Από την Μ. Θεοδοσοπούλου
Μαρία Στασινοπούλου
Κυρία, με θυμάστε;
Η Μαρία Στασινοπούλου, με σπουδές Ιστορίας και Αρχαιολογίας, αφού εργάστηκε ως καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση επί είκοσι εννέα συναπτά έτη, αποφάσισε να βγει στη σύνταξη, έχοντας μόλις καβατζάρει τα πενήντα. Δηλαδή, σε μια μάχιμη και άκρως παραγωγική ηλικία. Στις σχετικές απορίες του περίγυρού της φαίνεται ότι απαντούσε εκθειάζοντας τα πλεονεκτήματα του ελεύθερου χρόνου. Στον πρόλογο του βιβλίου διατείνεται ότι είναι απολαυστικό «να μπορείς να κουμαντάρεις τις ώρες σου και τη ζωή σου κατά την όρεξη της στιγμής». Διατύπωση κομψή και λογοτεχνική, που οι μαθητές της θα μεταγλώττιζαν στην αργκό τους με το «κάνω ό,τι μου καπνίσει». Γιατί αυτοί γνωρίζουν ότι στο «κενό εργασίας» καιροφυλακτεί ο δαίμων της οκνηρίας, που, πιθανώς, εκείνη να τους είχε μάθει ότι συγκαταλέγεται στα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ωστόσο, φαίνεται ότι αποχώρησε από την καθηγητική έδρα έχοντας καταρτίσει μακροχρόνιο προγραμματισμό γι' αυτό το «κενό εργασίας», το οποίο είχε εξασφαλίσει εις εαυτόν. Τουλάχιστον επί μία δεκαετία θα πρέπει να κοιμόταν και να ξυπνούσε έχοντας στη σκέψη της το ζεύγος Σεφέρη. Με τη συνεργασία της Μαρώς, που πέθανε το 2000, κατά το επετειακό έτος Σεφέρη, ετοίμασε τον δεύτερο τόμο της αλληλογραφίας τους, που καλύπτει τη δεκαπενταετία 1944-1959. Στο ενδιάμεσο ετοίμασε, για το 2000, ένα αφηγηματικό «χρονολόγιο» Σεφέρη, το οποίο, χάρις στον τρόπο γραφής του και τις συγκεντρωμένες πληροφορίες, διατηρεί το ενδιαφέρον του και μετά την έκδοση της βιογραφίας του Σεφέρη από τον Ρόντρικ Μπίτον.
Αυτά τα έργα και άλλα της ίδιας υφής κάλυψαν «το κενό εργασίας». Παράλληλα, συνέχισε να ασχολείται σποραδικά με την κριτική της ελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά, όπως φαίνεται, το μεράκι της γραφής δεν ικανοποιήθηκε, εξ ου και το πρόσφατο βιβλίο της. Πρόκειται για μια πρώτη, μάλλον διστακτική, δοκιμή στο χώρο της αφήγησης, που εντάσσεται στην κατηγορία χρονικό - μαρτυρία. Ακριβέστερα, παρουσιάζονται αποσπάσματα από ένα χρονικό της σχολικής καθημερινότητας, στο οποίο καταγράφεται ο μαθητικός μικρόκοσμος από την οπτική γωνία του διδάσκοντος. Ταυτόχρονα, συνιστά και μαρτυρία, αφού η συγγραφέας, στον πρόλογο, επιμένει ότι «τα γεγονότα είναι όλα πραγματικά», αντιστρέφοντας τη γνωστή επισήμανση πολλών μυθιστορημάτων ότι «κάθε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα είναι συμπτωματική».
Προ εξαετίας, ο Κώστας Ακρίβος είχε εκδώσει μια ανθολογία, όπου αναζητούσε τα ίχνη του σχολείου στη νεοελληνική λογοτεχνία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβάνοντας τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, δημοτικό-γυμνάσιο-λύκειο. «Να μαθαίνω γράμματα...» είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος της. Παραδόξως, μετρημένα είναι τα πεζά στα οποία γίνεται λόγος για δασκάλες και τα περισσότερα από αυτά επικεντρώνονται στα ερωτικά αισθήματα που εκείνες ξυπνούν. Μόνο σε ένα, το παρθενικό μυθιστόρημα της Ευγενίας Φακίνου «Αστραδενή», η δασκάλα προσφωνείται κυρία. Κι όμως, σε αυτό το «κυρία» ή και «κύριος» αντικατοπτρίζεται η ιδιαίτερη σχέση δασκάλου-μαθητή. Ο τίτλος του βιβλίου της Στασινοπούλου τονίζει τη βαθιά εγχάραξη του «κυρία» στη μνήμη του ενήλικα, αποκαλύπτοντας την προνομιούχο θέση που κατείχε κάποτε η δασκάλα στον κόσμο του μαθητή. Τα αφηγήματα, όμως, δείχνουν και την άλλη πλευρά, εκείνη του δασκάλου. Για παράδειγμα, σε εκείνο που βρίσκεται θεματικά πλησιέστερα στον τίτλο του βιβλίου, μια εικοσάχρονη συναντά τη δασκάλα της και προσπαθεί να την κάνει να τη θυμηθεί. Εχουν περάσει κοντά δέκα χρόνια, η δασκάλα, που, στο ενδιάμεσο, έχει καταχωρίσει κι άλλες «φουρνιές» μαθητών στο βιωματικό της ημερολόγιο, δυσκολεύεται. Οταν τη θυμάται, την κατακλύζουν τα γεγονότα εκείνης της φάσης της ζωής της, καταχωρισμένα μαζί με το πρόσωπο της κοπέλας στα απωθημένα. Ηταν στο σχολικό συγκρότημα της Γκράβας, στην Κυπριάδου, όταν η μητέρα της ήταν ακόμη υγιής και η ίδια δεν είχε ακόμη προδοθεί στα ερωτικά της.
Η «κυρία», στα είκοσι οκτώ συνολικά αφηγήματα, ονομάζεται Έλλη Μερτζάνη. Σε αντίθεση με τις δασκάλες της ανθολογίας, άρα και της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο βαθμό που ο Ακρίβος έκανε επιμελή ανίχνευση, οι οποίες περιγράφονται μάλλον αντιπαθείς, αυτή είναι γεμάτη κατανόηση και τρυφερότητα. Επιπροσθέτως, διαθέτει χιούμορ, όχι δηκτικό αλλά της ίδιας λεπτής αίσθησης με εκείνο που επιδεικνύει η συγγραφέας.
Τα αφηγήματα είναι μικρής έκτασης και τιτλοφορούνται είτε με ένα στίχο σεφερικό ή άλλου γνωστού ποιητή είτε με το επιμύθιο, που ταιριάζει στα εκάστοτε ανιστορούμενα. Φαίνεται πως η μνήμη της «κυρίας» συγκράτησε περισσότερους μαθητές, καθώς σε 17 αφηγήματα πρωταγωνιστούν αγόρια, έναντι 9, που αφιερώνονται στις αλλοτινές μαθήτριές της. Παλαιότερα, με αφορμή τα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, σχολιάζαμε πόσο κερδίζει η αφήγηση όταν ξεκινάει με τον προβολέα να πέφτει στο κεντρικό πρόσωπο. Η Στασινοπούλου, ως εισαγωγή, ονοματίζει, με μικρό όνομα και επίθετο, τους νεαρούς ήρωές της, συνεχίζει περιγράφοντας το παρουσιαστικό τους και ολοκληρώνει με τις μαθητικές τους αποδόσεις και τη συμπεριφορά τους στην τάξη. Συνήθως προσδιορίζει και την οικογενειακή τους κατάσταση ως υπαινιγμό της κοινωνικής τους προέλευσης. Αν επρόκειτο για μυθοπλαστικά αφηγήματα, θα σημειώναμε την αδυναμία της να καλύψει ολόκληρο το φάσμα του μαθητόκοσμου. Ανεξάρτητα με τον χαρακτήρα που σκιαγραφεί, μοναχικό, επιφυλακτικό, επιθετικό, σε όλους υπερισχύει η εφηβική αφέλεια, κι ας πρόκειται, τις περισσότερες φορές, για μαθητές Λυκείου. Απουσιάζουν οι βίαιοι, οι κακεντρεχείς και γενικότερα, οι αντιπαθείς τύποι. Οπως φαίνεται, την προδίδει η μνήμη της που λειτουργεί, ίσως και ασύνειδα, εξωραϊστικά.
Μετά έρχεται ο σκηνικός χώρος. Για τα πρώτα χρόνια της φρεσκοδιορισμένης «κυρίας», σχολεία της επαρχίας· για τα μετέπειτα, Γυμνάσια και Λύκεια της πρωτεύουσας, καθώς φαίνεται ότι στάθηκε τυχερή στις μεταθέσεις. Συνήθως δεν προσδιορίζεται η χρονολογία και μόλις που αναφέρονται τα σχολεία. Οταν, ωστόσο, ξανοίγεται σε περιγραφές, σκιαγραφεί εικόνες του πικραμένου από τις εκτελέσεις αλλά πανέμορφου χωριού, που ήταν τα Καλάβρυτα στα πρώτα χρόνια της Δικτατορίας, ή, κατά την εκπνοή της Επταετίας, της πλούσιας αλλά χωρίς ξενοδοχείο πόλης των Μεγάρων. Σε μια αδιευκρίνιστη χρονολογία, το Μενίδι προβάλλει σαν ένας παράδεισος με εκτάσεις καλλιεργημένων λουλουδιών, που τέλειωναν εκεί όπου άρχιζαν τα αγριολούλουδα της Πάρνηθας. Στα σχολεία της Αθήνας έχουν ενδιαφέρον οι, έστω και λιγοστές, πληροφορίες για τους μαθητές που αυτά συγκέντρωναν. Για παράδειγμα, στο Α' Πειραματικό Γυμνάσιο της Πλάκας πήγαιναν, χάρις στο τρένο, μαθητές από την Καλλιθέα, ακόμη και από το Πασαλιμάνι. Ενώ, το Λύκειο στα Πευκάκια μάζευε τη νεολαία των Εξαρχείων.
Ολα αυτά η Στασινοπούλου τα αφηγείται επί τροχάδην, περιορίζοντας περιγραφές και πληροφορίες στις απαραίτητες για τη διήγηση του συμβάντος, στο οποίο επικεντρώνεται. Και πράγματι, όσα θυμάται είναι διασκεδαστικά, καθώς δίνει τον τόνο με τους διαλόγους δασκάλου-μαθητή στην εφηβική αργκό. Οι πλέον ευτράπελες στιχομυθίες αφορούν την ελλιπή γνώση της ελληνικής, ενώ τα αποκαλούμενα «μαργαριτάρια» των μαθητών αντλούνται από την ημιτελή μάθηση της αρχαίας. Πίσω από το γέλιο, που προκαλούν τα αφηγήματα, έρχεται η θλίψη για μια κακοσχεδιασμένη παιδεία, που, όσο φιλότιμος και να είναι ο δάσκαλος και συστηματική η διδασκαλία του, δεν παρακάμπτεται.
Για να επισημάνει κανείς αρετές και αδυναμίες του βιβλίου θα πρέπει να αποφασίσει από ποια πλευρά το κοιτάζει. Αν το αντιμετωπίσει σαν εκείνο που δηλώνει ότι είναι, δηλαδή απόσταγμα μνήμης παιδαγωγικής και παιδαγωγού, τότε έχει επιτύχει. Πράγματι, είναι ένα ευχάριστο ανάγνωσμα που, αποφεύγοντας τον διδακτισμό, δείχνει το πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται οι έφηβοι και το πώς οικοδομούνται οι διαπροσωπικές σχέσεις δασκάλου-μαθητή προς όφελος αμφοτέρων. Αν, όμως, θελήσει να σταθμίσει τα αφηγήματα αποκλειστικά ως αφηγήματα, τότε μάλλον υστερούν. Κι αυτό, λόγω της πειθαρχίας που τηρήθηκε κατά το άπλωμα της αφήγησης, ακολουθώντας έναν ομοιόμορφο σκελετό. Ας ελπίσουμε ότι «το κενό εργασίας» θα φέρει μια δεύτερη δοκιμή, μορφικά απαγκιστρωμένη από αυστηρές δεσμεύσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου