόμο να γευτούνε τη λεία/
μα ο αιώνας γυρίζει και μαζί και η μοίρα/
όλων όσων προάγουν τις πατρίδες των σκλάβων.
Κι΄αν σε πρόδωσαν τώρα και σ΄αφήσαν στο πόνο/
λίγα χρόνια πια μόνο θα τους πάρει η μπόρα.
Και γνωρίζω την θλίψη ! Συντροφιά σου τα βράδια !
Και ότι αφήνει σημάδια λευτεριά καρτερώντας.
8) Φυλακισμένα Μνήματα
Υπάρχουν κάτι μνήματα που΄ναι φυλακισμένα/
που΄ναι θαμμένοι ήρωες και θέλουνε να βγούνε/
δεν τους κρατά το χώμα αυτό κι΄ας είναι ματωμένο/
είναι βαρύ το σκέπασμα και αντοχή δεν έχουν.
Δεν έχουν πια υπομονή κι΄ας μείναν από δέρμα/
Το αίμα που ποτίστηκε θέλουν να πιάσει τόπο/
Θέλουν να γίνει ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι/
σαν και αυτά που απέμειναν αχώριστό τους ταίρι.
Να φθάσει ως τον ουρανό, τον ήλιο να καλύψει/
να γίνει σκότος καταχνιά σε ετούτα εδώ τα μέρη/
γιατί ο ήλιος ειν΄ χαρά, δαμέ πια μόνο θλίψη.
Τουλάχιστον, τουλάχιστον στον πόνο μας μην παίζεις/
Σεβάσου αυτά τα κόκαλα που και νεκρά μιλάνε/
σεβάσου αυτά τα μνήματα την ποσπασιά ζητάνε !
9) Ωδή στον Παναγόπουλο
Οι εφιάλτες νύχτας πόνοι που ξυπνάν το ιδρωμένο σου κορμί/
Απλά θυμίζουν την κατάρα του επιζώντα/
Πολλά φεγγάρια πέρασαν, πολλά τα καλοκαίρια/
σαν πέταξες για μέτωπο στ΄ αμπάρι του θανάτου/
όταν ακούστηκε η κραυγή της οιμωγής το νέο:
«Φωτιά, φωτιά, φωτιά, φωτιά μας καιν σαν τα ποντίκια»/
κι΄ ο Παναγόπουλος μπροστά ανήμπορος στο χάος.
Μέσα σε κόλαση καυτή, θυσία σαν λαμπάδα/
τα παλικάρια γίνανε στης λευτεριάς την ρίζα/
κι΄ η τέφρα σας το λίπασμα γρήγορα για ν΄ ανθίσει.
«Εσύ, όμως, ζεις ! Και κάθε μέρα που περνά σε νιώθω σαν ανάσα/
μια αλήθεια που το φως δεν την σκοτώνει!»
Νεκρές σωροί, ζώσες ψυχές/
π΄ Αθάνατες βαδίζουνε στα χώματά σου Κύπρος.
Πήδηξες απ΄τα αεροπλάνο, βαριά γυρνώντας πληγωμένος. Με ταυτότητα ήρωος του Αλβανικού….
«Σώμα σαν πτώμα και ας λέω πως ζω/
και κάθε φλόγα που θα δώ πονώ κι΄ αργοπεθαίνω !».
Μα η Σταύρωση θα σώσει τη σειρά της στη Ζωή !
Η φλόγα θα φύγει απ΄ του ανέμου την οργή, θ΄ αλλάξει ρότα!
Και η βροχή της λευτεριάς θα σου απαλύνει την ντροπή/
πριν πεις νυν απολύεις !
10) Ως χθες
Ως χθες περνάν απ΄ το μυαλό μου οι σκηνές/
μα ήρθαν τα χρόνια και έφυγαν όσα κι΄αυτά που ζω/
σκυλί να ήσουν το σώμα σου θα σέβονταν οι Αττίλες…
Κολύμπαγες στο βράχο που γεννήθηκες/
Και εγώ γεννιόμουν μακριά στην Κολονία/
ξένες γυναίκες μου τυλίγαν τα σεντόνια στο κορμί.
Ενάλιος ο πέπλος σου, πως κάλυπτε τη γύμνια σου/
Γαλάζιο απέραντο παντού, χρυσό το φως του ήλιου/
αντανακλώντας πέρα στις ακτές της Μικρασίας.
Στα ξένα φως δεν είχα, μα μου έδωσαν ψωμί έστω πικρό/
εσένα σου΄λαχε εδώ να σε βιάσουν/
άνανδροι που μετέφεραν γαλέρες της Μερσίνας.
Μήνες δεν άντεξα εκεί και πάλι επέστρεψα/
εσύ σε ποια πατρίδα να παλιννοστήσεις;
Ευχή να έχεις και κατάρα/
όπως κοιμάσαι ελεύθερα στη Πάφο, να σηκωθείς στο Ριζοκάρπασο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου