Την δραματική αυτή σύνθεση την εμπνεύστηκε από την ηρωική αντίσταση και καταστροφή του μικρού νησιού του Αιγαίου από τα στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά.
Το έργο εντάσσεται στην τελευταία περίοδο των εικαστικών αναζητήσεων και προβληματισμών του καλλιτέχνη. Οι ιδεαλιστικές του συνθέσεις χαρακτηρίζουν αυτή την εποχή, που συμπεριλαμβάνεται στα χρόνια μεταξύ 1895-1899. Το 1896 επισκέφθηκε το εργαστήριο του καλλιτέχνη ο Λουδοβίκος Θείρσιος και είδε το έργο, χωρίς όμως να διευκρινίζει αν ήταν σχεδίασμα, γιατί ομολογεί περί «μίας ιδέας της Καταστροφής των Ψαρών». Βέβαιο είναι πάντως ότι το 1900 ήταν τελειωμένο, σύμφωνα με μία φωτογραφία του εργαστηρίου του Γύζη, που δημοσιεύεται στις επιστολές του.
Η πρώτη ενορατική απεικόνιση (1896-1898)
Το έργο «Μετά την Καταστροφή των Ψαρών» συνδέεται με την απογοήτευση του καλλιτέχνη από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο, το 1897. Όμως ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει το θέμα ο Γύζης και το αναπτύσσει εικαστικά, η οργάνωση και η ελευθερία των εκφραστικών του αποτυπώσεων, και κυρίως στην τελευταία εκτέλεση του έργου, μας παρουσιάζουν έναν καλλιτέχνη που τα ιδεαλιστικά του στοιχεία μαζί με τις ελεύθερες μετα-ιμπρεσιονιστικές τάσεις του γίνονται εμφανείς. Αν και ήταν έντονη η νοσταλγία της Ελλάδας αλλά και η αγάπη για τον τόπο του και τους συμπατριώτες του, και παρά την τραγικότητα της σκηνής, ο Γύζης κατόρθωσε να δώσει μία από τις πλέον μεγαλόπνοες δημιουργίες του.
Την πρώτη ενορατική σύνθεση του θέματος (0,38 Χ 0,55 μ.) ο Γύζης την καταγράφει επάνω σε χαρτί με κόκκινο μολύβι. Κατά την άποψή μου, πρέπει να έχουν μεσολαβήσει και άλλα προσχέδια πριν από το τελικό που γνωρίζουμε. Το σχέδιο εδώ είναι περισσότερο σφικτό, ρεαλιστικό, και λιγότερο αυθόρμητο και ελεύθερο, όπου ιδέες τρέχουν και ο καλλιτέχνης αγωνίζεται να τις συλλάβει και να τις καταγράψει με το μολύβι, κάτι που παρατηρείται σε άλλα του έργα, όπως στην «Δόξα των Ψαρών», το «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται», «Ο θρίαμβος της Βαυαρίας», «Η Εαρινή συμφωνία» κ.τ.λ. Δίνεται η εντύπωση ότι πρόκειται για μία σύνθεση παράπλευρων μελετών που ανασυντάχθηκαν σε ένα κυρίως θέμα. Η όλη μορφή της εικονογραφίας χαρακτηρίζεται από την παραδοσιακή ιστοριογραφία της Σχολής του Μονάχου.
Το κυρίαρχο θέμα είναι η απεικόνιση των δραματικών στιγμών που ζουν οι άνθρωποι προκειμένου να σωθούν από την οργή των τουρκικών στρατευμάτων.
Μέσα σε μία δαντική βάρκα, άνθρωποι κατατρεγμένοι από τις σφαγές απειλούνται τώρα από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα και κινδυνεύουν να καταποντισθούν στον βυθό του Αιγαίου. Ένας όρθιος άνδρας που φορά νησιώτικο τσαλακωμένο σκούφο γερμένο στο πλάι, γυρισμένος με την πλάτη προς τον θεατή, με τα στιβαρά του χέρια κρατά το κουπί που προσπαθεί να το μετακινήσει προς τη πλευρά που γέρνει η βάρκα ώστε να αποτρέψει την ανατροπή της.
Κάτω από την κυρίαρχη φιγούρα προβάλλει ένας άνδρας με γρήγορες σχεδιαστικές γραμμές, με ανέκφραστο βλέμμα. Προσπαθεί και αυτός να αποτρέψει το ναυάγιο της βάρκας, στο δεξί του χέρι κρατά δυνατά από τον καρπό μία γυναίκα που είναι μέσα στο νερό και προσπαθεί να την σύρει επάνω στην βάρκα. Στα αριστερά του μια άλλη φιγούρα, που πρέπει να είναι γυναίκα, προσπαθεί να σώσει το μωρό της που έχει πέσει στην θάλασσα, ενώ δίπλα της άλλες γυναίκες προσπαθούν να επιβιβαστούν στην ήδη γερμένη βάρκα.
Επάνω σε ένα κοντάρι η σημαία με τον σταυρό λες και την δέρνει άγριος άνεμος, αναδιπλώνεται προς τα επάνω σαν λευκό φτερό αγγέλου. Μέσα στην βάρκα, δεξιά της κεντρικής ανδρικής μορφής, είναι σχεδιασμένο ένα πλήθος από γυναικόπαιδα σε εναγώνια κατάσταση. Μπροστά στην πλώρη με μεγάλα γράμματα έχει γράψει ΕΛΛΑΣ, ενώ μπροστά στην καρίνα της πλώρης είναι ανασηκωμένη μία άγκυρα. Η θάλασσα και αυτή συμμετέχει στο όλο δράμα των προσφύγων, άγρια, απειλητική.
Στην προκυμαία γυναικόπαιδα με σηκωμένα τα χέρια κινούνται, ενώ άλλοι είναι μέσα στην θάλασσα και προσπαθούν να σωθούν.
Η δεύτερη απεικόνιση (1896-8)
Ο Γύζης τώρα, έχοντας ήδη οργανώσει τη σύνθεση του θέματός του, αποτολμά να δώσει χρώματα στην ενορατική του σύλληψη, να την μορφοποιήσει, να την υλοποιήσει με χρώματα, να της δώσει την ένταση και την τραγικότητα της σκηνής. Εκτυλίσσει την ιδέα του επάνω σε καμβά διαστάσεων 1,00 Χ 1,50 μ. Στην σκηνή κυριαρχούν οι σκούροι τόνοι, το δράμα πραγματοποιείται μέσα σε μια ζοφερή νύχτα, όπου τα πάντα σκιάζονται από την φοβέρα του κατακτητή δυνάστη, τα μαύρα πολλά, τα μπλε ελάχιστα, τα γκρίζα λίγο περισσότερα, οι ώχρες λιγοστές, τα λευκά και τα κόκκινα και αυτά ελάχιστα, και αυτά σαν φωτεινοί σηματοδότες μέσα στον κουρνιαχτό της σκηνής. Η σύνθεση τώρα γίνεται περισσότερο ποιητική, αφαιρετική. Γρήγορες, βιαστικές πινελιές διαγράφουν τα στοιχεία του θέματος. Αδρά χρώματα και τολμηρές σκηνές αφαίρεσης χαρίζουν ένταση στο θέμα.
Η τραγικότητα των απελπισμένων προσφύγων κορυφώνεται. Ο Γύζης κυριαρχείται από μία εναγώνια κατάσταση φοβίας μπροστά στα δράμα εκείνων των ανθρώπων. Τολμά να αλλάξει συνθετικά το θέμα του, αλλά κρατά οργανικά την σημειολογία των επιμέρους στοιχείων. Κατ’ αρχήν όλα αποκτούν χρώμα, έκφραση και ένταση. Η κεντρική ανδρική φιγούρα παριστάνεται να φορά ένα παραδοσιακό κοκκινόμαυρο σκούφο με μαλλιά λυμένα, γυρισμένος με την πλάτη προς τον θεατή, είναι ενδεδυμένος με γκρίζο υποκάμισο, με ανασηκωμένα τα μανίκια, φορά το κατακόκκινο ζωνάρι και τη σκούρα μαύρη βράκα του.
Η ανδρική φιγούρα με το γυμνό στήθος, που βρισκόταν στα αριστερά του, τώρα γίνεται περισσότερο ρεαλιστική στην απεικόνιση. Η φιγούρα που πάσχιζε να σώσει το μωρό από την επιφάνεια του νερού τώρα εδώ αποκτά μεγαλύτερη ένταση, γίνεται μάνα ντυμένη στα κόκκινα. Στο ένα της χέρι κρατά επάνω στο στήθος της ένα μικρό μωρό τυλιγμένο στα σπάργανα, ενώ το άλλο χέρι, το δεξί, το τεντώνει για να πιάσει το άλλο μωρό που είναι μέσα στο νερό. Τεντώνει τον λαιμό της, το βλέμμα της όλο τρόμο βλέπει το μωρό να βυθίζεται στην θάλασσα. Το αρχικό σχεδίασμα τώρα έχει γίνει μία θαμπή, γκρίζα πινελιά που διαλύεται στον σκούρο τόνο της θάλασσας.
Δίπλα του ο ηλικιωμένος άνδρας του σχεδίου με την εικόνα τώρα γίνεται ιερέας ντυμένος στο μαύρο ράσο του, με κατάλευκα μαλλιά, άτακτα, να πέφτουν επάνω στους ώμους. Κρατά σφιχτά μάλλον το Ευαγγέλιο, σχηματικά και σχεδιαστικά αυτό υπονοεί, διότι το Ευαγγέλιο είναι το σύμβολο του ηθικού νόμου, της πίστης, που παίρνουν μαζί τους οι κατατρεγμένοι Ψαριανοί, με τα ιερά σκεύη. Το Ευαγγέλιο ξεχωρίζει από το δισκοπότηρο, σύμβολο της μυσταγωγίας, της κοινωνίας των ανθρώπων της πίστης, και τα δύο στοιχεία ελπίδας, της ένωσης, της συνέχειας της ζωής, διότι δίχως πίστη η σωτηρία τους μοιάζει με πορεία προς το άγνωστο μέσα στην ζοφερή νύχτα. Δίπλα στον ιερωμένο μία μαυροντυμένη γυναίκα σκυμμένη επάνω στην κουπαστή, έχει καλύψει το κεφάλι της με τις δυό παλάμες της ως Κρέουσα οδύρεται… δίπλα της μέσα στη βάρκα και άλλες μορφές είναι ανάκατα στοιβαγμένες μαζί με αποσκευές.
Στην πρύμνη έχει ζωγραφίσει -με λίγο αραιωμένο χρώμα με μπλε και γκρι- την σημαία τους, το λάβαρο, που στην μέση έχει ένα φωτεινό σταυρό, σύμβολο του μαρτυρίου της αποστολής, της πορείας, αλλά και του σκοπού.
Η βάρκα φαίνεται να έχει αλλάξει σχεδιαστικά. Με την διόρθωση η βάρκα μοιάζει με ένα τεράστιο κύμα που είναι έτοιμο να καταπιεί μέσα του όλο αυτόν τον κόσμο.
Στο βάθος αριστερά μέσα σε σκούρους και ασαφείς χρωματικούς τόνους με γρήγορες ελεύθερες αραιές πινελιές που μόλις διακρίνονται παριστάνει καβαλάρηδες με σπαθιά, χέρια υψωμένα, έναν κόσμο που τρομαγμένος κατευθύνεται προς την αποβάθρα.
Στα δεξιά έχει ζωγραφίσει τον ορίζοντα με γκρίζες και κίτρινες πινελιές, ο ουρανός είναι όλο μαύρα σύννεφα και καπνούς, ενώ με γρήγορες κόκκινες και κίτρινες ώχρες έχει ζωγραφίσει τον κάμπο να φλέγεται από τις πυρκαγιές και τις πυρπολήσεις των σπιτιών. Στο μέσον διακρίνεται με δυσκολία ο ορίζοντας της θάλασσας, κατάμαυρη ως άβυσσος.
Η τρίτη απεικόνισή της (1896-8)
Επανέρχεται ο Γύζης στο θέμα του και το ξαναζωγραφίζει σε μεγαλύτερο μέγεθος επάνω σε καμβά, με την τεχνική της ελαιογραφίας και σε διαστάσεις τώρα 1,33 Χ 1,88 μ. (Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου). Τώρα ο καλλιτέχνης είναι περισσότερο ώριμος στην οργάνωση της σύνθεσης, η παλέτα των χρωμάτων του γίνεται πιο πλούσια σε τόνους, αν και κυριαρχούν πάλι οι σκούροι τόνοι και οι ώχρες, δεν λείπουν όμως και τα κόκκινα και τα λευκά. Στην τελευταία του σύνθεση ο καταμερισμός των όγκων και των μορφών είναι καλύτερα μελετημένος, το ζύγισμα και η αρμονία των φωτεινών και σκοτεινών σημείων μοιάζει να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, οι μορφές γίνονται ακόμη περισσότερο εξαϋλωμένες, απαλλαγμένες από κάθε ρεαλισμό, είναι απροσδιόριστες, αφαιρετικές, σχηματικές, μοιάζουν σαν φωτεινές φόρμες που ξεσκίζουν την ζοφερή νύχτα των φυγάδων Ψαριανών.
Η βάρκα τώρα είναι εκτελεσμένη με σαφήνεια σε πλήρη προοπτική απόδοση, η καρίνα -αν και είναι κατάμαυρη καμπύλη- με τα έξυπνα φώτα που έχει ριχτεί στο επάνω μέρος της έχει μεταβληθεί σε πολιορκητικό κριό που σχίζει τα ταραγμένα κύματα μέσα στην άγρια και εφιαλτική νύχτα. Παράλληλα, οι κουπαστές και από τις δυο πλευρές φωτίζονται με ανοιχτόχρωμες ώχρες, σαν να θέλει να οριοθετήσει τον χώρο της. Οι μορφές και τα αντικείμενα που ζωγραφίζονται κατανέμονται οργανικά και συνθετικά μέσα στη βάρκα, μερικά στοιχεία που βάραιναν τη σύνθεση παραλείπονται. Αντιθέτως, σημεία που τόνιζαν την τραγικότητα τώρα γίνονται περισσότερο εκφραστικά και δυνατά.
Όλες οι μορφές μέσα στη βάρκα ζωγραφίζονται με βίαιες κινήσεις που δείχνουν την τραγωδία, την οδύνη, την απελπισία και τη φρίκη της κατάστασης.
Ακόμα και το λάβαρό τους γίνεται πιο συγκεκριμένο, είναι στερεωμένο επάνω στην πρύμνη, με τον σταυρό να ξεχωρίζει στο γκρίζο φόντο. Την σημαία τους, σαν φωτεινό σύννεφο ανοιχτόχρωμους με τόνους, μοιάζει να την ταλανίζει ένας άγριος άνεμος που θέλει να την αποκολλήσει από την πρύμνη.
Πάνω από τη βάρκα ένας σκούρος βράχος, απειλητικός, σκιάζει τους φυγάδες. Στην προκυμαία έντεχνες ιμπρεσιονιστικές πινελιές υποδηλώνουν ένα πανικόβλητο πλήθος που απελπισμένα σπεύδει να σωθεί. Ορισμένοι φαίνονται να έχουν πέσει στην μανιασμένη θάλασσα και κολυμπώντας προσπαθούν να φθάσουν στην βάρκα, που φαίνεται η μοναδική σωτηρία τους, καθώς όλα μοιάζουν να έχουν χαθεί στην ζοφερή νύχτα που τους περιβάλλει.
Ο Νικόλαος Γύζης όμως, σε αντίθεση με άλλες αντίστοιχες σκηνές της ρομαντικής ζωγραφικής του 19ου αιώνα, όπως η γνωστή «Σχεδία της Μέδουσας» του Theodore Gericault, δίδει ως ευπατρίδης τη δική του προσέγγιση. Αν και την τραγική αυτή σκηνή της απελπισίας και του κατατρεγμού την ντύνει με σκούρους νυχτερινούς χρωματικούς τόνους, δεν παραλείπει να δώσει το μήνυμα της προσμονής, της ελπίδας. Στο βάθος δεν ζωγραφίζει πλέον καπνούς και φωτιές, αλλά μια νύχτα που φεύγει, χρώματα του αυγερινού έρχονται από μακριά στο βάθος και ανοιχτόχρωμα σύννεφα κάνουν την εμφάνισή τους. Ένα κατάλευκο φως προαναγγέλλει την αυγή, ένα φως που χρυσίζει το φλάμπουρο της πρύμνης με τον σταυρό, την κουπαστή τη βάρκας, στην καρίνα της και τα κορμιά των επιβαινόντων ανθρώπων στη βάρκα. Λίγο ελπιδοφόρο, λευκό, σκάει το κύμα στα πλευρά της βάρκας και η ανταύγεια του φωτός αφήνει ένα άνοιγμα ελπίδας και αγωνιστικότητας στα μεγάλα ιδανικά του έθνους, της Ελευθερίας, της Πίστης και της Πατρίδας.
Σημειώσεις
Τα Ψαρά, βρίσκοντα στα Β.Δ. της Χίου, και έχουν εμβαδόν 42 τετραγωνικά χλμ. Κατά την εποχή της Επαναστάσεως του 1821 οι Ψαριανοί διέθεταν αξιόλογο στόλο, μαζί με άλλα δύο μικρά νησιά, την Ύδρα και τις Σπέτσες. Καθώς διέθεταν αξιόμαχο και καλά οργανωμένο ναυτικό, είχαν κατ’ επανάληψη νικήσει τον τουρκικό στόλο, είχαν μάλιστα καταστεί το φόβητρο του. Οι Τούρκοι, πνέοντας μένεα κατά των Ψαριανών τον Ιούνιο το 1824, έπειτα από καλά οργανωμένη επιχείρηση, με πολυπληθή στρατό και πλοία πολιόρκησαν το νησί, το οποίο έπειτα από σθεναρά αντίσταση υπέκυψε. Οι Τούρκοι έκαψαν το νησί ολοσχερώς και κατέσφαξαν τον πληθυσμό για εκδίκηση. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να γλυτώσουν την σφαγή η την αιχμαλωσία και αυτοί κάτω από τραγικές και περιπετειώδεις καταστάσεις. Από την γενναία αντίσταση των Ψαριανών και την καταστροφή του νησιού εμπνεύστηκε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολομός και το ποίημα «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η δόξα μονάχη…», ενώ ο Νικόλαος Γύζης τον πίνακά του «Η Δόξα των Ψαρών».
Βιβλιογραφία Νέλλη Μυσιρλή, «Ελληνική ζωγραφική 18ος-19ος αιώνας. Νέλλη Μυσιρλή, «Γύζης». Κωνσταντίνος Διδασκάλου, «Ο Γύζης στην Τήνο» (100 χρόνια από τον θάνατο του καλλιτέχνη). Γεώργιος Δροσίνης – Λάμπρος Γ. Κορομηλάς, «Επιστολαί του Νικολάου Γύζη». Μαρίνος Καλλιγάς, «Νικόλαος Γύζης». Τώνης Σπητέρης, «Τρεις αιώνες νεοελληνικής Τέχνης (1660-1967)», τ। 1ος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου