Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Φώτης Αγγουλές (1911-1964). Εκατό χρόνια από τη γέννησή του




Ναγκασάκι

Ε, Τσάρλυ, τραβήξου από τον ήλιο.
Σήμερα, έπεσε η Ατομική…
Σήμερα, στα λιμάνια,
οι σωματέμποροι κι οι πορτοφολάδες
μπορούν να περηφανεύονται
που δεν έγιναν εφευρέτες…
Σήμερα, θα μπορούσε να λέει στην προσευχή της,
μια πόρνη:
“Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ,
που δεν γέννησα…”.

Μπιρ Χακίμ

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.

Τα ελληνικά σαλπίσματα, αντιφασίστες σαλπιχτές,

για τους νεκρούς του Μπιρ Χακίμ γνώριμα τόσο που ’ναι,

μέσα σ’ αυτή την έρημο δεν πρέπει ν’ ακουστούνε·

μη σηκωθούνε κι οι νεκροί συντρόφοι μας και τρέξουνε,

γιατί δεν πρέπει ο βωμός της άγιας τους θυσίας

τόπος της εξορίας πως έγινε να δούνε.

Αντιφασίστες Έλληνες το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα με σιγανή φωνή·

μην τύχει και ξυπνήσουμε, μέσα στην άναστρη βραδιά,

τους Έλληνες συντρόφους μας, που γαληνά κοιμούνται

αγκαλιασμένοι αδελφικά με τους φρουρούς του Μπιρ Χακίμ,

του ήρωα γαλλικού λαού αθάνατα παιδιά.

Αντιφασίστες Έλληνες, το προσκλητήριο να γενεί

χωρίς κανένα σάλπισμα, με σιγανή φωνή.


Στην ιστορία

Έλληνες ήρθαν πάλι…

Η θάλασσα τούς ξέβρασε στις ανατολικές αχτές,

προχτές.

Βγήκαν πνιγμένοι στη στεριά και παραμορφωμένοι,

πρησμένοι σαν τουμπιά και μελανοί,

μα όσο κι αν τόκρυψε η νυχτιά το δράμα τους να μη φανεί,

το νόημα βγαίνει.

Τον ξέρομε τον ένοχο, είναι γνωστή η αιτία…

Στα φαγωμένα μάτια τους κοίταξε μέσα και θα δεις

μια χαλασμένη πολιτεία.

Μα μην τους θάψετε, γιατί, θα χάσει σχήμα η Φρίκη.

Κι όταν γραφτεί η ευγενικιά φασιστικιά ιστορία,

έτσι, πρησμένους, βάλτε τους κι αυτούς σε μια προθήκη.

Όλα με τη γλώσσα της χαράς

Το πιοτί του πόνου που πονώ
σε κερνώ, ψυχή, για να μεθύσεις
τ’ άλικα τα ρόδα στο βουνό
στο χλομό ξεψύχισμα της δύσης,

Τ’ αυγινό που δίνει το φιλί
απαλά στη μάγισσα την πλάση,
η γλυκιά του ήλιου ανατολή
που ξυπνά τ’ αηδόνια μεσ’ τα δάση,

Η σαν ρόδου φύλλον απαλή
η γλυκιά, η ασύγκριτή μου αγάπη,
που σκορπά το φως της και διαλεί
μεσ’ από τη σκέψη μου τα θάμπη,

Κι όλα τ’ αστρανάμματα μαζί
κι όλα τα τραγούδια των κυμάτων
κι ό,τι υπάρχει ακόμα κι ότι ζει
έξω από τη νάρκη των μνημάτων,

Όλα με τη γλώσσα της χαράς
με καλούν να ζήσω, μα ώ , τι κρίμα
άμοιρη ψυχή, μη σπαρταράς
κάτι με τραβά σε κάποιο μνήμα

Του πιοτού του πόνου που πονώ
στην υγειά του κόσμου που θ’ αφήσεις
πιές και το ποτήρι το στερνό,
άμοιρη ψυχή, για να μεθύσεις.


Γιάννης Ρίτσος
Για τον ποιητή Φώτη Αγγουλέ

Ήταν ένα βασανισμένο, απλό παιδί του λαού,
ψάρευε, πάλευε, πεινούσε, τραγουδούσε,
χρυσόψαρα δεν έκλεινε στη γιάλα·
του δειλινού τα ρόδα δεν τα πολυκοίταζε.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψετε.
Σε μιαν ακρογιαλιά της Xιός ψαρεύει ακόμα.
Στη νοτισμένην αμμουδιά βλέπουν τον ίσκιο του οι ψαράδες.
«Γειά σου» του λένε και χαμογελάνε.

Έχ, με της φυλακής τα σίδερα έσιαχνε
βαρίδια και βαρίδια για βαθιά ψαρέματα·
στίχο το στίχο τους καημούς, φελλούς τους λάφρυνε
μη και βουλιάξει το τραγούδι μέσα στ’ άδικο.

Kουπί, πανί, καμάκι, αγκίστρια κι άγκυρα,
στην κουπαστή του φεγγαριού πανέρι με τα παραγάδια,
άσπρος, πετούμενος σταυρός γλαρόπουλου στο σούρπωμα
επάνω απ’ τα κατάρτια, ήταν ο Φώτης.

Έφυγε. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.
Σε μια γωνιά, στην έγνοια του φτωχού, βραχόσπαρτη,
ο Φώτης με την ψάθα του, καταμεσήμερα
ψαρεύει ακόμα τ’ άπιαστο και τ’ άφραστο.

Ψαρεύει ακόμα ο Φώτης με την πετονιά του στίχου του
ένα χαμόγελο που εκείνος δεν το γνώρισε,
ένα χαμόγελο να το χαρίσει το καλό τ’ απόβραδο
στους φίλους του τρατάρηδες και στα φτωχόπουλα.

Έφυγε ο Φώτης. Mην τον κλάψτε. Tραγουδήστε τον.

AΘHNA, 29.III.64

Σ` ευχαριστώ

Νησάκι μου ολοπράσινο, ανθοπλήμμυρο, μυρολουσμένο,
φιλόξενο, μυριόχαρο και πολυαγαπημένο,
σ` ευχαριστώ και σ` αγαπώ και δεν ξεχνώ πως μούγινες
μητέρα της ορφάνιας μου, πατρίδα του ξενιτεμού μου,
και κοίμισες τον πόνο μου, μες στ` άνθια σου και μούδωσες
το χάδι της παρηγοριάς, στις νύχτες του καημού μου.

Και τώρα, ιδές, όπως κεντά το σκίνο η Χιωτοπούλα
για να δακρύσει τ` ακριβό κι ευωδιαστό μαστίχι,
όμοια κι η σκέψη μου, κεντά το σκίνο της αγάπης μου,
για να κυλήσουν μιας βαθιάς ευγνωμοσύνης δάκρυα ,
και να σου γίνουν στίχοι.

Στη μάννα

Μανούλα, τα μωρά θα πεθάνουν στις κούνιες τους.
Θα σκοτωθούν οι έφηβοι άδικα.
Θα μαραθούν τα λουλούδια στις γλάστρες
κι εσύ, να μην περιμένεις
να πραγματοποιήσεις κανένα σου όνειρο…
Αυτό… είναι Πόλεμος.

Μόνο η ψυχή σου

Χρόνια και χρόνια η φυλακή, σε παίδεψε η στρίγγλα.
Αφ` το χλωμό σου πρόσωπο το γέλιο έχει σβηστεί,
μόνο η ψυχή σου ξάγρυπνη κι ολόρθη σε μια βίγλα,
δε λεει να κουραστεί.

Γιόμισε νύχτα το κελί αφ` τον μικρό φεγγίτη,
κι εσύ, ούτε το κατάλαβες. Που νάχεις ξεχαστεί;
Ποιες σε τραβούνε ξωτικές, παράξενε εραστή;
Σαν τι να οραματίζεσαι μαρτυρικέ προφήτη;

Επιστροφή

Νάμαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά
μα πριν σας τραγουδήσω,
που ειν` τα κρίνα;
Που είν` τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω.

Θα φύγω

Για ένα ταξίδι θα φύγω - ποιος το ξέρει;
Μ` ένα καράβι; με φτερά πουλιού; μ` ένα μαχαίρι;
………………………………………………………………
Κι αν είναι οι νύχτες όμορφες πολύ και το νησί μου
στις μυρωδιές του Γιασεμιού και του Διατσίντου είναι λουσμένο,
τόσο πολύ με πίκραναν κι οι ξένοι κι οι δικοί μου,
που εγώ δεν έχω ν` αγαπώ τίποτα εδώ και να προσμένω.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Επιμέλεια: Βαγγέλη Ρουφάκη (http://www.dafninet.gr/teuxos2/aggoules.htm)

Tελευταίο παιδί της οικογένειας Σιδερή και Γαριφαλιάς Χοντρουδάκη ο Φώτης, γεννήθηκε στον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας το 1911. Στον πρώτο διωγμό ήλθαν στη Χίο. Ο μικρός Φώτης πουλούσε ψάρια με τον πατέρα του ενώ παράλληλα διάβαζε πολύ. Γρήγορα μπήκε στον κόσμο της ποίησης, από τότε με το ψευδώνυμο Αγγουλές. Αργότερα άσκησε το επάγγελμα του τυπογράφου.
Στην κατοχή πάει στην Μέση Ανατολή. Εκεί προσχωρεί στο “κίνημα” και με τόσους άλλους κλείνεται στα “σύρματα”. Γυρνάει το 1945 με την υγεία του κλονισμένη.
Στον εμφύλιο συλλαμβάνονται με προδοσία ενώ τύπωναν παράνομη εφημερίδα μαζί με τον Μιχάλη Βατάκη, κλεισμένοι σε μια φουντάνα. Δικάζεται σε δωδεκάχρονη φυλάκιση και γυρνάει πολλές φυλακές ως το 1956 που αποφυλακίζεται από την Κέρκυρα, με την υγεία του επιδεινωμένη. Φίλοι του φροντίζουν να μπει σε νοσοκομείο, απ` όπου βγαίνει λίγο καλύτερα. Στις 26 του Μάρτη 1964, ταξίδευε με το πλοίο Κολοκοτρώνης για τον Πειραιά, μετά από πεντάμηνη παραμονή στη Χίο. Εκεί τον βρήκαν νεκρό, με είκοσι δραχμές στη τσέπη… Απ` όπου κι αν πέρασε (Χίο, Μέση Ανατολή, Αθήνα, φυλακές, νοσοκομεία,) δεν σταμάτησε να γράφει και να αφήνει μέσα από τους στίχους του παρακαταθήκες παλικαριάς, ανθρωπιάς και εθνικής συνείδησης.

“Όποιος καταπιαστεί με το Φώτη Αγγουλέ, το έργο και τη ζωή του, πρέπει νάχει τρεις αρετές: Να ναι ποιητής. Να μη φοβάται και Ν` αγαπά το λαό. Αλλιώς να σωπαίνει. Να σωπαίνει πρέπει σεμνά. Περάσανε πάνω από τη Χίο άνθρωποι με πλούτη, με εξουσίες, με φανφάρες, άνθρωποι απάνθρωποι, σκάρτοι, σκληροί, φαντασμένοι. Κι όλους τους έφαγε το σκοτάδι, τους τρωει κάθε μέρα που περνά σαν νάναι θεριό η λήθη, σαν νάναι φυσική τους κατάληξη το σκοτάδι.
Κι ένας ψαράς αγράμματος, ένας τυπογράφος μεροκαματιάρης, που ήταν όμως ποιητής χαρισματούχος, που ήταν παλικάρι αδείλιαστο και μάρτυρας αψεγάδιαστος, που αγάπησε την αλήθεια, που στάθηκε με ειλικρίνεια δίπλα στον άνθρωπο και πόνεσε για το βρώμικο κατάντημα του πλούσιου και το γελοίο κατάντημα του φτωχού, του μοιρολάτρη και βλάκα. Που αγάπησε την ειρήνη, αυτός που υπέφερε ξεριζωμούς, πολέμους, εξορίες και διώξεις, αυτός που πάντα βαστούσε ένα λουλούδι και τον κράτησαν χρόνια και χρόνια οι φυλακές σαν λουλούδι. Κάθε μέρα που περνά γιγαντώνει και λάμπει πιο πολύ. Γιατί η Ιστορία όπως πάντα άλλα ορίζει…”

Apό τα “Άπαντα” του ποιητή έκδοση του Ομηρείου Πνευματικού Κέντρου Δήμου Χίου, απόσπασμα από τον πρόλογο του Γ. Διλμπόη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: