Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Υπάρχουν και νεώτεροι ποιητές… ευτυχώς


Εύη Σαραντέα, ακρυλικό,
Της το είχε ξεκαθαρίσει σε όλους τους τόνους: « Μην αναλώνεσαι για μια τελειωμένη υπόθεση»

Η άλλη δεν ήθελε να το αποδεχτεί. «Δεν υπάρχει περίπτωση να μην σε αγγίζει η ποίηση. Είσαι τόσο ευαίσθητη.»

Η ίδια δεν ήταν καθόλου σίγουρη ότι ήταν ευαίσθητη. Είναι αλήθεια ότι ένιωθε ένα σκίρτημα στην καρδιά κάθε φορά που αντίκριζε, απρόσμενα λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα, το καινούργιο φεγγάρι, σαν χρυσή φετούλα λεμονιού, και η θύμηση της γιαγιά της γινόταν έντονη, γιατί εκείνη την είχε μάθει να το αποζητά την ώρα που έπαιρνε να σουρουπώνει. Και, κόντρα στον ορθολογισμό που απόκτησε έκτοτε, έκανε μια μυστική ευχή: « φτου σου νιο φεγγάρι, κάνε μου τη χάρη…» Μα ήταν αρκετό αυτό για να χαρακτηριστεί ευαίσθητη;

Πάλι η φίλη της δεν μπορεί να έκανε λάθος. Γνωρίζονταν καλά. Τις συνέδεε αδελφική φιλία που είχε ξεκινήσει στα παιδικά τους χρόνια, σ’ εκείνες τις αξέχαστες καλοκαιρινές διακοπές , και διατηρήθηκε φρέσκια σε όλη τη ζωή τους. Μια φιλία που άφησε αλώβητη ο χρόνος, η απόσταση, ο διαφορετικός τρόπος ζωής. Μπορεί να μην είχαν τα ίδια ενδιαφέροντα, ταυτίζονταν όμως στις αρχές και στις αξίες κι αυτό έκανε τη σχέση τους να αποκτάει την ιδιότητα του καλού κρασιού: όσο πάλιωνε τόσο απελευθέρωνε αποχρώσεις αρωμάτων που ξάφνιαζαν και τις ίδιες.

Η ποίηση ήταν μια από τις αγαπημένες τους διαφωνίες. Η μία τη λάτρευε, η άλλη στεκόταν με σκεπτικισμό απέναντί της. Ποτέ δεν αισθάνθηκε να την αγγίζει η μαγεία της. Το αποδίδει στον συγκρατημένο χαρακτήρα της ή ίσως στις θετικές σπουδές της, που την έχουν μπολιάσει με το μικρόβιο της αναζήτησης του μονοσήμαντου νοήματος των λέξεων. Δεν της αρέσει καθόλου η ιδέα να την μπερδεύουν, ακόμα κι αν στη συνέχεια την ξεμπερδεύουν με τρόπο γλυκό. Απολαμβάνει τα κείμενα με αρχή, μέση και τέλος. Τα κείμενα που περιγράφουν γεγονότα με λογική και ειρμό και που αν κάποτε ρέπουν προς το υπερβατικό – όπως συμβαίνει με τον μαγικό ρεαλισμό του Μάρκες– κλείνουν ωστόσο το μάτι στον αναγνώστη κάνοντας μαζί του μια μυστική συνομωσία, μια συμφωνία κάτω από το τραπέζι, που τους κάνει συνένοχους στο «αμάρτημα». Θαυμάζει τους ποιητές γιατί υποψιάζεται ότι ο Θεός κάτι τους σιγοψιθυρίζει στ’ αυτί, αλλά εκείνη – όχι από δικό τους λάθος - δεν μπορεί να γίνει κοινωνός αυτής της μυστικής συνομιλίας.

Έλαβε ένα μήνυμα με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο:

«
Ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος είναι ένα νέο παιδί που ήλθε φέτος να δουλέψει στο σχολείο μας. Παρόλο που έχει σπουδάσει θετικές επιστήμες – ή ίσως ακριβώς γι αυτό - γράφει ποίηση με μεγάλη τρυφερότητα. Τον χαρακτηρίζουν έναν δον Κιχώτη της πόλης. Τον αγαπάω σαν γιο μου. Μου θυμίζει τον εαυτό μου στην ηλικία του. Έγραφα κι εγώ στίχους – θυμάσαι; - όχι με την ίδια επιτυχία βέβαια. Είμαι σίγουρη ότι η γραφή του θα σου αρέσει και ίσως σου κάνει εκείνο το κλικ που χρειάζεσαι για να αφεθείς.»




ΣΠΟΥΔΗ

Ζωγράφισε ένα σπίτι
κι ένα τεράστιο πόμολο στην εξώπορτά του.
Μετά βίας μπορούσε να το στρέψει για ν’ ανοίξει.
Όταν τα κατάφερε, βρήκε σε κάποιον τοίχο πίσω της
και δε χωρούσε να περάσει μέσα.
Τα ’σβησε όλα.
Φως
από την αρχή.
Λίγο μετά
τα είχε σχεδόν καταφέρει το βουνό
να μπει μες στο σπίτι από το παράθυρο
αποδεχόμενο την πρόσκληση του ποιητή.
Το τελευταίο κυπαρίσσι σκάλωσε κάπου
έμεινε απ’ έξω και γρήγορα ξεράθηκε.
Το βουνό κι ο ποιητής δεν πήραν είδηση

Ετούτος ο ποιητής ήταν περίεργος. Το είχε βάλει γινάτι να κάνει το βουνό να χωρέσει μέσα στο σπίτι και μάλιστα από το παράθυρό. Το μυαλό της αρνιόταν πεισματικά να ζωγραφίσει το «γεγονός» στην οθόνη του, παρόλο που ήταν προικισμένη με την ικανότητα να μετατρέπει εύκολα περιγραφές σε εικόνες. Με μια ενστικτώδη κίνηση χρόνων, σήκωσε το κεφάλι και η ματιά της συνάντησε τον πίνακα ζωγραφικής που βρίσκεται πάνω από το γραφείο της. Είναι τόσο εξοικειωμένη μαζί του, που συνήθως τον κοιτάζει αφηρημένα χωρίς να τον παρατηρεί.

Σήμερα στάθηκε επίμονα στις τόσο οικείες λεπτομέρειές του. Το κεντρικό θέμα είναι ένα τυπικό μικρό σπίτι. Πάνω στη στέγη με τα κεραμίδια καπνίζει μια καμινάδα, στην πρόσοψη δυο παράθυρα με την ξύλινη πόρτα ανάμεσα τους, δίπλα της μια ψιλόλιγνη λεύκα φτάνει ως την οροφή, μια γλάστρα με βασιλικό στην αυλή. Στο κατώφλι της εξώπορτας καθισμένα αμέριμνα, δύο μικρά παιδιά σκυμμένα πάνω στο παιχνίδι τους και ολότελα απορροφημένα από αυτό. Μια εικόνα γαλήνης. Λες και κανείς δεν έχει πάρει είδηση. Γιατί κατά τα άλλα, η θάλασσα έχει ορμήσει μέσα στο σπίτι, έχει διαλύσει τα περιγράμματα των τοίχων, έχει πλημμυρίσει κάθε γωνιά, έχει βάψει γαλάζια την πρόσοψη. Η σφοδρότητα του στροβιλισμού του νερού έχει δημιουργήσει λευκούς αφρούς ολόιδιους με τα άσπρα σύννεφα άτακτα ριγμένα πάνω στον ουρανό. Σού είναι πολύ δύσκολο να αποφανθείς αν το σπίτι πατάει στη γη, ταξιδεύει στη θάλασσα ή πετάει στον ουρανό. Σπίτι, θάλασσα, ουρανός: μία ενιαία χρωματική ενότητα. Μια αντιφατική εικόνα με δικαιολογημένη ένταση, αλλά με αδικαιολόγητη ηρεμία. Μια εικόνα, όμως, που έχει τη λογική της. Γιατί, βλέπεις, το νερό είναι ρευστό και γίνεται να μπει στο σπίτι. Αλλά το βουνό… πώς;

Ξαναδιάβασε το ποίημα. Αγνόησε το σπίτι, τη ζωγραφιά, το βουνό, το κυπαρίσσι, τον ποιητή και επικεντρώθηκε σε εφτά λέξεις:

Τα ’σβησε όλα.
Φως
από την αρχή.

Π
ληκτρολόγησε την απάντησή της:

" Γίνεται;
Γίνεται σε μια σχέση - οικογενειακή, επαγγελματική, φιλική, ερωτική – όταν φτάσει το αδιέξοδο να τα σβήσουμε όλα;
Γίνεται να παραγραφούν μνήμες από ταπεινώσεις, αδικαιολόγητες προσβολές, αρρωστημένες συμπεριφορές, παρακμιακές απαιτήσεις, αστήρικτες αιτιάσεις, ανυπόστατες αποδοκιμασίες, περιφρονητικούς χαρακτηρισμούς;
Γίνεται να διαγραφούν βιωμένες αισθήσεις, η αϋπνία, η ανορεξία, η εξουθένωση, η ναυτία, η πίκρα
στον ουρανίσκο, η στυφή γεύση στο λαιμό, η αλμύρα από τα δάκρυα που κυλάνε στο στόμα;
Γίνεται να ξεχαστούν η καταρράκωση κάθε ίχνους αξιοπρέπειας, ο ίλιγγος της κατρακύλας στου κακού τη σκάλα, οι βίαιες διαδικασίες; ( Η λεκτική βία δεν είναι ήσσονος μορφής βία.)"

Η απάντηση έφτασε κατηγορηματική:

" Αν το λέει ο ποιητής, τότε γίνεται"

πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: