Είχαν ξεσκαλώσει κάποιοι μήνες του 1950…
Τρία στενά πάνω από το λιμάνι..
Φτώχεια να δεις και να φεύγεις από τρομάρα
Με τη μάνα μου μέναμε σ’ένα χαμόσπιτο με τσίγκινη σκεπή να μπάζει το νερό της βροχής στους κουβάδες και να μη ξέρεις πού να τους πρωτακουμπήσεις.
Μια κάμαρα όλη κι’όλη.. εκεί η κουζίνα ..ένας νεροχύτης μαρμάρινος ίσα που χώραγε ένας άνθρωπος να σταθεί.
Μια γκαζιέρα στο τραπέζι με το κουτσό πόδι που χώναμε χαρτόνι να ισορροπήσει.
Δύο ντιβάνια δοσμένα από τους γειτόνους.. ένα μπαούλο σιδερένιο και ένα μπουφέ που έχασκε το πάνω μέρος. Στο δάπεδο τσιμέντο άγριο.. η μάνα στην πλύση και εγώ στο ξενοκεντίδι να αποσώσω στο φαί της μέρας.
Όταν πήγα στης Παγώνας να παραδώσω το κέντημα για την προίκα της κόρης της γνώρισα τον Αγγελο , το γιό της. Αμέσως είδα το θαυμασμό στο βλέμμα του.
-Που μένεις με ρώτησε βιαστικά, όταν η Παγώνα μπήκε στη σάλα να μου φέρει τα χρήματα.
-Πίσω από του Παπαστράτου στην πρώτη γωνία του έδωσα στίγμα.
-Εγώ δουλεύω στο μηχανουργείο του Στρατή.. Θέλω να σε δω.. μου πέταξε βιαστικά.
Την άλλη μέρα άκουσα το σφύριγμα του, μελωδικό.. δυνατό. Τράβηξα την κουρτίνα και τον είδα.. του χαμογέλασα και μπήκε ο διάλος μέσα μου. Το ίδιο βράδυ πέρασε με την φυσαρμόνικα και δυο φίλους. Πάνω –κάτω το χωμάτινο στενό μη καταλάβουν οι γειτόνοι πως ήρθε για μένα. Σε δυο μέρες το έσκασα από το σπίτι με το μισοτελειωμένο κέντημα, λέγοντας στη μάνα μου πως θα πάω για κλωστές. Εκανε κρύο και βράδιαζε νωρίς.. με προστάτεψε με τα χέρια του περασμένα στους ώμους. Πρώτη φορά μετά το χαμό του πατέρα μου, στον πόλεμο, ένα χέρι αντρικό μου έφερε ζέστα. Τα πρωινά πήγαινα στο μηχανουργείο που δούλευε τρία στενά κάτω από το σπίτι μας. Του έφτιαχνα τηγανίτες πασπαλισμένες με ζάχαρη και τα μαστόρια σφύριζαν πονηρά. Με τα μουτζουρωμένα ρούχα του άρχισε να έρχεται κρυφά στο σπίτι πριν γυρίσει η μάνα μου από τις πλύσεις.
Εμπαινε η Ανοιξη μέσα- έξω..
Ζέστα και φως..
Λαθραίος..φοβισμένος έρωτας.
Ανατολές..δύσες και η χαρά να κρέμεται στο άγγιγμα του…
Το Πάσχα πλησίαζε και τα πρώτα σημάδια έκαναν την εμφάνιση τους. Αδιαθεσίες.. ανορεξία.. αναγούλα.. Να πέσει ο ουρανός να με πλακώσει. Απελπισία.. φόβος.. και πώς να το πω;
Το Μ.Σάββατο στην αυλή της εκκλησίας του το ψιθύρισα βιαστικά, πριν το «Χριστός Ανέστη». Εφυγα βιαστικά κοιτάζοντας για λίγο πίσω ψάχνοντας τη ματιά του… χαμογελούσε.. και η καμπάνα χτυπούσε..
Οι σειρήνες του συναγερμού χτύπησαν στα αυτιά της Παγώνας!
-Αποκλείεται! Ξέχνα το βρε!
...........................................................................................................................................................
Στο χτύπο της ξεχαρβαλωμένης πόρτας έτρεξε η μάνα μου να ανοίξει και εγώ λούφαξα. Ανταριασμένη με τα μάγουλα κατακόκκινα από τη σύγχυση, άρχισε τον εξάψαλμο στην αποσβολωμένη μάνα μου.
-Πως; Πότε; Πω-πω τι με βρήκε! Σταματίνα τι είναι τούτα που ακούω;Παναγία μου βάστα με μη μου ‘ρθει συμφόρεση!
-Ακου να σου πω, κυρά μου ο Αγγελος έχει αδερφή να παντρέψει και μπήκε το τσουλάκι σου να μου τον τυλίξει!
-Και ο γιός σου ευθύνες δεν έχει; Μικρό κορίτσι είναι.
-Ο γιός μου είναι ο κόκορας ας πρόσεχες την κόρη σου και τα κόλπα που ξέρεται για να βγείτε από την χαμοκέλα σας ξεχάστε τα! Να το ξεφορτωθεί, γιατί στεφάνι δεν θα δει!
Βρόντηξε η πόρτα πίσω της.
-Πουτάνες! φώναξε ν’ακουστεί ένα γύρω..που θα μου τυλίξετε το γιο! Σας γελάσανε!
Το ραπόρτο έκανε κύκλο στη γειτονιά.
Η μάνα μου αμίλητη.... τράβηξε και έλυσε το μαύρο μαντήλι, πήρε το ξύλο που άνοιγε φύλο και μου άνοιξε την κεφαλή.. δεν καταλάβαινε που χτυπούσε. Σαν είδε τα αίματα να ρέουν από το ματόφρυδο, σκιάχτηκε. Με ξέπλυνε με το οινόπνευμα που άναβε την γκαζιέρα και μου έδεσε το τραύμα με την καρό πετσέτα της κουζίνας.
Από το κλάμα αποκοιμήθηκα…
Το βράδυ μου φάνηκε πως κελαηδούσε η φυσαρμόνικα…
…………………………………………………………………………………………..
Με φωνές, κατάρες, λιποθυμιές, υπέκυψε η Παγώνα στο πείσμα του γιού της.
Ο γάμος θα γινόταν τον Σεπτέμβρη. Να έχει φανεί η κοιλιά να μάθει ο κόσμος τις πομπές μου!
Με δανικό νυφικό ντύθηκα.. η μάνα μου αν και είχε φυλαμένο το δικό της το θεώρησε γρουσούζικο.
Μέχρι να μαραθούν τα λουλούδια απ’τα μαλλιά μου, όρχησαν τα παρατράγουδα. Δεν κατάλαβα πως είχα δικό μου κονάκι με πεθερικά, κουνιάδα όλοι μαζί ένα κουβάρι. Και εκείνους τους καιρούς ήταν συνηθισμένο. Η νύφη στο σπίτι του γαμπρού με όλα τα σόγια.. Ο γιός προστάτης είχε χρέος να γηροκομήσει τους γονιούς.. να αποκαταστήσει τις αδελφάδες…
Τα κουμάντα τα είχε η Παγώνα και δεν παραχωρούσε τα γκέμια σε κανένα. Φυσικά εγώ ως ανεπιθύμητη και ξεβράκωτη μιλιά δεν έβγαζα. Θαρρείς πως εκείνες οι εποχές ήταν για τις γυναίκες οι καλύτερες; Λαθεύεις. Στις προσταγές των αντρών και στα κουμάντα των γονιών.
Σαν γεννήθηκε η κόρη μας, ανέλαβαν μάνα και κόρη να επιβάλουν τους δικούς τους νόμους στο μεγάλωμα του παιδιού.
-Αχ, παλιές καλές εποχές και αηδίες.
Μπορεί τα σπίτια να ήταν ανοιχτά, οι γειτόνισσες να αντάλλασαν τα μεζεδάκια αλλά το κουτσομπολιό έδινε και έπαιρνε.
Σου κοσκίνισαν τη ζωή.
Περνούσε από τη σίτα του διπλανού.
Κάθε πρωί ο Αγγελος άφηνε στο κομοδίνο τα χρήματα της μέρας, σαν να πλήρωνε την κοκότα του. Και ο κάθε Αγγελος δηλαδή. Αν είχες λίγο ανοιχτό μυαλό το μασούσες σαν τσιχλόφουσκα.
Οι αποφάσεις δικές του..
Και εμείς που δεν είχαμε βγει από πλούσιο σπέρμα.. μούγκα!
Ντυνόμαστε στα μαύρα ένα χρόνο για τα πεθερικά, τους στενούς συγγενείς και πάει λέγοντας … η μισή ζωή στα πένθιμα και ας μην ήταν δικοί σου.
Κούραση στη σκάφη, άντε μετά το σίδερο με προσοχή μη «πάρει» κιτρινίλα.
Να ξηλώσεις τα πλεχτά πουλόβερ, να περαστούν με μπογιά, να γίνουν κουβάρια, να ξαναπλεχτούν….
Η κριτική επιτροπή στο κεφάλι σου απάνω..
Να ξαπλώνεις με τον άντρα σου και να φοβάσαι μην ακουστείς…
Σπίτι δικό μας κάναμε σαν τα παιδιά μεγάλωσαν..
Περιμέναμε να παντρευτεί και η αδελφή, με τα προξενιά που πηγαινοέρχονταν… και «έφυγαν» οι γονιοί..
Ήμουν σαράντα…
Η πραγματικότητα ήταν σκληρή..
Η νοσταλγία είναι που δίνει χρώματα…
Τα χαμένα νιάτα συλλογίζομαι και ρίχνω το πέπλο της χρυσόσκονης….
Γιγαντώνει η απόσταση και δίνει άλλη διάσταση.. της εξιδανίκευσης..
Όχι πως τώρα δεν είναι δύσκολα, αλλά η κόρη μου μπορεί να έχει τις δυσκολίες της αλλά έχει την τσέπη τη δική της. Και όλα όσα άλλαξαν..
Εχει λόγο.. φωνή αφίμωτη!
Όχι σαν και εμένα που άφησα τη μάνα μου να πεθάνει στη χαμοκέλα.. και το’ χω βάρος ως τα σήμερα..
……………………………………………………………………………………..
Οι εποχές έχουν τις διαδρομές τους .. δεν μπορώ να διακρίνω ποιές είναι καλύτερες.
………………………………………………………………………………………
Θα νοσταλγώ πάντα τα γλυκά του κουταλιού που τα σβήναμε στον ασβέστη να τραγανίζουν.. τις μυρωδιές από τα κουλουράκια.. το χύμα λικέρ… την αγκαλιά της κόρης μου με τα χεράκια της δεμένα στο λαιμό μου.. τα άλλα τρία που ήρθαν κατόπι..το χάδι του Αγγελου .. Την όρεξη που είχα να τα κάνω όλα.. τη μυρωδιά του πράσινου σαπουνιού και του ασβεστωμένου τοίχου… τη γαζία στην αυλή που έπαιζε με τα γιασεμιά.. και τα νυχτολούλουδα.. Τον κινηματογράφο στις αυλές.. τα όνειρα… τους φτυμένους λιόσπορους.. τα μπάνια στο Ν.Φάληρο στην κάτασπρη αμμουδιά.. τις ποδιές των παιδιών.. τα σολιασμένα παπούτσια τους…τα μεταποιημένα ρούχα..
Κατόπιν…
Το ξεπούλημα των μπακιρένιων για τα πλαστικά..
Το τραπέζι με τη λουλουδάτη φορμάικα..
Το μικρό διαμέρισμα στον τρίτο..
Η πήλινη λεκάνη για το ζύμωμα δεν είχε χώρο..
Το καντήλι που αντικαταστάθηκε από το ηλεκτρικό φωτάκι.. σε μπλε χρώμα να φωτίζει τα ονείρατα..
Το πλυντήριο που τσαλάκωνε τα ρούχα…
Η προσαρμογή σε νέες συνθήκες..
Τι νοσταλγώ;
Τι είναι μαγικό;
Το ΧΘΕΣ ;
Τα νιάτα που πέρασαν…… μεταλλάσουν το αληθινό και το κεντούν με χρυσοκλωστές.. σ’ένα κεντίδι να το βλέπω και να θυμούμαι.. να το εξιδανικεύω..
γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου