Η ρομαντική αύρα του Αγίου Ορους
Βρισκόμαστε στις αρχές του αιώνα, στην ταραγμένη δεύτερη δεκαετία, που άλλαξε τον χάρτη της Ευρώπης με τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μακριά από τις πολεμικές συρράξεις και τα στρατηγεία, αλλά στην καρδιά του ευρωπαϊκού χάρτη, ακτινοβόλος και διεκδικούμενη, η χερσόνησος του Αθω φαινόταν αποκομμένη από τα εγκόσμια. Φαινομενικά τίποτε δεν τάραζε την άγρια ομορφιά του μοναστικού χώρου που εξακολουθεί να ζει με τον δικό του εσωτερικό ρυθμό για περισσότερα από χίλια χρόνια. Σε εκείνη την εποχή των ραγδαίων πολιτικών αλλαγών δεν υπήρχε CNN, δεν υπήρχαν τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ, δεν υπήρχαν κινηματογραφικά επίκαιρα, δεν υπήρχαν καν έγχρωμες φωτογραφίες. Οι δυτικοί περιηγητές αποτύπωναν συχνά στο χαρτί τις μαρτυρίες τους εικονογραφώντας τα κείμενά τους ως επί το πλείστον με χαρακτικά, δίνοντας τη δική τους υποκειμενική σκοπιά, φιλτραρισμένη συνήθως από προκαταλήψεις και παραδεδεγμένες αρχές που δύσκολα αποσείονται.
Σε αυτή την εποχή των πολιτικών ανακατατάξεων αλλά και των τεχνολογικών ανακαλύψεων ανήκουν οι αυτοχρωμικές φωτογραφίες που απεικονίζουν τοποθεσίες και μοναστήρια του Αθω το 1913 και το 1918 από το αρχείο του γάλλου τραπεζίτη και ανθρωπιστή Αλμπέρ Καν (1860-1940). Πρόκειται για ένα πρωτογενές υλικό που κανένας δεν έχει δει για εξήντα και πλέον χρόνια, το οποίο παρουσιάζεται τώρα για πρώτη φορά στο κοινό στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, τη Θεσσαλονίκη. Η έκθεση θα παρουσιασθεί επίσης στο Μουσείο Αλμπέρ Καν της Βουλώνης, όπου ανήκει το υλικό, ενώ η έκδοση του παρόντος τόμου πλαισιώνει με μια σειρά κειμένων τις αυτοχρωμίες, αναπλάθοντας έτσι το πνευματικό και ιστορικό τους υπόβαθρο.
Ποια είναι η ιδιαίτερη αξία αυτού του μοναδικού από πολλές απόψεις φωτογραφικού υλικού; Και, εφόσον απαθανατίζεται σε αυτό η κοινότητα του Αθω, τι μπορεί αλήθεια να πει ή να διαμηνύσει στη σημερινή Ευρώπη μια κοινωνία τόσο αναλλοίωτη και αμετάτρεπτη από τον χρόνο, τόσο ανεπηρέαστη από τις αλλαγές που συμβαίνουν στον «κόσμο» που την περιβάλλει; Σε αυτά τα ερωτήματα δίνουν απαντήσεις κατ' αρχάς οι ίδιες οι υποβλητικές αυτοχρωμίες και ακολούθως οι συντελεστές της έκδοσης, ο πατήρ Ιουστίνος της Σιμωνόπετρας, η Jeanne Beausoleil, ο Αντώνιος - Αιμίλιος Ταχιάος, ο Ε. Α. Χεκίμογλου και ο Απόστολος Μαρούλης. Τόσο οι δύο εκθέσεις, στη Θεσσαλονίκη και στη Βουλώνη, όσο και το βιβλίο είναι καρπός συνεργασίας των «ανθρώπων καλής θελήσεως» της εποχής μας. Αυτούς τους ανθρώπους αναζητούσε ο Αλμπέρ Καν στις αρχές του αιώνα, σε αυτούς προσέβλεπε και ο Ελευθέριος Βενιζέλος όταν πήγε ο ίδιος στη Βουλώνη για να δει από κοντά αυτές τις φωτογραφικές πλάκες.
Οι αυτοχρωμίες, προδρομική μορφή των έγχρωμων φωτογραφιών, ήταν ακόμη άγνωστες στην αρχή του αιώνα. Ακόμη και όταν διαδόθηκε η νέα αυτή τεχνική ανακάλυψη των αδελφών Λυμιέρ, των γνωστών εφευρετών του κινηματογράφου, παρέμενε ένα πολύ ακριβό μέσο για τις δυνατότητες των φωτογραφικών εργαστηρίων, που εξακολουθούσαν να κάνουν ασπρόμαυρες ή επιχρωματισμένες φωτογραφίες. Παρ' όλα αυτά, η μέθοδος της αυτοχρωμίας αποδείχθηκε επιτυχής, αφού εκτοπίστηκε μόλις στη δεκαετία του 1950 από τα σύγχρονα έγχρωμα φιλμ.
Στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα, λοιπόν, λίγοι άνθρωποι μπορούσαν να ελπίζουν ότι θα τραβήξουν έγχρωμες φωτογραφίες, αφού οι τεχνικές έγχρωμης εμφάνισης βρίσκονταν ακόμη σε πειραματικό στάδιο, ενώ η πατέντα των αδελφών Λυμιέρ κατατέθηκε μόλις το 1903 και χρειάστηκε μια σταδιακή τελειοποίηση ως το 1907. Αυτή ήταν και η πρώτη επιτυχημένη εμπορικά έγχρωμη τεχνική, η οποία έδινε θαυμάσιες έγχρωμες διαφάνειες με σωστή χρωματική ισορροπία και συνήθως απαλά χρώματα. Αν η λήψη γινόταν υπό τον κατάλληλο φωτισμό, τα χρώματα μπορούσαν να βγουν ως και λαμπερά. Η νέα εφεύρεση ονομάστηκε «αυτοχρωμία», προφανώς για να τονισθεί το «αυτόματον» της μεθόδου, αφού η χρήση της δεν παρουσίαζε επιπλέον δυσκολίες απ' ό,τι εκείνη των ασπρόμαυρων φωτογραφιών. Η κατασκευή, όμως, των αυτοχρωμικών πλακών ήταν τεχνικά δύσκολη και δαπανηρή. Πάντως, το 1913, η παραγωγή του εργοστασίου των αδελφών Λυμιέρ έφθασε τις 6.000 πλάκες την ημέρα.
Την ίδια εποχή ο τραπεζίτης Αλμπέρ Καν στη Βουλώνη, το αριστοκρατικό προάστιο του Παρισιού, είχε αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στην υλοποίηση ενός οράματος και ενός ανθρωπιστικού έργου, που στόχευε στη βελτίωση της κατανόησης μεταξύ των λαών και στη διεθνή συνεργασία. Αξιοποιώντας τις νέες τεχνικές της φωτογραφίας και του κινηματογράφου, επεδίωξε να καταγράψει με αντικειμενικότητα τοπία, κτίρια και ανθρώπους, χωρίς τις παρωπίδες των σκοπιμοτήτων του καιρού του, χωρίς τη βαριά σκιά του επεκτατισμού, της αποικιοκρατίας, του οριενταλισμού, του εξωτισμού. Σε αυτή την καταγραφή, που ξεκίνησε το 1909, έδωσε το όνομα «Αρχεία του Πλανήτη». Και, παρ' ότι δεν κατάφερε να ολοκληρώσει το έργο του, όπως περιγράφει η διευθύντρια του Μουσείου Αλμπέρ Καν κυρία Jeanne Beausoleil, «χάρη στην αλάθητη διαίσθησή του πραγματοποίησε αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε έργο τεκμηρίωσης με πολυμέσα». Πρωταρχικός στόχος του Αλμπέρ Καν ήταν ο αγώνας κατά των προκαταλήψεων. Πεπεισμένος ότι τους πολέμους προκαλεί η ανεπαρκής γνώση της ετερότητας, προόριζε τα «Αρχεία του Πλανήτη» για την πληροφόρηση όλων των προσωπικοτήτων που αντιπροσώπευαν διάφορες κοινωνικές, πολιτικές, συνδικαλιστικές και θρησκευτικές τάσεις. Για τη συνάντηση αυτών των προσωπικοτήτων ίδρυσε το 1916 την Εθνική Επιτροπή Κοινωνικών και Πολιτικών Μελετών καθώς και την οργάνωση «Γύρω από τον Κόσμο». Προσκεκλημένοι της οργάνωσης, συμμετείχαν σε συνεδριάσεις μεταξύ άλλων ο Νικόλαος Πολίτης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Ιωάννης Μεταξάς.
Οι αποστολές σε διάφορα μέρη του κόσμου δεν γίνονταν τυχαία και άσκοπα. Ο Αλμπέρ Καν ανέλυε καθημερινά τον διεθνή Τύπο και επέλεγε τόσο τον τόπο προορισμού των αποστολών όσο και τους κατάλληλους συνεργάτες. Στην υπηρεσία αυτής της ουτοπίας τέθηκαν άνθρωποι με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτούς ορίζοντες. Τις δύο αποστολές στο Αγιον Ορος έφεραν σε πέρας δύο δοκιμασμένοι φωτογράφοι, ο Στεφάν Πασέ το 1913 και ο Φερνάν Κυβίλ το 1918, σε κρίσιμες περιόδους για τη διαμόρφωση του πολιτικού χάρτη της εποχής, υπό την καθοδήγηση του γεωγράφου Ζαν Μπρυν, ενός από τους πρωτεργάτες της ανθρωπογεωγραφίας στη Γαλλία. Ο Μπρυν, τακτικός καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας, τέθηκε επικεφαλής των «Αρχείων του Πλανήτη» προσφέροντας την πολύτιμη γνώση του για τις νευραλγικές περιοχές του πλανήτη που έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο καταγραφής. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη αποστολή που διηύθυνε για τα «Αρχεία του Πλανήτη», στις 13 Οκτωβρίου 1912, επέλεξε να επισκεφθεί τα Βαλκάνια, πέντε ημέρες προτού ξεσπάσει ο πρώτος από τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Το ιδιάζον θρησκευτικό και διοικητικό καθεστώς στο Αγιον Ορος, το ανοιχτό τότε θέμα της πολιτικής κυριαρχίας στη χερσόνησο, καθώς και οι ηγεμονικές τάσεις των Ρώσων στην περιοχή, έστρεψαν τα βλέμματα της ομάδας του Αλμπέρ Καν στη μοναστική χερσόνησο. Ασφαλώς, δεν ήταν οι πρώτοι δυτικοί παρατηρητές που αντίκριζαν με δέος αυτή τη χιλιόχρονη πνευματική κοινωνία. Δεκάδες περιηγητές είχαν σταθεί εκστατικοί μπροστά στα αγιορείτικα μοναστήρια αναζητώντας την πνευματική περιπέτεια και τη θρυλική ατμόσφαιρα του χριστιανισμού της Ανατολής. Επιστημονικές αποστολές από τη Γαλλία, τη Ρωσία και την Ελλάδα επισκέπτονταν το Αγιον Ορος και φωτογράφιζαν όψεις της μοναστικής ζωής, ιερά κειμήλια, βυζαντινά χειρόγραφα και καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Ακόμη και μέσα στο Αγιον Ορος, σε ορισμένες μονές, λειτουργούσαν φωτογραφικά εργαστήρια από τις αρχές της δεκαετίας του 1870. Υπήρχαν, λοιπόν, πάμπολλες απεικονίσεις του Αγίου Ορους, είτε σε χαρακτικά είτε σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες, προτού καταφθάσουν οι εξουσιοδοτημένοι φωτογράφοι του Αλμπέρ Καν. Ακόμη και τον καιρό που γίνονταν οι φωτογραφίσεις για τα «Αρχεία του Πλανήτη» βρίσκονταν σε εξέλιξη και άλλες αποστολές, όπως αυτή του «National Geographic», με έμφαση στην καθημερινή ζωή των μοναχών. Πού έγκειται, λοιπόν, η ιδιαιτερότητα των συγκεκριμένων φωτογραφιών;
Η πιο οφθαλμοφανής διαφορά του υλικού της συλλογής Αλμπέρ Καν απέναντι σε κάθε άλλη συστηματική φωτογράφιση ως τη δεκαετία του 1960 (!) είναι το χρώμα. Μια άλλη, λιγότερο αισθητή εκ πρώτης όψεως, διαφορά είναι η επιστημονική αξία του φωτογραφικού υλικού: όπως επισημαίνει ο Ε. Α. Χεκίμογλου, οι φωτογραφίες διακρίνονται για την πληρότητα της απεικόνισης (εξαιρετική ποικιλία λήψεων), την ταύτιση του υλικού (όλες οι φωτογραφίες είναι χρονικά και τοπικά προσδιορισμένες) και, τέλος, τη θεματική συνέχεια (αλληλουχία των λήψεων ξεκινώντας από μακρινά πλάνα και προχωρώντας στα επιμέρους). Ετσι, οι φωτογραφίσεις των μοναστηριών «θυμίζουν τηλεοπτική προσέγγιση»! Ο επαγγελματισμός των φωτογράφων σε συνδυασμό με το αναγνωρισμένο ηθικό κύρος του εντολοδόχου ήταν η εγγύηση για την αντικειμενικότητα της ματιάς. Ο Αλμπέρ Καν δεν ήθελε «φωτογραφική τεκμηρίωση μιας προκατειλημμένης άποψης». Δεν ήθελε καν «φωτογραφίες ρεπορτάζ», αφού πρόθεσή του δεν ήταν να καταγράψει γεγονότα. Αυτό που ήθελε να διαφυλάξει ήταν η ίδια η πραγματικότητα σε μια δεδομένη εποχή.
Για πολλούς λόγους αυτές οι φωτογραφίες σήμερα ξυπνούν παράξενες αισθήσεις: είναι παλιές, αλλά δεν είναι ασπρόμαυρες. Δεν είναι ούτε επιχρωματισμένες, αφού ο επιχρωματισμός του ασπρόμαυρου, όσο περίτεχνα κι αν γίνει, μοιάζει φενάκη. «Παλιές έγχρωμες φωτογραφίες» ακούγεται σχήμα οξύμωρο. Σε αυτή την παραδοξότητα, αλλά και στις χαρακτηριστικές ιδιότητες της αυτοχρωμίας «που συνιστούν το δικό της οπτικό συντακτικό», όπως εξηγεί ο φωτοχημικός Απόστολος Μαρούλης, «οφείλεται η ρομαντική αύρα νοσταλγίας που νιώθει να τον αγγίζει ο σύγχρονος θεατής καθώς απολαμβάνει τις αυτόχρωμες διαφάνειες». Είναι το παρελθόν με τα χρώματα του παρόντος. Είναι τα χρώματα του παρόντος μέσα στην αχλύ του παρελθόντος. Ποιος τόπος θα ήταν περισσότερο κατάλληλος για μια τέτοια κατάδυση στον χρόνο από το αναλλοίωτο στο πέρασμα δέκα αιώνων Αγιον Ορος;
Ακόμη επιβιώνουν στα αγιορείτικα μοναστήρια αλλά και στις απόκρημνες βραχώδεις πλαγιές οι τρεις τύποι μοναχικής ζωής το κοινόβιο, η σκήτη και ο ερημιτισμός που είναι και οι μόνοι γνωστοί σήμερα σε ολόκληρο τον ορθόδοξο κόσμο. Η μοναχική ζωή και η νοερή προσευχή είναι για τους μοναχούς το μέσο που οδηγεί στη θέα του θείου φωτός, στην κατανόηση των υπερβατικών και θείων αληθειών, όπως καθιστά εναργές σε μια αναλυτική παρουσίαση ο Αντώνιος - Αιμίλιος Ταχιάος. Κυρίως, εξηγεί, αυτό που διασώζεται στην πνευματική ζωή του Αθω είναι κάποια στοιχεία ιδιαιτερότητας, που αποκτούν πρόσθετες διαστάσεις αν τα προβάλει κανείς στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Ποια είναι τα στοιχεία αυτά; Κατ' αρχάς, στη ζωή του Αγίου Ορους είναι διάχυτος ο μύθος. «Αυτό που είναι ιστορικώς αληθές συνιστά τον πυρήνα του μύθου, ο οποίος όμως περιβάλλεται ένδυμα πρόσθετων εννοιών και συμβόλων». Συγχρόνως η αθωνική πνευματικότητα χαρακτηρίζεται από τη «θεωρία», τη γνώση δηλαδή και τη βίωση των αληθειών ενός άλλου κόσμου πέρα από τα αισθητά, και την «ησυχία». Ετσι, η χερσόνησος του Αθω ζει μέσα στον μύθο και στην πνευματικότητα, βιώνει ό,τι ακριβώς λείπει από τη σύγχρονη ζωή. Αποτελεί μια νησίδα στην καταναλωτική οικονομία και στον εμπειρισμό ως μοναδικό τρόπο ζωής.
Ασφαλώς, και οι μοναχοί του Αθω ζουν σήμερα αναγκαστικά μέσα στον τεχνολογικό πολιτισμό. «Ούτε να τον αγνοήσουν ούτε και να τον καταργήσουν μπορούν», καταλήγει ο κ. Ταχιάος. «Κάτι τέτοιο άλλωστε βρίσκεται και έξω από τις προθέσεις τους. Αυτό που απομένει να σκεφθεί η σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνία είναι τι της προσφέρει το απόθεμα της μυστικής εμπειρίας του Αγίου Ορους, για να μπορέσει να επιβιώσει πνευματικά μέσα στον κόσμο που ζει». Οι αυτοχρωμίες του Αθω από την αυγή του αιώνα προσφέρουν μια καλή ευκαιρία για να σκεφθεί ο καθένας ξεχωριστά τον προσωπικό του μύθο. Περί αυτοχρωμίας
Η εφεύρεση της φωτογραφίας, γράφει ο Απόστολος Μαρούλης, τοποθετείται αισίως το 1839, μετά από μακροχρόνιες προσπάθειες αναζήτησης ενός μέσου για τη μηχανική αναπαράσταση της πραγματικότητας. Πέρασαν άλλα 16 χρόνια, ώσπου να επιτευχθεί το πρώτο εξ ολοκλήρου έγχρωμο φωτογράφημα, το 1855, αλλά για να υλοποιηθεί η ιδέα της έγχρωμης φωτογραφίας έπρεπε να μπει ο 20ός αιώνας. Η νέα εφεύρεση των αδελφών Λυμιέρ γεννήθηκε το 1903, ύστερα από μία δεκαετία πειραματισμών, και ονομάστηκε «αυτοχρωμία».
Η έμπνευση των αδελφών Λυμιέρ ήταν να χρησιμοποιήσουν, για την κατασκευή των αυτόχρωμων πλακών, μικροσκοπικούς κόκκους αμύλου πατάτας βαμμένους κόκκινους, πράσινους και μπλε. Η βασική ιδέα, εξηγεί ο κ. Μαρούλης, «ήταν να λειτουργήσουν τα τρία διαφορετικά χρωματισμένα είδη κόκκων σαν μικροσκοπικά φίλτρα, που θα διαχώριζαν το είδωλο σε μικροσκοπικές κηλίδες, καθεμιά από τις οποίες θα αντιπροσώπευε τη συμμετοχή καθενός από τα βασικά χρώματα στο συγκεκριμένο κομμάτι της εικόνας». Στην ίδια αρχή θα στηριζόταν και η απόδοση κάθε συνδυασμού των τριών βασικών χρωμάτων. Το αποτέλεσμα φαίνεται στα εξαιρετικά δείγματα από το Αγιον Ορος.
Οι 412 αυτοχρωμικές φωτογραφίες του Αγίου Ορους, που περιλαμβάνονται στη συλλογή Αλμπέρ Καν, αποτυπώνουν τόσο τις εξωτερικές όψεις των μοναστηριών όσο και τους εσωτερικούς χώρους. Ο Πασέ, ο πρώτος απεσταλμένος του Αλμπέρ Καν, δούλεψε κυρίως στις Καρυές και στις μονές Βατοπεδίου, Εσφιγμένου, Χιλανδαρίου, Δοχειαρίου, Σίμωνος Πέτρας και στη Μεγίστη Λαύρα. Ο Κυβίλ, ο οποίος εστάλη για να συμπληρωθεί θεματικά η ενότητα των αυτοχρωμιών του Αγίου Ορους, δούλεψε σε 13 μοναστήρια και σε τρεις σκήτες, με έμφαση στα ιερά κειμήλια και στα πρόσωπα των μοναχών. Οι αυτοχρωμίες αυτές, καθώς στο σύνολό τους απαρτίζουν μια «τηλεοπτική προσέγγιση», συνιστούν αυτό που σήμερα θα λέγαμε «αμοντάριστα πλάνα».
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου