Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
O ποιητής Οδυσσέας Ελύτης ασχολήθηκε από νωρίς με το κολάζ. Ο ίδιος εξηγεί: “Σκοπός μου δεν ήταν να παίξω. Ήταν να μεταγράψω την ποιητική μου σ' ένα επίπεδο αποσπασμένο από τους ήλους του σταυρού της γλώσσας. Και μου φάνηκε, με το πείραμα που έκανα, ότι κρατούσα ίσως στα χέρια μου το κατάλληλο κλειδί. Πολλές παλιές μου ορέξεις άρχισαν σιγά – σιγά, με άλλου είδους απαιτήσεις, ν' ανεβαίνουν από τον βυθό των ποιημάτων μου στην επιφάνεια” (Το δωμάτιο με τις εικόνες, Ίκαρος 1986, σ. 8).
Το κολάζ για τον Ελύτη δεν ήταν, λοιπόν, παιχνίδι, αλλά μια άλλη θέαση της ποίησης. Και ίσως κολάζ και ποιήματα ήσαν συγκοινωνούντα δοχεία.
Στα κολάζ του ποιητή δεσπόζει η γυναικεία μορφή. Και μαζί της, στέκονται μετεωριζόμενοι οι άγγελοι, που τόσο κεντρική θέση κατέχουν στην ποίηση του Ελύτη. Ώσπου κάποιες φορές γυναίκα και άγγελος ταυτίζονται.
Θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε τον αγγελικό κόσμο του Ελύτη μέσα από τα κολάζ, τα ποιήματα και τα κείμενά του, έχοντας αυτά ως ασφαλή οδηγό και φωτεινό σηματολόγιο. Ο ίδιος ο ποιητής μάς οδηγεί χρονολογικά στις συνεικόνες του.
Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑΣ (1966)
Αυτή η σύνθεση δεν μπορεί παρά να παραπέμπει στο ποίημα Δώδεκα Νήσων Άγγελος από τα Ετεροθαλή (σ. 328)
Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά
Κάρπαθος Τήλος Καστελλόριζο…
Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας
Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του
Άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης του
Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις
Νιφάδεσσι»
Ο Ευγένιος Αρανίτσης σε κείμενό του για τα κολάζ του Ελύτη γράφει για τον Άγγελο της Αστυπαλαίας:
“Εκείνο που με μπερδεύει ευχάριστα. Εκείνο που ανοίγει κάτω απ' το βάρος της ματιάς μια παγίδα, κάνοντάς την να σκοντάφτει, να στριφογυρίζει και να παλινδρομεί, είναι μια ευθυγράμμιση, ένας ψευτο-παραλληλισμός, μια ανάπτυξη από κινήσεις που προεκτείνονται: ο τοίχος του σπιτιού στην επάνω εικόνα με τον τοίχο του σπιτιού στο δεύτερο επίπεδο, το πέλμα του αγγέλου με τον ορίζοντα (αυτός ο άγγελος δεν πετάει, παραπατάει: το αριστερό του πόδι πέφτει σ' ένα κενό ουρανού – βυθού), η ουρά του μανδύα του αγγέλου με το μονοπάτι που οδηγεί στο λόφο, το πλακόστρωτο δάπεδο με το περβάζι του παραθύρου... Τι μου λέει; Τι μου δείχνει; Μου δείχνει τον άγγελο ή το φόντο; Ίσως μόνο μια πολύ λεπτή, ολότελα αόρατη μεμβράνη κάπου ανάμεσα σ' όλ' αυτά”.
Άγγελος βυζαντινός με σκήπτρο επισκιάζει ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί. Θάλασσα, ένα ερημονήσι στο βάθος κι ένα “μπουκέτο” κοχύλια σε πρώτο πλάνο, συνθέτουν το όλο σκηνικό. Στις δύο άκρες του κολάζ μια μπορντούρα σαν από περσικό χαλί. Και στην κορυφή της σύνθεσης το πάνω μέρος ενός σκαλιστού βημόθυρου. Μια ολόφωτη συνεικόνα με καθαρά αιγαιπελαγίτικο χρώμα.
Ο Άγγελος που σκέπει το νησί μάς παραπέμπει στο υμνολογικόν: “Όπου επισκιάσει η χάρις σου αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις...” (Δοξαστικό Αίνων 8ης Νοεμβρίου).
Κάτι που ο Ελύτης το λέει, άλλαις λέξεσι, στη VILLA NATACHA στα Ετεροθαλή (σ. 349).
Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς
Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι
Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι
Κι είναι ανάγκη να μείνω απ’ τους απέξω.
Το σχήμα του Αγγέλου απαιτεί κατά τον Ελύτη επώδυνη διεργασία, όπως και κάθε ομορφιά, που προϋποθέτει τους άγρυπνα τα μάτια της ψυχής. Γι' αυτό αποφαίνεται ο ποιητής:
O ωφελιμισμός δεν άφησε τα μάτια των ανθρώπων ανοιχτά όσο χρειάζεται. Η ομορφιά και το φως συνέβη να εκληφθούν άκαιρα ή και ανώδυνα. Και όμως. Η διεργασία που απαιτείται για να φτάσει κανείς στο σχήμα του Αγγέλου είναι, πιστεύω, πολύ πιο επώδυνη από την άλλη, που εκμαιεύει όλων των λογιών τους Δαιμόνους (από την ομιλία του Ελύτη κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ, 10-12-1979).
Όμως εδώ πρέπει να παραθέσουμε και την άποψη του Μάνου Ελευθερίου, ο οποίος έχει επισημάνει την εικόνα του σκέποντος το νησί Αγγέλου:
Το απρόοπτον του Ελύτη έρχεται πάντα με την παρόρμηση και το θάρρος που του δίνουν τα χρώματα να σχηματίσει συνθέσεις. Γιατί η σύνθεση είναι ο απώτερος σκοπός του. Τα ψυχρά χρώματα που θα απωθούσαν ένα ζωγράφο για να σχηματίσει το σώμα μιας κοπέλας μέσα στη θάλασσα, ή τα φτερά ενός βυζαντινού αγγέλου που αγκαλιάζουν και σκέπουν ένα νησί, στον Ελύτη συρράπτουν όλα μαζί μια σπάνια φωτοχυσία. Το μέλλον, ίσως, μιας άλλης ποίησης (περιοδικό χάρτης, τεύχη 21-23, Αθήνα, Νοέμβριος 1986, σ. 430).
TO MHNYMA (1968)
Το κολάζ υπομνηματίζει ο ίδιος ο Ελύτης στο προλογικό του σημείωμα για το βιβλίο Το δωμάτιο με τις εικόνες (σ. 8):
H κόρη – άγγελος· ένας άγγελος θηλυκός σε όλη του τη δόξα· με φτερούγες από κάτι άλλο, που η ζωή δε μας το είχε προσφέρει ως τότε: φτερούγες από θαλασσινά όστρακα. Ναι, αυτό ήταν. Να σημάνει ο συναγερμός των φυσικών στοιχείων· ο μετεωρισμός τους στον αιθέρα της φαντασίας· και το κατακάθισμά τους σε μια διαφορετική, απρόβλεπτη, μη ωφελιμιστική (επιμένω σ’ αυτό) επανασύνθεση.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ (1977)
Σ’ αυτό το κολάζ ο Ελύτης χρησιμοποιεί τρία στοιχεία: Ένα ακατοίκητο σπίτι στη μέση της σύνθεσης, τον ολόσωμο εικονογραφικό τύπο του ιαματικού Αγίου Παντελεήμονα δεξιά, και έναν άγγελο επάνω αριστερά. Ο άγγελος αυτός προέρχεται από το εικονογραφικό σχήμα «Παναγία του Πάθους», όπου κατέχει την ίδια ακριβώς θέση. Η εικόνα εικονίζει τη Θεοτόκο στηθαία με τον Χριστό που κοιτάζει τους αρχαγγέλους, οι οποίοι φέρουν τα σύμβολα του Πάθους, δηλαδή το δοχείο με το ξύδι, τη λόγχη, το σπόγγο και τον Σταυρό. Ο περίφημος κρητικός ζωγράφος Ανδρέας Ρίτζος (1421 – 1492), στον οποίο αποδίδεται μια σπουδαία τέτοια εικόνα, φαίνεται πως συνέβαλε ιδιαίτερα στη διάδοση αυτού του τύπου της Παναγίας του Πάθους στις κρητικές εικόνες. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τον έναν άγγελο, αυτόν που κρατάει το δοχείο με το ξύδι, τον οποίο βρήκε, προφανώς, σε νεώτερη εκδοχή αυτού του εικονογραφικού τύπου (βλ. Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, Βικελαία Βιβλιοθήκη – Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1993, σ. 437).
Ο Ελύτης δίνει στο κολάζ την ονομασία ενός ποιήματος από Τα Ρω του Έρωτα (σ. 279-280).
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ
Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ
που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο
Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή
μες στον αέρα πιάνω
Μια κοριτσίστικη φωνή
κι ένα σκοπό στο πιάνο
Μαρία και Βασιλική
χλωμή σαν Παναγίτσα
Με την νταντέλα τη λευκή
και τη χρυσή καρφίτσα
Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα
σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα.
ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΟΣΠΗΛΙΑ (1978)
Αυτό το κολάζ, όπου ο Άγγελος “εποπτεύει” μια γυμνή κόρη που στρώνει την θαλασσοϋφαντη πετσέτα της σε μια θαλασσοσπηλιά, επιβεβαιώνει την Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα στην εκτίμησή της για τις συνεικόνες του ποιητή:
“Για τον Ελύτη το κολάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων…”
Ο Άγγελος στο κολάζ προέρχεται από την περίφημη εικόνα Η Αγία Τριάδα (Φιλοξενία του Αβραάμ) του μεγάλου Ρώσου αγιογράφου και αγίου της Ρωσικής Εκκλησίας Αντρέι Ρουμπλιώφ, (περ. 1350 – 1430) που βρίσκεται στην Πινακοθήκη Τretyakov στη Μόσχα. Είναι ο κεντρικός Άγγελος, δηλαδή ο Πατήρ.
Ο Ελύτης χρησιμοποιεί εδώ ένα μέρος μιας εικόνας – σύμβολο για την Ρωσική αλλά και την καθόλου Ορθοδοξία. Αξίζει να θυμηθούμε ότι η ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι για τον Αντρέι Ρουμπλιώφ, τελειώνει με την εικόνα της Αγίας Τριάδας του Ρουμπλιώφ, η οποία από ασπρόμαυρη γίνεται έγχρωμη καθώς κλείνει η ταινία. Και νιώθεις ένα θάμβος, καθώς το πλάνο του Ταρκόφσκι σε συνέχει κυριολεκτικά, έτσι που να νομίζεις ότι είσαι ο τέταρτος της Τριάδας!
Στο συγκεκριμένο κολάζ του Ελύτη, βέβαια, ισχύει μάλλον η παρατήρηση του Ευγένιου Αρανίτση: “Η Ορθοδοξία είναι μια σχολή καταπολέμησης των δυνάμεων της σάρκας: στους μύθους του Ελύτη, όπως αυτοί παρουσιάζονται στα collages, η σάρκα, αντίθετα, ενισχύει την Πίστη αναταράζοντας εύθυμα τη χορεία των αγγέλων με το κυμάτισμα της επιθυμίας για ζωή. Τούτο το σκάνδαλο είναι η “φώτιση”, το συμπλήρωμα της θεολογίας με μια αναπάντεχη κίνηση αυτοάρνησης που καταργεί την παθητικότητα του θεατή: αν ο Θεός βρίσκεται παντού, γιατί να μη βρίσκεται και στο πρόσωπο μιας γυναίκας; Με το να μας εμπνέει την επιθυμία για τούτο το πρόσωπο, δεν επιδιώκει, άραγε να μας υποδείξει το δρόμο που οδηγεί σ΄ Αυτόν;” (Το δωμάτιο με τις εικόνες, σ. 78).
Μέχρι τη μέση του κολάζ η παραπομπή στον αποκρυσταλλωμένο από τα βυζαντινά χρόνια εικονογραφικό τύπο είναι ξεκάθαρη. Ο ποιητής δανείζεται το «σώμα» μιας αγιογραφίας, προεκτείνοντάς το προς τα κάτω σε φόρεμα. Ο ουράνιος απεσταλμένος με τη θηλυκή μορφή κρατεί σκήπτρο και τη σφαίρα του κόσμου που εκπέμπει λάμψη.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία οι άγγελοι ως πνευματικά, άυλα όντα δεν έχουν φύλο. Για τον ...υλικό Ελύτη, όμως, οι άγγελοι μπορεί να είναι και θήλεις:
Αχ, αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές.
Θήλεις άγγελοι
Που από ψηλά μού ενεύσατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα...
(Ιουλίου Λόγος, από Τα Ελεγεία της Οξώπετρας, σ. 567).
Εν κατακλείδι, ο Άγγελος του Ελύτη, είτε ως ποίημα είτε ως κολάζ, τραγουδά μαζί με τη Μαρία Νεφέλη:
Τη χαρά δεν τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
Σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω απ’ τον γκρεμό.
(Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης από την Μαρία Νεφέλη, σ. 389).
Και ο ίδιος ο ποιητής επικαλείται τον άγγελό του για να πορευτεί την Ιδιωτική Οδό του:
Ω, ας είναι καλά ο άγγελός μου ο κατεβασμένος από κάποιο τέμπλο, θεός του ανέμου συνάμα κι Έρως και Γοργόνα, θα ‘λεγες τον είχα κάνει πριν γεννηθώ ειδική παραγγελία. Με την ευλογία του παλαντζάρω καλύτερα τις φουρτούνες τις δικές μου και προχωρώ στις επικίνδυνες περιοχές, τα ύφαλα και τις κρυφονεριές, περασμένα μεσάνυχτα με αναμμένα τα δυο μου φωτάκια π ρ ό σ ω η ρ έ μ α (Οδυσσέα Ελύτη, Ιδιωτική Οδός, Ύψιλον, Αθήνα 1990, σ. 53).
Σημείωση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου