Του Γιάννη Ζουμπουλάκη
«Αυτή η ταινία δεν με αφορά, δεν με αντιπροσωπεύει
Για μένα τελείωσε στη λογοκρισία της». Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία που ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής μιας ταινίας τόσο σημαντικής για την Ιστορία της χώρας μας όσο η «Συνοικία το Ονειρο» (1961) αναφερόταν σε αυτήν πάντοτε με λύπη. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης δεν ξέφυγε ποτέ από τη μαύρη σκιά της «σφαγής» που ακολούθησε τη δημιουργία της δεύτερης και τελευταίας ταινίας που σκηνοθέτησε. Μιας ταινίας που εφέτος κλείνει μισό αιώνα από τη δημιουργία της και επαναπροβάλλεται αποκλειστικά στον Ζέφυρο.
Σε μια εποχή όπου η Ακροδεξιά έκανε πάρτι στην Ελλάδα, η «Συνοικία το Ονειρο» λογοκρίθηκε έχοντας προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων επειδή « δυσφημούσε την εικόνα της ευημερούσας Ελλάδας ». Τι ήταν όμως αυτό που είχε προκαλέσει το μένος του κράτους και των αρχών; Ηταν η «ενοχλητική» εικόνα μιας φτωχογειτονιάς της Αθήνας, του Ασύρματου. Μιας παραγκούπολης ανάμεσα στον λόφο του Φιλοπάππου και τα Ανω Πετράλωνα. Το κέντρο του κόσμου για τους κατοίκους της, οι οποίοι με κάθε τρόπο προσπαθούν να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια, χωρίς ωστόσο να χάσουν την αξιοπρέπειά τους.
Ανάμεσά τους ο Ρίκος (Αλεξανδράκης), πρώην κατάδικος, νυν μικροκομπιναδόρος, αλλά με καλή καρδιά. Η αγαπημένη του Στεφανία ( Αλίκη Γεωργούλη ), που φλερτάρει με πλούσιους και με την ιδέα να ξεφύγει μια και καλή από τη φτωχογειτονιά. Ο ασκητικός «Νεκροθάφτης» ( Μάνος Κατράκης ), που σέρνεται ενώ προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον εφιαλτικό, όπου ακούς μωρά να κλαίνε και επιθετικές γυναίκες να φωνάζουν. Μια τουαλέτα και ένα τηλέφωνο υπάρχουν για ολόκληρη την περιοχή. Νερό, στου διαόλου τη μάνα... Ο ιταλικός νεορεαλισμός του Ντε Σίκα και του Ροσελίνι ενσωματωμένος στην ελληνική πραγματικότητα της αυγής της δεκαετίας του ΄60.
«Μας έφεραν κοντά,πάνω απ΄ όλα, τα κοινά ιδανικά μας,οι κοινοί στόχοι, η πίστη του ενός στον άλλον και πρωταρχικά η συναίσθηση πως έχουμε όλοι μας την υποχρέωση να προσφέρουμε κάτι ουσιαστικό στην ελληνική κινηματογραφία ξεκόβοντας πια από τις ανούσιες υπηρεσίες που της προσφέραμε οι περισσότεροί μας από πολλά χρόνια» αναφέρει η Αλίκη Γεωργούλη σε κείμενό της δημοσιευμένο στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» της εποχής (1961).
Καθώς οι βασικές προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας ταινίας δεν έπαψαν ποτέ να είναι το κεφάλαιο, το θέμα και το έμψυχο υλικό, οι σεναριογράφοι Κώστας Κοτζιάς και Τάσος Λειβαδίτης άφησαν για τέσσερις μήνες κάθε άλλη δουλειά τους, ο Αλεξανδράκης σταμάτησε τις ως τότε επικερδείς κινηματογραφικές εμφανίσεις του, ο Τάσος Ζωγράφος άρχισε να προετοιμάζει τα ντεκόρ. Οσο για τη Γεωργούλη, παράλληλα με τους ρόλους της πρωταγωνίστριας και της διευθύντριας παραγωγής, ανέλαβε και καθήκοντα φροντιστή. « Είχα βγάλει έναν κατάλογο από πάρα πολλά μεταχειρισμένα και φθαρμένα ρούχα, σκεύη και έπιπλα που ήταν αδύνατον να βρεθούν αλλού εκτός από τα ίδια τα σπίτια του συνοικισμού » έγραφε η ηθοποιός στην «Ε.Τ.». « Η ποδιά με τα 100 μπαλώματα πάνω στα 100 άλλα μπαλώματα που φορά η Σαπφώ Νοταρά αποτελούσε το αναγκαίο υλικό για να δοθεί ο επιζητούμενος ρεαλισμός ».
Σε συνέντευξή του στα «Νέα» ο Αλέκος Αλεξανδράκης είχε πει ότι χάρη στην προσωπική παρέμβαση της Ελένης Βλάχου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή η ταινία μπόρεσε τελικά να παιχτεί, έστω και πετσοκομμένη. Οσο για τις σκηνές που κόπηκαν, κάηκαν στην πυρά! Και πάλι όμως, η πρώτη προβολή του «Συνοικία το Ονειρο» έγινε μέσα σε επεισόδια, καθώς η αστυνομία αποπειράθηκε να εμποδίσει την είσοδο του κοινού στον κινηματογράφο και η παρακολούθησή της ουσιαστικά κατέληξε να είναι πράξη αντίστασης.
« Τι πράγματα είναι αυτά που δείχνετε;» είχε ρωτήσει τον Αλέκο Αλεξανδράκη αστυνομικός διευθυντής που σταμάτησε την προβολή της ταινίας. «Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πεινασμένοι ούτε τρελοί που να κυκλοφορούν ελεύθεροι.Κάνετε κομμουνιστική προπαγάνδα ». Επίσης η «Συνοικία» δεν προβλήθηκε σε επαρχιακές πόλεις- ειδικά στις «εθνικά ευαίσθητες περιοχές» εκδόθηκε αυστηρή διαταγή απαγόρευσης.
Σε εμένα προσωπικά ο Αλεξανδράκης είχε αναφερθεί λέγοντας απλώς ότι «έγινε με πολλούς αγώνες,με πολλά κυνηγητά και τελικά με πολλά χρέη». Οντως, η «Συνοικία το Ονειρο», μετά την προβολή της στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παρά την εύνοια της κριτικής, κατέληξε σε τρομερή αποτυχία. Κατά ένα μέρος συνέβαλε και αυτό στον θρύλο που δημιουργήθηκε γύρω της, θρύλος ο οποίος διατηρείται ακόμη και σήμερα αλώβητος.
Εκτός όμως από το ίδιο το θέμα της ταινίας, εκτός από το κυνηγητό που της ασκήθηκε από τη Δεξιά, για τη μυθοποίηση της «Συνοικίας» έπαιξαν ρόλο και άλλα πράγματα. Το τραγούδι που ερμήνευε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και μουσική Μίκη Θεοδωράκη, έγινε «ύμνος» της φτωχολογιάς και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Τέλος, υπήρξε και το μυστηριώδες παρασκήνιο γύρω από τον Αλεξανδράκη και τη Γεωργούλη: το φιλμ σήμανε την οικονομική καταστροφή τους αλλά και το τέλος της σχέσης τους. Από τότε, μόνο δυσάρεστες θα ήταν οι αναμνήσεις και των δύο για τη «Συνοικία το Ονειρο».
Και νομίζω ότι αυτό ήταν που τους διέλυσε».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου