Ο Εμφύλιος 1943-49 άφησε βαθύ το αποτύπωμά του και στα τραγούδια. Τα δημοτικά (που τραγουδούσε ακόμα η επαρχία) αλλά και ρεμπέτικα. Αναλογικά πολύ περισσότερα τραγούδια για τον Εμφύλιο υπάρχουν στο λεγόμενο έντεχνο λαϊκό τραγούδι, από τη δεκαετία του ’60 και μετά. Εδώ θα περιοριστούμε στα ρεμπέτικα του Εμφυλίου.
Διαβάζοντας τους στίχους αρκετών δεκάδων τραγουδιών διαπίστωσα ότι μπορούν να καταταχθούν, αδρά, σε τρεις κατηγορίες: στα αριστερά (τα περισσότερα), σ’ εκείνα που αποδίδουν τον πόνο χωρίς ετικέτα και στα δεξιά (τα λιγότερα – όλα στην τελευταία φάση του Εμφυλίου). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, υπάρχουν συνθέτες με τραγούδια στις δύο πρώτες κατηγορίες (πχ ο Τσιτσάνης) αλλά και άλλοι με αριστερά και στη συνέχεια με δεξιά ρεμπέτικα! (πχ ο Μπακάλης).
ΚΑΤΟΧΗ
Στην αρχή, τα πράγματα ήταν απλά. Τα ρεμπέτικα μιλούσαν για τους μαυραγορίτες, όπως τα δυο τραγούδια του Γενίτσαρη:
ΟΙ ΛΑΔΑΔΕΣ
Όσοι πουλάνε ακριβά, οι παλιομασκαράδες,
θα τους κρεμάσουνε κι αυτούς, όπως τους δυο λαδάδες.
Που τους κρέμασαν και τους δυο ψηλά σε μια κολόνα
κι όσοι πέρναγαν από κει τους έφτυναν το πτώμα.
Προσέχτε οι υπόλοιποι, μην το περνάτ’ αστεία,
γιατί θα σας κρεμάσουνε στην ίδια την πλατεία.
(Πρώτη εκτέλεση από το συνθέτη και τη Χ. Αλεξίου, 1982)
ΟΙ ΜΑΥΡΑΓΟΡΙΤΕΣ
Μικροί – μεγάλοι γίνανε μαυραγορίτες όλοι,
κι αφήσανε όλο το ντουνιά με δίχως πορτοφόλι.
Ακόμα κι οι γυναίκες τους τη μαύρη κυνηγάνε,
τσάντες τσουβάλια κουβαλούν κανέναν δεν ψηφάνε.
Μέρα και νύχτα τριγυρνούν στους δρόμους σαν κοράκια,
πελάτες ψάχνουν για να βρουν να γδάρουνε κορμάκια.
Πουλήσαμε τα σπίτια μας και τα υπάρχοντά μας,
για δυό ελιές κι ένα ψωμί να φάνε τα παιδιά μας.
(Πρώτη εκτέλεση σε δίσκο, Γ. Νταλάρας, 1980)
Ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του λέει, βέβαια, πως ανάμεσα σε χίτες και ελασίτες κρατούσε μια στάση «ζούλα απ’ τον ένα, ζούλα κι απ’ τον άλλο»· φαίνεται όμως να είναι η εξαίρεση μάλλον παρά ο κανόνας, τη στιγμή που δεκάδες ρεμπέτηδες, ειδικά οι νεότεροι, είχαν συμμετοχή στο ΕΑΜ και την ΕΠΟΝ.
(Νίκος Σαραντάκος)
Εμβληματικό ρεμπέτικο της Κατοχής και της Αντίστασης, είναι το «Χαϊδάρι» του Μάρκου Βαμβακάρη, γραμμένο στα 1943. Το τραγούδησε για πρώτη φορά σε δίσκο ο Νταλάρας, στα
1980
.
Πολύ σύντομα όμως, στα τραγούδια εμφανίζονται και οι δωσίλογοι, οι οποίοι συμμετείχαν στα μπλόκα. Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά τραγούδια: τα δυο πρώτα κάνουν λόγο για τα μπλόκα της Κατοχής και το τρίτο για έναν ήρωα της αντίστασης, που σκότωσαν Έλληνες, συνεργάτες των Γερμανών.
ΜΠΛΟΚΟΣ (Τσιτσάνης)
Βγήκανε νωρίς τ’ αστέρια
βγήκανε και τα μαχαίρια,
για να μας καρφώσουν -
Ωχ! μανούλα μου.
Έφτασαν τα καραβάνια
με σπαθιά και με γκιορντάνια,
για να μας σταυρώσουν -
Ωχ! μανούλα μου.
Εμείς το ξέραμε μια μέρα
πως θα γίνει μπλόκος -
Ωχ! μανούλα μου.
Κι είναι πολλοί αυτοί που
χρόνια μας σταυρώνουν, χρόνια -
Ωχ! καρδούλα μου.
Κράτησε σφιχτά τα χέρια -
την καρδιά σου κάνε πέτρα, μην πονάς.
Μια χούφτα παλληκάρια
πολεμάν σαν τα λιοντάρια,
μέσα στην αντάρα -
μέσα στη σκλαβιά,
το θεριό στα δύο να κόψουν
και τον τύραννο να διώξουν,
όλα θα τα δώσουν -
για τη λευτεριά.
(Το γνωρίζουμε από δίσκο του 1978, με το συνθέτη και την Ελένη Γεράνη. Ωστόσο, όπως μας πληροφορεί ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, το τραγούδι αυτό είχε βγει στην Αμερική, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, με ερμηνευτή τον Αθ. Πειραιώτη)
Ο ΜΠΛΟΚΟΣ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ (Νίκος Δημόπουλος ή Τούντας)
Ένα γλυκό ξημέρωμα, βαράγαν οι τσολιάδες,
τα σπίτια μας μπλοκάρανε με τους Γερμαναράδες.
Πρωΐ – πρωΐ πηγαίναμε όλοι στη δουλειά μας
και οι τσολιάδες φώναζαν, βουρ! Για την Κοκκινιά μας.
Στο δρόμο που μας πήγαιναν προς την Οσία Ξένη,
απ’ τη γωνιά που πρόβαλα, βλέπω δυο σκοτωμένοι.
Ε, ρε παιδιά, τι να σας πω, ράγισε η καρδιά μου
κι από τα δόλια μάτια μου τρέχαν τα δάκρυά μου.
Ένα πρωΐ ξημέρωμα, δεκαεφτά Αυγούστου,
οι Γερμανοί μας σκότωσαν, έτσι για χάρη γούστου.
(Σύμφωνα με τον Σάκη Πάπιστα , ο Δημόπουλος ή Τούντας ήταν λοχαγός του ΕΛΑΣ. Σκοτώθηκε λίγο αργότερα. Το τραγούδι δεν δισκογραφήθηκε ποτέ. Το αναφέρουν ο Τάσος Σχορέλης και ο Νέαρχος Γεωργιάδης)
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΔΑΡΑΣ (Μ. Γενίτσαρης)
Πενθοφορεί η Αγιά Σοφιά
Παλιά και Νέα Κοκκινιά,
κλάψε και ‘συ τώρα ντουνιά
πιάσαν το Στέλιο τα σκυλιά.
Τον πιάσαν Γερμανόφιλοι
και Ταγματασφαλίτες,
το Στέλιο τον Καρδάρα μας
στο Ρέντη οι αλήτες.
Δεμένο τον επήγανε
μπρος στον Άγιο Διονύση,
δέκα ντουφέκια του ρίχνανε
ώσπου να ξεψυχήσει.
Άδικα τον σκοτώσανε
λες κι ήτανε κατάρα,
γιατ’ ήταν στην Αντίσταση
το Στέλιο τον Καρδάρα.
(Γραμμένο στα 1944, ηχογραφήθηκε στα 1980, με τον Γ. Νταλάρα)
Παράλληλα, έχουμε αρκετά ρεμπέτικα τραγούδια που υμνούν το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Πρωτοπόρος, χρονικά, μάλλον ήταν ο Μπαγιαντέρας. Δε νομίζω ότι είναι δυνατόν τα τραγούδια αυτά να γράφτηκαν στα 1941 ή 42, όπως αναφέρει ο Σάκης Πάπιστας, αλλά αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Στο δεύτερο τραγούδι αναφέρεται ο Άρης Βελουχιώτης, ως «αρχηγός» της αντίστασης. Το τραγουδάνε για πρώτη φορά σε δίσκο ο Νταλάρας, η Γλυκερία και ο Δ. Κοντογιάννης, στα 1980.
ΕΑΜ
Σου στέλνω χαιρετίσματα απ’ τα βουνά, μανούλα,
στο καραούλι βρίσκομαι, στην πιο ψηλή ραχούλα.
Έχω τ’ αγρίμια συντροφιά, έχω και τα ζαρκάδια,
με τους συντρόφους περπατώ μέρες, αυγές και βράδια.
Τον ουρανό για σκέπασμα, τη γη έχω για στρώμα
και το ΕΑΜ μέσ’ στην καρδιά, γι’ αυτό θα μπω στο χώμα.
Για τον Άρη έχουν γραφτεί κι άλλα τραγούδια. Περισσότερα δημοτικά, παρά ρεμπέτικα. Για παράδειγμα, το «ο Άρης κάνει πόλεμο» (ηχογραφήθηκε με τον Γιώργο Τζαβέλλα) δημιουργήθηκε στα 1942, μετά τη μάχη του Μικρού Χωριού με τους Ιταλούς. Παραθέτω τους στίχους και στη συνέχεια δυο βίντεο: στο πρώτο τραγουδάει ο Τζαβέλλας και στο δεύτερο μια γυναίκα της περιοχής αφηγείται πότε και υπό ποιες συνθήκες πρωτοακούστηκε αυτό το τραγούδι. Το οποίο μάλλον δημιουργήθηκε από ελασίτες του Άρη, πάνω σε παλιότερο σκοπό.
Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει,
το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει.
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά, πέφτουν ντουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο, μ’ αντάρτες παλικάρια.
Έλα, βρε άπιστε Ιταλέ, κορόϊδο Μουσολίνι,
να μετρηθούμε οι δυο μαζί, να ιδείς το τι θα γίνει.
Δεν έχεις γέρους κι αρρώστους, μικρά παιδιά να σφάξεις,
ούτε κοπέλες ντροπαλές, ούτε χωριά να κάψεις,
παπάδες για να τυραννάς, στη μέση στο παζάρι,
έχεις μπροστά σου σήμερα τ’ αντάρτικα του Άρη,
που γρήγορος σαν τον αητό, σαν το γοργό τ’ αγέρι,
προδότες έσφαξε πολλούς με δίκοπο μαχαίρι».
Ο Μιχάλης Γενίτσαρης έγραψε (μαζί με τον Μανώλη Χιώτη) ένα πανέμορφο ζεϊμπέκικο για το θάνατο του Βελουχιώτη, στα 1945, σε στίχους Νίκου Μάθεση. Το τραγουδάει ο ίδιος, σε μεταγενέστερη ηχογράφηση.
Για τα Δεκεμβριανά (1944) εντόπισα δυο ρεμπέτικα. Το πρώτο το έγραψε κάποιος που έμεινε ανώνυμος (μας πήραν την Αθήνα) και το δεύτερο δεν είναι άλλο από το βάρκα γιαλό του Τσιτσάνη (στην πραγματικότητα πρόκειται για παλιά επτανησιακή μελωδία), με παραλλαγμένους στίχους. Διευκρινίζω ότι το βάρκα γιαλό αναφέρεται στην περιπέτεια των αιχμαλώτων (ομήρων) που συνέλαβαν οι Άγγλοι και τους μετέφεραν στην Ελ ντάμπα.
Μας πήραν την Αθήνα
μόνο για ένα μήνα
Του Σκόμπι τα κανόνια
γκρεμίσαν τα Κουπόνια.
Μπόμπες βροχή στου Γκύζη
κι εμείς στο μετερίζι.
Κι η τελευταία ελπίδα
τ’ οδόφραγμα, πατρίδα.
Μαύροι πατούν τη γη μας,
βάστα Καισαριανή μας.
Μάχονται σα λιοντάρια
στα Εξάρχεια παλικάρια
του Πανεπιστημίου
και του Πολυτεχνείου.
Τρέξτε, καπεταναίοι,
απ’ τα βουνά, γενναίοι.
Μας πήραν την Αθήνα,
μόνο για ένα μήνα.
Οι Άγγλοι θα νικήσουν,
όταν οι μαύροι ασπρίσουν.
Το τραγούδι αυτό δεν ηχογραφήθηκε, ωστόσο εγώ το γνώριζα. Μάλλον από κάποιο λογοτεχνικό κείμενο για την εποχή.
«Θα σας πω μιαν ιστορία
από την αιχμαλωσία,
- βάρκα γιαλό -
Κάποια μέρα του πολέμου
(δεν το πίστευα ποτέ μου)
- βάρκα γιαλό -
Οι Εγγλέζοι μας κυκλώσαν
με τα τανκς και μας τσακώσαν,
- βάρκα γιαλό -
Μας επήραν τα ρολόγια,
με το ξύλο, με τα λόγια
- βάρκα γιαλό -
Στ’ αυτοκίνητα μας βάλαν
και την πίστη μας εβγάλαν,
- βάρκα γιαλό -
Στο Γουδί και στο Χασάνι
κι από ‘κει για το λιμάνι,
- βάρκα γιαλό -
Μας εβάλαν στο βαπόρι
και για το Πόρτ-Σάϊντ πλώρη,
- βάρκα γιαλό -
Μας εφέραν στην Ελ Ντάμπα
και στην πλάτη μας μια στάμπα.
- βάρκα γιαλό -
Μας εδίναν τη βδομάδα
δυο κουτάλια μαρμελάδα,
- βάρκα γιαλό -
Μας εδίναν και φυστίκια
που ‘τανε για τα κατσίκια,
- βάρκα γιαλό -
Μας εδίναν και μια στάλα
συμπεπυκνωμένο γάλα,
- βάρκα γιαλό -
Δεν ξεχνούσαν οι Εγγλέζοι
το ελληνικό τραπέζι,
- βάρκα γιαλό -
Και μας δίναν ταχτικά
και μπιζέλια αρακά,
- βάρκα γιαλό -
Δεν το θέλουμε το γάλα
ούτε και τη μαρμελάδα,
- βάρκα γιαλό -
Μόνο θέλουμε να πάμε
πίσω στη γλυκιά Ελλάδα,
- βάρκα γιαλό -»
Φυσικά, η παραλλαγή αυτή δεν ηχογραφήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Ηχογραφήθηκε όμως μια άλλη, στην Αμερική, στα 1947, με τον Γιώργο Κατσαρό!
Δεν το πίνουμε το γάλα, βάρκα – γιαλό
δεν το πίνουμε το γάλα,
ούτε και τη μαρμελάδα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα – γιαλό.
Και μας πήγαν εξορία, βάρκα – γιαλό
και μας πήγαν εξορία,
μακρυά από την Αθήνα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα – γιαλό.
Και μας δίνανε μπιζέλια, βάρκα – γιαλό
και μας δίνανε μπιζέλια,
που τα ‘ρίχνουν στα κουνέλια,
αχ να σε χαρώ, βάρκα – γιαλό.
Και θα βάλω σημαδούρα, βάρκα – γιαλό
και θα βάλω σημαδούρα,
κι έτσι θα το σκάσω ζούλα,
αχ να σε χαρώ, βάρκα – γιαλό.
Τη δραματική κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο λαός επί Κατοχής, τη δίνει ανάγλυφα ένα τραγούδι του Στράτου Παγιουμτζή, μάλλον του 1945, το οποίο δεν ηχογραφήθηκε (το αναφέρει ο Ηλίας Πετρόπουλος)
ΠΟΣΕΣ ΚΑΡΔΟΥΛΕΣ ΚΛΑΨΑΝΕ
Πόσες καρδούλες κλάψανε σ’ αυτά τα μαύρα χρόνια
που ζήσαμε μεσ’ τη σκλαβιά και μεσ’ στην καταφρόνια.
Πόσα κορμάκια πήγανε και νιάτα έχουν σβήσει
και πόσα σπίτια απ’ άδικο για πάντα έχουν κλείσει.
Η “μαύρη” με το Γερμανό έγιναν η αιτία
που το λαό μας ρίξανε σε τόση δυστυχία.
Ας όψονται οι αίτιοι που κάψαν την καρδιά μας
και πλούτισαν και γλέντησαν με την απελπισιά μας.
ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Φυσικά, τα πράγματα δεν ήτανε και πολύ ρόδινα τότε, όπως θα ξέρετε. Μόλις είχε αρχίσει ο εμφύλιος πόλεμος, η κατάσταση ήταν εκρηκτική, παντού φτώχεια, ανεργία, δυστυχία. Αυτά τα είχε δημιουργήσει ο μεγάλος πόλεμος που μόλις είχε τελειώσει. Δεν έβλεπες παρά ερείπια και εξαθλίωση. Και ο άλλος πόλεμος που άρχιζε, ο πιο τραγικός που ‘γινε ποτέ στον τόπο μας, είχε δημιουργήσει και κατάσταση κάθε άλλο παρά εύκολη.
(Ο Βασίλης Τσιτσάνης στον Κώστα Χατζηδουλή)
Ανεξήγητο παραμένει και ένα ακόμη θέμα σχετικό με τη ζωή του Τσιτσάνη στην κατοχική Θεσσαλονίκη: Πως, παρά τις στενές σχέσεις του με τον Μουσχουντή, έγραψε το 1944 τους δύο εαμικούς ύμνους, που τραγουδήθηκαν από τους αριστερούς, αλλά που ποτέ δε βγήκαν σε δίσκο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Βίρβο, τους έπαιζε ο ίδιος ο Τσιτσάνης κρυφά στο ουζερί του.
(Ντίνος Χριστιανόπουλος)
ΠΕΡΑΣΑΝ, ΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΧΡΟΝΟΙ ΤΗΣ ΣΑΠΙΛΑΣ
Αιώνες πέρασαν με νεκρικά σκοτάδια,
φτάνει, σταθείτε, δειλοί,
ο λαός να χαρεί την αυγούλα τη χρυσή,
π’ ανατέλλει σ’ όλους λεύτερη ζωή.
Σκλάβοι, δεσμώτες αδέρφια,
σκελετωμένα κορμιά,
ζωή καινούρια, τραγούδια χαρά,
δώσατε σεις λευτεριά.
Πέρασαν, έφυγαν οι χρόνοι της σαπίλας,
στραγγαλισταί του λαού.
Καταφρόνια και σκλαβιά, μαστιγώματα, κελιά,
ξερονήσια του διαβόλου Μεταξά.
Σίδερα σπάστε κι αφήστε
το αίμα να ξεχυθεί.
Λευτεριά τώρα ας τρέχει στη γη
κι όλους ας μας οδηγεί.
ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΑΜ, Ο ΕΛΑΣ
Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδος τα γερά παιδιά
-το ντουφέκι πάντα συντροφιά-
πολεμούν για την ελευθεριά.
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ,
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε πολλά τραγούδια για τον Εμφύλιο. Θα τα δούμε στη συνέχεια, αλλά ας ξεκινήσουμε με το εμβληματικό συννεφιασμένη Κυριακή, το οποίο γράφτηκε στην κατοχική Θεσσαλονίκη, αλλά ηχογραφήθηκε στα 1948, με τον Τσαουσάκη και την Μπέλλου. Εδώ, με τη Μαρίκα Νίνου.
Κι όμως, τα πράγματα όχι μόνο δεν έφτιαξαν, αλλά χειροτέρεψαν, καθώς ο Εμφύλιος, που είχε ξεκινήσει μέσα στην κατοχή, συνεχίστηκε και κλιμακώθηκε. Μέχρι τώρα, δηλαδή μέχρι τις αρχές του 1945, τα ρεμπέτικα τραγούδια δεν έχουν ξεκάθαρες, αλλά μονάχα έμμεσες και συγκεχυμένες αναφορές στον Εμφύλιο. Από κάποιο σημείο και μετά όμως, τα πράγματα λέγονται ή υπονοούνται με σαφήνεια στα τραγούδια.Τα σημαντικότερα και τα πιο δημοφιλή ρεμπέτικα για τον Εμφύλιο τα έχουν γράψει ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Απόστολος Καλδάρας και ο Μπάμπης Μπακάλης. Ίσως το πιο γνωστό, σήμερα, τραγούδι εκείνης της εποχής για τον Εμφύλιο είναι το κάποια μάνα αναστενάζει, του Τσιτσάνη, το οποίο ηχογραφήθηκε στα 1947 και κυκλοφόρησε ελεύθερα για …ένα μήνα. Αυτό όμως έφτανε για να το μάθουν και να το τραγουδάνε όλοι στις γειτονιές, στα χωριά, στις εξορίες, στις φυλακές – ακόμα και στο Γράμμο! (Οι προσεχτικοί θεατές το άκουσαν να τραγουδιέται στην ταινία του Παντελή Βούλγαρη Ψυχή Βαθιά, από τους στρατιώτες)
Αντιγράφω από τον Αναστασίου:
Για το τραγούδι αυτό ο Ρένος Αποστολίδης έγραψε στο μυθιστόρημά του «Πυραμίδα 67»:
Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων, μεθυσμένοι, στις ταβέρνες και στα καφενεία, στις παράγκες και στα βουνά, στ’ αμπριά των υψωμάτων και στα φυλάκια των γεφυρών, μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα, η ματωμένη, σε φριχτό βυθό πεσμένη, δίχως ένα φέγγος από πουθενά, μητ’ ελπίδα – παντού όπου υπήρχε στρατός, παντού όπου υπήρχε αντάρτικο, παντού όπου καπνός, χαλασμός κι ερείπια! – η χώρα τούτη ολάκερη, μια ολόκληρη τριετία, τραγούδησε ένα τραγούδι, το ίδιο και πάλι το ίδιο, μ’ επιμονή, με άφατο πόνο, με σπαραγμό και δάκρυα σ’ όλα τα μάτια, κάππιο απλό, λαϊκό, σερέτικο.
(…)
Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα κάποιος να το χορέψει δέος τους κάτεχε όλους – εξομολόγηση ομαδική…
Το απαγόρεψαν, το κυνήγησαν, διάταξαν πια να μην παίζεται, να μην ακούγεται πια, στόμα που φοράει το χακί να μην το τραγουδήσει, στόμα κανένα να μη το ξαναπεί!… μα εκείνο ανίκητο! Σ’ όλα τα στόματα είχε κολλήσει, σ’ όλα τα’ αυτιά είχε βιδωθεί (…) Μια ολάκερη χώρα, με δαύτο τα έλεγε όλα: την κούρασή της, την οδύνη, την απόγνωσή της! Το «όχι» της ήταν – το ανένδοτο!
Δεν υποστήριζε ιδέες, δεν αμφισβητούσε πίστεις, δεν έκανε θεωρία. Μόνο έλεγε πως μ’ όλα αυτά που κάνετε, που κάνετε όλοι σας, τόσο άσπλαχνα όλοι σας… Στα όσα πράξατε ο λαός αυτός, σοφότερός σας, πολύ ανθρωπινότερός σας, δεν σας αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι, έναν πόνο – τον πιο βαθύ του ανθρώπου! (…)
Πάνω στα υψώματα, απ’ τα μεγάφωνα των μονάδων, που ήταη στημένα για την προπαγάνδα κι απ’ τα χωνιά τ’ αντάρτικα, που ήταν για τη «διαφώτιση», τρία ολάκερα χρόνια, σαν τελείωναν τα διαταγμένα λόγια τους οι «επίτροποι» και οι «Α2», τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο τραγούδι:
Κάποια μάνα αναστενάζει
μέρα νύχτα ανησυχεί…
Πασίγνωστο παραμένει και το έχω να λάβω γράμμα σου (1948, το πρωτοτραγούδησε η Στέλλα Χασκήλ)
Έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα,
τάχα να ζεις ή χάθηκες σαν το πουλί στην μπόρα;
Μέρα και νύχτα ξάγρυπνη, με μάτι δακρυσμένο,
τον ταχυδρόμο να φανεί στη στράτα περιμένω.
Σωστός αιώνας φαίνεται σε μένα κάθε ώρα,
κι έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα.
Άλλοι μου λεν’ πως πέθανες κι άλλοι πως ζεις για μένα,
κι άλλοι πως μ’ απαρνήθηκες και παν’ όλα χαμένα».
Αλλά ο Τσιτσάνης έχει γράψει κι άλλα τραγούδια για τον Εμφύλιο.
ΜΠΡΟΣ ΣΤΟ ΡΗΜΑΓΜΕΝΟ ΣΠΙΤΙ (1947, Πρ. Τσαουσάκης)
Μπρος στο ρημαγμένο σπίτι
με τις πόρτες τις κλειστές,
τον καημό μου σιγοκλαίω
και ματώνουν οι καρδιές.
Ούτε μάνα ούτε αδέρφια
κι εγώ έρημο πουλί,
βλέπω αράχνες στο κατώφλι
και χορτάρια στην αυλή.
Τι να πω και τι ν’ αφήσω
απ’ την τόση συμφορά;
ό,τι αγάπησα στον κόσμο
δε θα δω άλλη φορά.
ΩΣ ΠΟΤΕ ΠΙΑ ΤΕΤΟΙΑ ΖΩΗ (1947, Πρ. Τσαουσάκης – Ι. Γεωργακοπούλου)
Ως πότε πια τέτοια ζωή, να ζούμε χωρισμένοι
και στη δική μας συμφορά να χαίρονται οι ξένοι;
Να χαίρονται και να γελούν φίλοι, γνωστοί και ξένοι;
Μπορούμε να ξεχάσουμε τα τόσα όνειρά μας,
που κάνανε σ’ ένα σκοπό οι χτύποι της καρδιάς μας;
Κι αυτοί που μας ζηλεύουνε απ’ τον καημό ας λιώσουν:
ζωή χρυσή για μας θα ‘ρθει κι αυτοί θα μετανιώσουν».
Λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία του, παρά τη φαινομενικότητα του πως πρόκειται για ένα αθώο ερωτικό τραγούδι, επιβλήθηκε η άμεση απαγόρευσή του και αποσύρθηκε από την αγορά (Πάπιστας)
Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ (1949, Πρ. Τσαουσάκης – Μ. Νίνου)
Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι,
κι ακουμπισμένος σ’ ένα δεντρί
ο τραυματίας αναστενάζει
και τη μανούλα του ζητάει για να δει.
Κι η νοσοκόμα, μόλις ακούει
το παλικάρι να την καλεί,
τρέχει κοντά του, τον αγκαλιάζει
και σα μανούλα του τού δένει την πληγή.
Γλυκοξυπνάει και γύρω βλέπει
κι άλλους λεβέντες στο θάλαμο,
χαμογελάει μα και δακρύζει
κι η νοσοκόμα τού γλυκαίνει τον καημό.
Γλυκιά κοπέλα πως θα μπορέσω
από κοντά σου να χωριστώ;
Κι αυτή του λέει: δε θα σ’ αφήσω
κι εγώ σ’ αγάπησα και θα σε παντρευτώ.
ΜΑΥΡΑ ΤΑ ΒΛΕΠΩ ΚΙ’ ΑΡΑΧΝΑ (στίχοι Νίκου Μάθεση – Βασίλη Τσιτσάνη, 1949, το τραγούδησε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης)
Μαύρα τα βλέπω κι άραχνα,
κι όλα σκοτεινιασμένα,
θα ‘ναι καινούργια βάσανα
κι έρχονται για μένα.
Με καρδιοχτύπια ως το πρωΐ
ξυπνώ κι αναρωτιέμαι,
πως θα βραδιάσει σήμερα, μανούλα μου,
ο δόλιος πως κρατιέμαι.
Κι αν κλαίω τι με ωφελεί;
τα δάκρυά μου χάνω,
μαύρα τα βλέπω κι άραχνα, μανούλα μου,
τα σύννεφα απάνω.
Κατά δήλωση του ίδιου του στιχουργού στον Η. Πετρόπουλο, το τραγούδι γράφτηκε λίγες μέρες μετά τον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης από τα κανόνια των ανταρτών και, βέβαια, κάτω από την ατμόσφαιρα που είχε δημιουργήσει τότε ο απρόσμενος βομβαρδισμός. Μάλιστα δε -όπως είπε ο ίδιος ο Μάθεσης- με τη λέξη «απάνω» εξυπονοούσε τη Θεσσαλονίκη. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο δίσκος απαγορεύτηκε από την Ανωτέρα Διοίκηση Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας, γιατί το τραγούδι αυτό επιδρούσε καταλυτικά επάνω στο ηθικό των φαντάρων (Το αναφέρει ο Πάπιστας). Για το περιστατικό του βομβαρδισμού της Θεσσαλονίκης, δες εδώ: http://panosz.wordpress.com/2009/10/26/civil_war-27/
Ο Τσιτσάνης έγραψε κι άλλα τραγούδια για τους εξόριστους:
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΑΔΕΛΦΗΣ (1950, Μ. Νίνου – Πρ. Τσαουσάκης – Β. Τσιτσάνης)
Ένα όνειρο που είδα ράγισε η καρδούλα μου
κι από τον ύπνο τρομαγμένη ξύπνησα, μανούλα μου.
Είδα ότι το παιδί μας ήρθε απ’ την ξενιτιά,
το παλικάρι που λείπει χρόνια το αγκάλιαζες σφιχτά.
Ίσως μάνα βγει αλήθεια, ο λεβέντης μας να ζει
κι ίσως τον στείλει κάποια μέρα η Παναγία η χρυσή.
ΔΙΩΞΕ ΜΕ, ΜΑΝΑ, ΔΙΩΞΕ ΜΕ (1952, Μπίνης, Μπέλλου, Τατασόπουλος)
Διώξε με, μάνα, διώξε με
από το σπιτικό σου
και πες, δεν είμαι πια παιδί,
μανούλα μου – μανούλα μου δικό σου!
Διώξε με, μάνα, διώξε με
τον πόνο σου να νοιώσω
κι απ’ το κακό μου ριζικό
να φύγω να – να φύγω να γλιτώσω!
Διώξε με, μάνα, διώξε με
στα ξένα να γυρίζω
και με τα μαύρα δάκρυα
το χώμα να ποτίζω!
Ο Βασίλης Τσιτσάνης είχε σαφή άποψη για τα κοινωνικά δρώμενα, που βρισκόντουσαν πίσω από τον Εμφύλιο. Θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς εύκολα αριστερή, αλλά νομίζω ότι αυτός ο χαρακτηρισμός εκφράζει μονάχα εν μέρει και όχι συνολικά τον τρόπο σκέψης του μεγάλου λαϊκού δημιουργού. Τα δυο επόμενα τραγούδια του είναι χαρακτηριστικά.
ΧΤΙΖΟΥΝ ΚΑΙ ΓΚΡΕΜΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ (1947, Πρ. Τσαουσάκης – Β. Τσιτσάνης)
Ο ίδιος ο Τσιτσάνης δηλώνει: «το τραγούδι μου αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής». Επίσης, «είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ’ τη λογοκρισία. Σ’ αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας. Δεν είναι άλλη από την Ελλάδα αυτή η κόρη, που γι’ αυτήν γκρέμιζαν κάστρα στο φοβερό εκείνο χαλασμό του Εμφυλίου. Μήπως δεν ήταν έτσι; Δεν μπορούσα να μη βγάλω από μέσα μου εκείνο που μ’ έτρωγε, δηλαδή το φόβο για το ενδεχόμενο χαμό της. Και αυτό ήταν που μέτραγε περισσότερο απ’ όλα. Τι άλλο μπορούσα να κάνω εγώ, ένας καλλιτέχνης, στο αλληλοφάγωμα; Το είπα, ότι δεν έχω άλλα όπλα από τα τραγούδια μου….». (Απόσπασμα από την Αυτοβιογραφία του Β. Τσιτσάνη – το αναφέρει ο Χατζηδουλής).
ΚΑΤΗΓΟΡΩ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ (1949, Γιώργος Παπαδόπουλος – Ευαγγελία Μαρκοπούλου)
Κατηγορώ τη μοχθηρή, κακούργα κοινωνία,
που ρίχνει πάντα το φτωχό στη μαύρη δυστυχία.
Για την κατάσταση αυτή και την αιτία,
κατηγορώ, κατηγορώ την κοινωνία.
Κατηγορώ τον άνθρωπο με τη σκληρή καρδιά του,
τη συμφορά του αλλουνού την έχει για χαρά του.
Κατηγορώ την προστυχιά και την πλεονεξία,
το προσωπείο της ψευτιάς, τη μαύρη προδοσία.
Ο Εμφύλιος δημιούργησε δυο μεγάλες κατηγορίες εξορίστων: αυτούς που είχαν εξοριστεί στα νησιά και αυτούς που διέφυγαν στο εξωτερικό μετά τη λήξη των μαχών. Δε γνωρίζω σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο Τσιτσάνης, σ’ αυτό το ακόμα δημοφιλές ζεϊμπέκικο, το οποίο ηχογραφήθηκε στα 1950, με τη Σωτηρία Μπέλλου.
Στο επόμενο τραγούδι όμως, του 1952, είναι προφανές ότι αναφέρεται στους φυλακισμένους αριστερούς:
Στον απόηχο του Εμφυλίου, χωρίς να αναφέρεται άμεσα με αυτόν, κινείται κι αυτό το τραγούδι του Τσιτσάνη, γραμμένο στα 1951. Είναι το πιο ξεκάθαρα κοινωνικό τραγούδι του Τσιτσάνη και, ως φυσικό επακόλουθο, δεν πέρασε από την άγρυπνη λογοκρισία της εποχής. Ηχογραφήθηκε για πρώτη φορά το 1980 (Νταλάρας, Γλυκερία, Κοντογιάννης). Εδώ το ακούμε από τον ίδιο τον Τσιτσάνη, σε μια λιτή, αλλά υποβλητική ερμηνεία.
ΜΠΑΜΠΗΣ ΜΠΑΚΑΛΗΣ
Εκτός από το Βασίλη Τσιτσάνη πολλά τραγούδια για τον Εμφύλιο έχει γράψει ο συντοπίτης του, Τρικαλινός, Μπάμπης Μπακάλης. Ο οποίος, αν και αριστερός, έγραψε δύο τουλάχιστον «δεξιά» ρεμπέτικα για τον Εμφύλιο! Ας ξεκινήσουμε με αυτά, που φαντάζουν κυριολεκτικά ως ξένα σώματα ανάμεσα στα υπόλοιπα τραγούδια του συνθέτη.
Ο ΑΝΤΑΡΤΟΠΛΗΚΤΟΣ (1949, Ντούο Χάρμα)
Σε ξένους τόπους ανταρτόπληκτος γυρίζω,
γιατί μια μέρα μου γκρεμίσαν τη φωλιά,
πήραν το βιος μου και τα παιδιά μου
και στο σπιτάκι μου εβάλανε φωτιά.
Τέτοια λαχτάρα δεν την πέρασε κανένας,
είναι μεγάλη συμφορά που μ’ έχει βρει,
μα όλοι μου λένε: “Κάνε κουράγιο,
είναι κι άλλοι που υποφέρουν πιο πολύ”.
Τα βάσανά μας τελειώσαν μια για πάντα
και τις καρδιές μας πλημμυρίζει η χαρά,
γιατί η Ελλάδα έχει νικήσει
και τα σπιτάκια μας θα φτιάξουμε ξανά.
Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΑΣ (1949).
Βογγάει το Βίτσι, μουγκρίζει ο Γράμμος,
τα παλικάρια πολεμούν μεσ’ στη φωτιά,
μα κάποια σφαίρα σφυρίζει στον αέρα
κι ένας λεβέντης τραυματίζεται βαριά.
Νιώθει το βλήμα μεσ’ στο κορμί του,
κοιτά, το αίμα τρέχει τώρα απ’ την πληγή,
χαμογελάει σαν βλέπει τη σημαία
πάνω στο Βίτσι να υψώνεται γραμμή.
Βλέπει μπροστά του μια Ελληνίδα
με τα ματάκια της να είναι θολά
και δυο φαντάροι τον βάζουν στο φορείο
κι από τη μάχη τόνε παίρνουν μακριά.
Μόλις μαθαίνει η δόλια μάνα,
μέρα και νύχτα το Θεό παρακαλεί
από το Χάρο να σώσει το παιδί της,
γιατί θα μείνει μέσ’ στον κόσμο μοναχή,
από το Χάρο να σώσει το παιδί της,
γιατί η πατρίδα πάλι θα το χρειαστεί.
Ωστόσο, ο μεγάλος όγκος των τραγουδιών του Μπακάλη είναι σαφώς ενταγμένα στην αριστερά – και μάλιστα με τρόπο μαχητικό. Φυσικά, πολλές φορές οι στίχοι είναι αλληγορικοί, για να περάσουν από τη λογοκρισία.
Η ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΗ (1949, Στ. Χασκίλ – Τ. Μπίνης – Στελλάκης Περπινιάδης)
Μ’ έχεις κλεισμένη μέρα – νύχτα μεσ’ στο σπίτι
και δε με βγάζεις λίγο έξω να χαρώ,
λες κι εγκλημάτησα και είμαι δικασμένη
και περιμένω αμνηστία για να βγω.
Πες μου τι έφταιξα και μ’ έχεις τιμωρήσει
κι όλο μου φέρνεσαι σκληρά και μ’ απειλείς;
Να το κατάλαβες πως σου ‘χω αδυναμία;
Μα αυτά που κάνεις όμως θα τα πληρωθείς.
Μην το νομίζεις πως θα μ’ έχεις σκλαβωμένη
και σαν πουλάκι στο κλουβί πάντα να ζω…
Η ώρα ζύγωσε, θ’ ανοίξουν τα φτερά μου
κι από τα χέρια σου θα φύγω να σωθώ».
ΓΙΑ ΣΤΑΣΟΥ ΧΑΡΕ (1949, στίχοι Κ. Βίρβου. Τάκης Μπίνης – Σούλα Καλφοπούλου)
Για στάσου, Χάρε, να σου μιλήσω,
άκου μια μάνα τι θα σου πει:
Μη μου το παίρνεις το παλικάρι
και μείνω έρημη μεσ’ στη ζωή.
Τόσες λαχτάρες έχει περάσει
σ’ αυτά τα χρόνια που ‘χει βρεθεί,
πάψε κοντά του να φτερουγίζεις
κι άσ’ το να ζήσει και να χαρεί.
Λυπήσου, Χάρε, και την κοπέλα,
που τόσα χρόνια τον αγαπά
κι αν θέλεις διώξε απ’ τις καρδιές μας
αυτή τη μαύρη τη συμφορά.
ΓΕΜΑΤΟΣ ΑΓΑΝΑΧΤΗΣΗ (1952).
Γεμάτος αγανάχτηση
απ’ την παλιοκατάσταση,
όπου σταθώ κι όπου βρεθώ,
ψευτιά και μίσος συναντώ.
Θέλω να κλάψω
τα βάσανά μου,
μα ποιος θα νιώσει
τα πικρά τα δάκρυά μου;
Τον κόσμον όλο γύρισα,
συμπόνια λίγη ζήτησα,
από παντού με διώξανε,
τον πόνο μου δεν νιώσανε.
Γεμάτος αγανάχτηση
απ’ την παλιοκατάσταση,
αναρωτιέμαι κι απορώ
σε ποιον τον πόνο μου να πω.
ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΟΣ Ο ΔΟΛΙΟΣ (1952 – 53)
Μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ,
λιώνω, σβήνω σαν κεράκι και το Χάρο καρτερώ.
Σαν θα πεθάνω,
ποιος θα με κλάψει
και ποιος στον τάφο μου
κερί θ’ ανάψει;
Ένα έρημο πουλάκι έχω μείνει στη ζωή,
από φτώχεια και ορφάνια και τρανή καταστροφή.
Μια γυναίκα είχα αγαπήσει, μ’ εγκατέλειψε κι αυτή,
τέτοιος είναι πια ο κόσμος που κανείς να μην τον ζει.
Αντιγράφω από τον Σάκη Πάπιστα:
Ο Μπ. Μπακάλης, αρκετά χρόνια αργότερα, το 1986, δηλώνει: “Ήμουνα στα Τρίκαλα και διάβασα στις εφημερίδες για ….κάποιον που εκτελέσανε. Ξέρεις εσύ, ποιον εννοώ. Δεν την άντεξα την αδικία και είπα: “Μελλοθάνατος ο δόλιος στο κρεβάτι ξαγρυπνώ, λιώνω, σβήνω σαν κεράκι και το Χάρο καρτερώ”. Αλλά, βέβαια, ο “Μελλοθάνατος” δεν έλιωνε, δεν έσβηνε. Αν δεν το ‘βαζα, όμως, αυτό δε θα πέρναγε (από τη λογοκρισία) και το τραγούδι.
Σύμφωνα με τον στιχουργό Κώστα Βίρβο, στενό συνεργάτη του Μπακάλη, το τραγούδι αυτό γράφτηκε για τον Νίκο Μπελογιάννη, τον “άνθρωπο με το γαρίφαλο”, όπως τον σκιτσάρισε ο μεγάλος ζωγράφος Πάμπλο Πικάσο. (Για την ιστορία, και για τους μη γνωρίζοντες, ο Ν. Μπελογιάννης ήταν μέλος της Κ.Ε. του παράνομου -τότε, και μέχρι το 1974- ΚΚΕ. Καταδικάστηκε για κατασκοπεία και εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952).
Μια δήλωση του Μπάμπη Μπακάλη, ότι έγραψε το τραγούδι το 1953, δημιουργεί κάποιες αμφιβολίες για το αν ο μελλοθάνατος του τραγουδιού ήταν πράγματι ο Μπελογιάννης. Αν η χρονολογία αυτή (1953) είναι σωστή, τότε πιθανόν το τραγούδι να αναφερόταν στον Νίκο Πλουμίδη, άλλο στέλεχος του ΚΚΕ και μέλος του Πολιτικού Γραφείου που εκτελέστηκε το 1953.
ΣΑΝ ΤΟΝ ΕΞΟΡΙΣΤΟ ΠΕΡΝΩ (1954, Σωτηρία Μπέλλου)
Σαν τον εξόριστο γυρίζω μεσ’ στα ξένα,
περιπλανιέμαι ο φτωχός εδώ κι εκεί,
σαν το πουλάκι το τρομαγμένο,
που του γκρεμίσαν τη φωλιά του κεραυνοί.
Στα μαύρα ξένα που γυρνώ,
σαν τον εξόριστο περνώ.
Μέρα και νύχτα στα σκοτάδια βουτηγμένος,
με περιζώνουν πάντα σύννεφα βαριά,
ποτέ δε βγήκε για μένα ήλιος,
ποτέ τα μάτια μου δεν είδαν ξαστεριά.
Σαν τον εξόριστο γυρίζω μεσ’ στα ξένα,
ούτε χλωρό κλαρί δε βρίσκω να σταθώ,
όλα τα όνειρα που έπλαθα χαθήκαν
στους μαύρους τόπους που παντέρημος γυρνώ.
ΕΝΑΣ ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΞΑΓΡΥΠΝΑ (1954, στίχοι Κ. Βίρβου. Π. Γαβαλάς – Ρία Κούρτη)
Ένας λεβέντης ξαγρυπνά
στο σκοτεινό κελλί του,
μεσ΄στα μπουντρούμια τα φριχτά
τον ‘ρίξαν οι εχθροί του.
Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
Κι αν σκλάβο τώρα τον κρατούν
οι μαύρες αλυσίδες,
αυτός μ’ ένα χαμόγελο
στους άλλους δίνει ελπίδες.
Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
Δεν έφταιξε σε τίποτα
και χάρη δεν του δίνουν,
τα δάκρυα της μάνας του
κατάρες θα του γίνουν.
Δεν τον φοβίζουν τα κελλιά,
δεν τον τρομάζει ο χάρος,
μονάχα στη μανούλα του
ζητάει να δώσουν θάρρος.
ΔΕΚΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΤΩΡΑ (1955-56, Στέλιος Σουγιουλτζής – Λέλα Παπαδοπούλου)
Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.
Από το ’41, μέχρι τούτη τη στιγμή,
μ’ έχουν βρει χιλιάδες μπόρες, μ’ έχουν πνίξει οι καϋμοί.
Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.
Πως αντέχει το κορμί μου,
απ’ τις πολλές τις συμφορές μαύρισε η ψυχή μου.
Πάντα ζω με την ελπίδα, για μια μέρα πιο καλή,
τυρρανιέμαι, υποφέρω, κι όλο κάνω υπομονή.
Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.
Μα η μπόρα θα περάσει
και η φτωχή μου η καρδιά μια μέρα θα γελάσει.
Δεν μπορεί να συνεχίζει, τέτοια άχαρη ζωή,
θα χαράξει και για μένα η γλυκειά η χαραυγή.
Δέκα πέντε χρόνια τώρα,
ο δόλιος δεν ανάσανα ποτές μου ούτε ώρα.
ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ ΒΑΡΙΑ (1955, σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Γιώτα Λύδια – Μπάμπης Καζαντζόγλου)
Στο βίντεο ακούγεται η Βίκυ Μοσχολιού, σε μια μεταγενέστερη, εκπληκτική ερμηνεία. Την ενορχήστρωση έχει κάνει ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Μετά τα δυο μεγάλα τραγούδια του Καλδάρα, ας ακούσουμε ένα εκπληκτικό ρεμπέτικο του Μάρκου Βαμβακάρη για τον Εμφύλιο ηχογραφημένο στα 1948. Και ας θαυμάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο μεγάλος λαϊκός συνθέτης περιγράφει το συγκεκριμένο, χρησιμοποιώντας το μονάχα ως αφετηρία για να δημιουργήσει κάτι πολύ πέρα από αυτό.
Εξαιτίας της λογοκρισίας, πολλά τραγούδια δεν δισκογραφήθηκαν ποτέ. Ή δισκογραφήθηκαν πολλά χρόνια αργότερα, μετά το 1974. Αυτό που ακολουθεί αναφέρεται προφανέστατα στον Εμφύλιο και στους αντάρτες, αλλά ηχογραφήθηκε, περιέργως, στα 1955. Ίσως επειδή το έχει γράψει ο μαέστρος Σπύρος Περιστέρης. Το τραγούδησαν η Σ. Μπέλλου και ο Θ. Ευγενικός.
τραγούδι του Γιάννη Παπαϊωάννου. Μάλλον του 1950, το τραγούδησαν ο Α. Ευγενικός και ο Οδ. Μοσχονάς.
ΜΑΝΑ ΕΧΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στο τσαντίρι ξαπλωμένος
φανταράκος μοναχός,
απ’ αγάπη ξεχασμένος
κι από μάνα ορφανός.
Ποιός σ’ αυτόν θα γράψει γράμμα,
πέντε λόγια να του πει;
ποιος θα τον παρηγορήσει
και παιδί μου να του πει;
Κι όμως δεν στεναχωριέται
κι ούτε νιάζεται γι’ αυτό,
μάνα έχει την Ελλάδα
και γι’ αδέλφια τον στρατό».
Αλλά ο Παπαϊωάννου έχει γράψει και τον συγκλονιστικό γυρισμό, στα 1950, για τους εξόριστους και τους φυλακισμένους. Τραγουδάει ο Οδυσσέας Μοσχονάς
Τέλος, η νοσοκόμα. Τραγούδι του 1950, σε στίχους Μάθεση. Το τραγούδησαν οι Ευγενικός – Μοσχονάς. Φυσικά, ο τραυματίας είναι του Εθνικού Στρατού.
Η ΝΟΣΟΚΟΜΑ
Μες στου πολέμου τη φωτιά
πληγώθηκα μικρή μου,
και ήρθα νοσοκόμα μου,
να γειάνεις την πληγή μου.
Κι αντίς να γειάνεις την πληγή
με τα γλυκά σου κάλλη,
μες στην καρδιά μου άνοιξες
κι άλλη πληγή μεγάλη.
Από το χάρο γλύτωσα
για την κακή μου μοίρα
και έπεσα στα χέρια σου
κι άλλη λαχτάρα πήρα».
Προβληματίστηκα αν θα έπρεπε να συμπεριλάβω στη συλλογή των τραγουδιών του Εμφυλίου το τραγούδι του Γ. Μητσάκη που ακολουθεί. Αλλά, έχει σχέση καθώς γράφτηκε στα 1948 και έγινε το μεγάλο σουξέ των φαντάρων που πολεμούσαν. Το τραγούδησαν η Έλλη Σωφρονίου και ο Στελλάκης Περπινιάδης, μαζί με τον συνθέτη.
ΤΟ ΦΑΝΤΑΡΑΚΙ
Το φανταράκι απόψε πάλι
έχει μεράκι και τα ‘χει πιεί,
γιατ’ έχει μέρες να πάρει γράμμα
απ’ το κορίτσι του και ανησυχεί.
Θέλει να πάει στο λοχαγό του
και συλλογιέται τι να του πει,
να του γυρέψει και καμιά χάρη
φοβάται μην τυχόν και του αρνηθεί.
Ο λοχαγός του είναι λεβέντης
έχει κι εκείνος χρυσή καρδιά,
τόνε γνωρίζει απ’ την Αθήνα,
που κατοικούσανε σε μια γειτονιά.
Γι’ αυτό σαν πήγε του λέει με γέλιο:
- καταλαβαίνω τι θες να πεις,
μια κι είσ’ εντάξει, βρε φανταράκι,
πάρε μια άδεια και άντε να τη δεις».
Κι ένα ακόμα του Μητσάκη:
Ο ΑΝΑΠΗΡΟΣ (1949, Πρόδρομος Τσαουσάκης – Γιώργος Μητσάκης)
Αφήστε τα ποτήρια σας, που τα ‘χετε γεμίσει,
και δώστε στον ανάπηρο μια θέση να καθήσει.
Σ’ αυτόν αξίζει πάντοτε να λέμε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή.
Κι αυτός σαν Ελληνόπουλο και άξιο παλληκάρι,
σε κάποια μάχη άφησε το ένα του ποδάρι.
Γι’ αυτό όπου τον βλέπετε να λέτε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή.
Ας πούμε το τραγούδι μας περήφανα κι αντρίκια,
γιατί για μας κρεμάστηκε στα δυο του δεκανίκια.
Σ’ αυτόν αξίζει πάντοτε να λένε με ψυχή,
Ανάπηρος περνάει, σταθείτε προσοχή».
Σημειώνει ο Πάπιστας:
Ιδιαίτερα επίκαιρο την εποχή εκείνη (όπως και για τις επόμενες, τουλάχιστο, 2 – 3 δεκαετίες), αφού τόσο ο Πόλεμος του 1940 – 41 στην Αλβανία, όσο και ο Εμφύλιος σπαραγμός, άφησαν ανάπηρους χιλιάδες άτυχων Ελλήνων.
Κι ένα σκληρό «δεξιό» του Χρήστου Κολοκοτρώνη (1949)
ΜΟΥΓΚΡΙΖΕΙ Ο ΓΡΑΜΜΟΣ
Μουγκρίζει ο Γράμμος, βογγάει το Βίτσι,
τα παλικάρια πολεμούνε στα βουνά
κι όπως μια σφαίρα σφυρίζει στον αέρα,
ένας λεβέντης τραυματίζεται βαριά.
Αναστενάζει και σιγολέει:
πάρτε με, κύριε λοχαγέ,
που θα τ’ αφήσω ορφανά
στους δρόμους, στα σοκάκια;
Κι ο λοχαγός εδιέταξε:
πάρτε τον τραυματία,
να μην τον πάρουν τα σκυλιά
μέσα στην Αλβανία.
Έφτασα, μάνα μου, έφτασα,
στρώσε μου να πλαγιάσω,
το κουρασμένο μου κορμί
για να το ξεκουράσω.
Κι εσείς κορίτσια όμορφα,
στα μαύρα να ντυθείτε,
γιατί του Γράμμου τα παιδιά
δεν θα τα ξαναδείτε.
Αυτό το τραγούδι του Οδυσσέα Μοσχονά, γραμμένο στα 1948, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πρόδρομος του νεκρού αδερφού. Δισκογραφήθηκε το 1980, με ερμηνευτή το Γ. Νταλάρα.
ΑΔΕΡΦΟΣ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ
Γέμισ’ ατσάλι ο ουρανός
κι η γη αγκομαχάει,
και αδερφός τον αδερφό
μας βάλαν και χτυπάει.
Στο φίλημά τους το στερνό
πουλί πικρολαλούσε,
μια έβριζε τον ουρανό
και μια στη γη κοιτούσε.
Κάτω χτυπιέται το θεριό
βαρύ και ματωμένο,
το τσακισμένο του κορμί
κοιτάζει ντροπιασμένο.
Κι άλλο ένα «δεξιό» ρεμπέτικο για τον Εμφύλιο. Στίχοι Μίνωα Μάτσα, μουσική Σπύρου Περιστέρη, 1950. Το τραγούδησαν ο Κώστας Ρούκουνας, η Ελένη Λαμπίρη και ο Απόστολος Καλδάρας.
ΤΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΦΑΝΤΑΡΟΥ
Το γράμμα σου το έλαβα, στο μέτωπο εδώ πέρα,
και γέμισ’ η καρδούλα μου, χαρά όλη τη μέρα.
Στο πόλεμο κι αν βρίσκομαι κι αν ζω μακρυά σου τώρα,
μη χολοσκάς και θε να ‘ρθει, η ποθητή η ώρα.
Κάνε λιγάκι υπομονή, χαράζει η αυγούλα,
που θα σε σφίξω νικητής, περήφανη νυφούλα.
Σα θα ‘ρθω τότε Μάρω μου, διπλή θα ‘ναι η χαρά μας,
η μια της νίκης της τρανής κι η άλλη τα στέφανά μας.
Κι άλλο ένα, από τους ίδιους δημιουργούς (1949, το τραγούδησαν ο Πάνος Σάμης και η Ελένη Λαμπίρη)
ΦΕΥΓΩ ΛΕΝΙΩ
Φεύγω Λενιώ, Λενιώ μ’ αγαπημένη,
στον πόλεμο τραβώ με τ’ άλλα τα παιδιά,
πάψε να κλαις, μην είσαι λυπημένη,
μονάχα πες με πίστη στη καρδιά:
Γειά σας παιδιά, με το καλό να ‘ρθείτε,
με το καλό και με της δάφνης τα κλαριά,
κι όλες εμάς και πάλι θα μας βρείτε,
πιστές κι αγνές μ’ αγάπη στην καρδιά.
Έλα Λενιώ κι η σάλπιγγα με κράζει,
πάρε τη μάνα κι έλα αγάπη μου κοντά,
θέλω η μια την άλλη ν’ αγκαλιάζει,
ωσότου θα ‘μαι μακρυά.
Μάνα γλυκειά σαν φύγω να μη κλάψεις,
δε θέλει κλάμματα το Ελληνικό χακί,
ένα κερί στη Παναγιά ν’ ανάψεις,
να ‘ναι η Νίκη πάντα Ελληνική.
Το επόμενο τραγούδι γράφτηκε μέσα στη φυλακή, στα 1947, από τον Πειραιώτη συνθέτη Γιώργο Κάρλα.
ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤΟΥ ΦΙΞ
Έλα μανούλα, να με δεις στη φυλακή που μ’ έχουν
στα Γιάννενα, μέσα στου Φιξ, τα δάκρυά μου τρέχουν.
Με κλείσαν σε μια άβυσσο μακριά απ’ την κοινωνία
και τυραγνιέμαι, μάνα μου, μέσα στην υγρασία.
Έλα, μανούλα, βγάλε με, να ζήσω πια κοντά σου,
να φύγω απ’ τη φυλακή που είμαι μακριά σου.
Συναντήσαμε ήδη το Μανώλη Χιώτη, στο τραγούδι για τον Άρη Βελουχιώτη. Το επόμενο τραγούδι του το ερμήνευσαν στα 1951 ο Τάκης Μπίνης και η Στέλλα Χασκήλ.
Τελειώνουμε τις αναφορές στα ρεμπέτικα του Εμφυλίου μ’ ένα τραγούδι του Στέλιου Χρυσίνη. Κυκλοφόρησε στα 1952, με τις φωνές της Ρένας Στάμου, του Νίκου Καλλέργη και του Νίκου Βούλγαρη. Οι στίχοι είναι, και πάλι, διάφανα υπαινικτικοί.
ΒΟΓΓΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ Ο ΑΝΕΜΟΣ
Βογγάει στη νύχτα ο άνεμος και μέσ’ την ερημιά μου,
ένα βαρύ προαίσθημα, σκεπάζει την καρδιά μου.
Τα πάντα με τρομάζουνε, που να ‘σαι τέτοια ώρα,
μήπως για πάντα σ’ άρπαξε, του χωρισμού η μπόρα.
Βογγάει τη νύχτα ο άνεμος, τα τζάμια σιγοτρίζουν,
κι’ όπως γυρνάς στη σκέψη μου, τα μάτια μου δακρύζουν.
ΠΗΓΕΣ
Κώστας Χατζηδουλής: Βασίλης Τσιτσάνης, εκδ. ΝΕΦΕΛΗ, 1979
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Ο Βασίλης Τσιτσάνης και τα πρώτα τραγούδια του (1932-1946). Εκδόσεις Διαγωνίου, 1994
Θεόφιλος Αναστασίου: Παιδάκι με ψυχή και ζηλεμένο. Εκδ. Δήμου Τρικάλων, 1995
Ηλίας Πετρόπουλος: Ρεμπέτικα Τραγούδια. Εκδ. Κέδρος, 1989
Σάκης Πάπιστας, στο διαδίκτυο:
http://www.rembetiko.gr/forums/showthread.php?t=15887
Νίκος Σαραντάκος, στο διαδίκτυο:
http://www.sarantakos.com/rempet.html
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
…στον φίλο Athanassios, που ετοίμασε μερικά από τα βίντεο ειδικά για αυτή την ανάρτηση.
1 σχόλιο:
Όντως είναι Φοβερό το Αφιέρωμα σε αυτό το Είδος της Ελληνικής Μουσικής.
Δημοσίευση σχολίου