Τα τελευταία χρόνια αλωνίζει το Αιγαίο, ο τυχερός. Στον ντρουβά του φυλάει γεύσεις και μνήμες, περιστατικά, ιστορίες, σημάδια πολιτισμού. Το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε αυτή τη φορά στα πανηγύρια, σε στιγμές χαράς και ξεφαντώματος.
Περιχαρής Ο Γιώργος Πίττας τέλειωσε πια κι είναι έτοιμος να παραδώσει το υλικό του ώστε να πάρει τον δρόμο του, να γίνει βιβλίο. Λίγο πριν το τυπωθήτω το κείμενο που ακολουθεί, έναν ύμνο για τη Μύκονο, τον λαϊκό της πολιτισμό και τους ανθρώπους της.
Μια άλλη Μύκονος πέρα από την ξεφτίλα των Ευρωπαίων και γκλαμουριάς των νεόκοπων Νεοελλήνων …
. Ας δούμε λοιπόν τι γράφει:
Χωρίς πολλές περιστροφές θα ομολογήσω την αμαρτία μου! Άλλωστε ομολογημένη αμαρτία παύει να ναι αμαρτία. Από όλα τα νησιά του Αιγαίου – και απ’ ότι φαίνεται και στην παρούσα έκδοση, έχω επισκεφθεί τα περισσότερα - σ’αυτό που η καρδιά μου ταρακουνιέται, όταν το πατώ, είναι η Μύκονος. Δεν γνωρίζω πώς και γιατί, μετά από τόσες καταστροφές που έχουν συμβεί απάνω της και μετά από πόσες απογοητεύσεις, η Μύκονος παραμένει το πιό αγαπημένο μου νησί. Κάτι οι εφηβικές αναμνήσεις, τότε με τις ανέμελες καλοκαιρινές διακοπές κάνοντας γυμνισμό στην παραλία της Παράγκας και τη νυχτερινή διασκέδαση στις Εννιά Μούσσες του Κώστα Ζουγανέλη. Κάτι οι γνωριμίες μου με τους συναρπαστικούς τύπους του Γιαλού, τους χαρακτηριστικούς Μυκονιάτες.
Ηταν η εποχή που οι περιηγητές – οι περαστικοί ή οι αυτοί που από περαστικοί γίνονταν μόνιμοι, όπως ο Γιεχούντι Μενουχίν – είχαν το χρόνο και τη διαθεση να συναστραφούν με τους ντόπιους. «Οι ξένοι μπορεί να είχαν τρόπους και να ήταν πολιτισμένοι περισσότερο από μας τους Μυκονιάτες, αλλά γινόνταν ένα με τους ψαράδες … δεν τους ένοιαζε που ήμασταν φτωχοί! Kαι μπαίναν και μερικοί και στα χωριανά σπίτια και δεν εξεχώριζες τότε ποιος ήταν πιο χωριανός…», σχολίαζαν εκπληκτικοι οι ντόπιοι Μυκονιάτες από την επιθυμία των ξένων να γνωρισθούν με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Πόσοι και πόσοι επισκέπτες της Μυκόνου δεν ξετρελάθηκαν με το νησί. Κι ανάμεσά τους όχι τυχαίοι άνθρωποι. Σπουδαίοι επώνυμοι επισκέπτες όπως ο Ν.Καζαντζάκης, ο Γ.Σεφέρης, ο Ν.Εγγονόπουλος, ο Γ.Τσαρούχης, ο Ο.Ελύτης, ο Ν.Εγγονόπουλος, ο Α.Κωνσταντινίδης, ο Δ.Βασιλειάδης και από του ξένους ο Α. Camus, o R.Barthes, o L.Durrel, o Le Corbusier και πολλοί άλλοι γοητεύονται από τη Μύκονο και γράφουν ενθουσιώδεις εντυπώσεις, πολύ πριν το νησί, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, γίνει σύμβολο κοσμοπολίτικης ζωής,
“Θάμα είναι η Μύκονο. Θάμα… η Ιερουσαλήμ, η Μύκονος κι η Μόσχα! Να οι τρεις πολιτείες που μου έκαναν κατάπληξη” δηλώνει με θαυμασμό ο Νίκος Καζαντζάκης ενώ ο Άρης Κωνσταντινίδης γίνεται πιό συγκεκριμένος:
“Γιατί, η καλή αλήθεια είναι πως σ’ αυτό το νησί, τη Μύκονο, είτε για σπίτι πρόκειται, είτε για εκκλησιά και ξωκλήσι, είτε για ανεμόμυλους και περιστεριώνες, είτε για μαντρότοιχους και για πεζούλες και για πλακόστρωτες αυλές, και για μικρά ή πιό μεγάλα σοκάκια, παντού και πάντοτε προβάλλει φωτεινή και ζωντανή η ποιότητα και το καλοσχεδιασμένο σχήμα, σαν ένας υψηλός λόγος. Όταν δηλαδή το κάθε κτίσμα, η κάθε αρχιτεκτονική, είναι σαν μία σκέψη, σαν ένας βαθύς στοχασμός, σαν ποιητική πράξη, μέσα σε έναν κόσμο, που δεν μπορεί να είναι μονάχα λογικός, όταν μπορεί να είναι και όμορφος… Κι όποιος βρεί τον καιρό να μείνει και να ζήσει μερικές μέρες στο νησί, θα γευθεί και άλλες χαρές, και άλλες νοστιμάδες, και άλλες λιχουδιές. Το καλό χοιρινό κρέας, τα μοναδικά λουκάνικα, και τα “συγκλινα”, και τις “λούζες”, και το νόστιμο τυρί, την “κοπανιστή”, και το κρίθινο παξιμάδι, μαζί με κάποιο καλό κρασί, σε συντροφιές με ντόπιους, που ξέρουνε από φαγοπότι και από γλέντια, και κεράσματα και τραγούδια, ίσως γιατί από τα πιό αρχαία χρόνια, ο θεός που λατρευόταν “κατ’ εξοχήν” στη Μύκονο ήταν ο Διόνυσος, που και σήμερα τον βρίσκεις παντού, στη χώρα, στο λιμάνι, στο ανοιχτό τοπίο. Κι όποιος, τέλος, έχει την τύχη να βρεθεί σε “χοιροσφάι” που γίνεται κάθε χρόνο από Μυκονιάτες, στη μεγάλη Δήλο, όπου με έναν ιεροτελεστικό τρόπο προετοιμάζονται τα σύγκλινα και τα λουκάνικα και οι λούζες, θα χαρεί μιά ομηρική, θα τολμούσα να πω ατμόσφαιρα, κάτω από έναν ανοιχτό ουρανό, κι έτσι όπως θα τονε συντροφεύει η θάλασσα, απ’ όλες τις μεριές γύρω του, για να τον ενώνει με όλη την οικουμένη”.
Αυτή τη Μύκονο, που περιγράφει ο Άρης Κωνσταντινίδης, είχα την τύχη να γνωρίσω καλά την δεκαετία του 1980 όταν με την παλιά μου επαγελματική ιδιότητα, είχα συνεργασθεί με τους περισσότερους ξενοδόχους της Μυκόνου, οι οποίοι με πολύ χαρά με μύησαν στη πραγματική ζωή του νησιού. Έτσι γνώρισα τα πανέμορφα «χωριά» (στη Μύκονο «χωριό» ονομάζουνε κάθε απομακρυσμένο μικρό αγροτόσπιτο ) , τα χοιροσφάγια, τους “κουκούγερους” στις Αποκριές και τα πάμπολλα πανηγυράκια. Από τότε έκαμα και άλλες γνωριμίες και φιλίες με ντόπιους, που ακόμα καλά κρατούν, αλλά και ίσως είναι οι σταθερότεροι κρίκοι που με δένουν με το νησί, γιατί ο τόπος μέρα με τη μέρα γίνεται αγνώριστος.
Γιατί αν η πρώτη φάση της τουριστικής κοσμοπολίτικης ανάπτυξης (1930-1970) της Μυκόνου στηρίχθηκε στο Μύθο της αυθεντικότητας του κυκλαδικού τοπίου (τόπος, περιβάλλον, αρχιτεκτονική) και στο χαρακτήρα των κατοίκων (ανεκτικότητα, φιλικότητα, ανοιχτοσύνη, φιλοξενία), στοιχεία που είχαν άμεση σχέση με την ταυτότητα του νησιού, η δεύτερη φάση (1980-2010) στηρίχθηκε στο Παραμύθι του Life Style. Η Μύκονος έγινε ο τόπος όπου κυριάρχησε ένα ύφος ζωής που διαμορφώθηκε αποκλειστικά και μόνο από τις αξίες της απόλαυσης, του ευδαιμονισμού, της πολυτέλειας και της επίδειξης.
Το άνοιγμα της Μυκονιάτικης κοινωνίας στα νέα δεδομένα, ο κατακλυσμός του νησιού των δέκα χιλιάδων κατοίκων από όλες τις φυλές του πλανήτη (κοσμικοί, νεόπλουτοι, καλλιτέχνες, ομοφυλόφιλοι, τρανσέξουαλ, χίππιδες, εκκεντρικοί, ανθρώποι του κατεστημένου αλλά και του περιθωρίου, νεολαία, αλλά και όσοι έρχονται να δούν όλους τους παραπάνω), η μετατροπή της υπαίθρου της Μυκόνου σ’ένα τεράστιο οικόπεδο για να χτιστούν βίλες και επαύλεις, ήταν φυσικό να επηρεάσουν το σύστημα αξιών και τον τρόπο ζωής των ντόπιων, όπως έγινε και σε τόσα άλλα μέρη που υπέστησαν το ίδιο πολιτισμικό σοκ. Το ίδιο σοκ βέβαια ένιωσαν και όσοι γνώριζαν και αγάπησαν την παλιά Μύκονο. Προφανώς και η αφεντιά μου.
“Οσα δεν κάμει ο καιρός τ’ αποτελεύει ο άνθρωπος”, έλεγε προφητικά από το 1965 στα γραφτά της η Μυκονιάτισσα συγγραφέας Μέλπω Αξιώτη και συνεχίζει: “Η ψυχή του νησιού πάει και τρυπώνει σ’ ένα χώρο όλο και πιό πολύ συμπιεσμένο, που συνεχώς τον φοβερίζουν πως θα τον σκοτώσουν… Κι όλα , όλα πουλιούνται, όλα, όλα”.
Αυτή τη ψυχή του νησιού προσπαθώ κάθε φορά να ξετρυπώσω. Πόσες φορές δεν έχω πεταχθεί με το πρωϊνό δελφίνι από τη Πάρο, για να πιώ τον πρωινό καφέ στο καφενείο του Μπακόγια, ανάμεσα στους αγρότες που πουλάνε τα ζαρζαβατικά από τον κήπο τους και τους ψαράδες που διαλαλούν με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά, την πραμάτεια τους στην μαρμάρινη παγκάδα του Γιαλού. Ή να χωθώ στον ξυλόφουρνο του Γιώρα, να μυρίσω τα λαχταριστά καρβέλια του και να απολαύσω τα πειράγματά του στις ηλικιωμένες πελάτισσές του. Ή όταν έλθει η ώρα του ούζου και του μεζέ, άλλοτε με θαλασσινά και άλλοτε με το ντόπιο λουκάνικο, παρέα με τους Μυκονιάτες φίλους που πάντα μου ανοίγουν την καρδιά, τον Δημήτρη Ρουσουνέλο, την Φρατζέκα, την Όλγα, την Κατερίνα, την Δέσποινα, τη Δήμητρα, τον Απόστολο, και τον Παναγιώτη Κουσαθανά. Και βέβαια πού αλλού μπορεί κανείς να ξετρυπώσει τη ψυχή της Μυκόνου, παρεκτός απο τα πανηγύρια της.
Μένουν άναυδοι όσοι φίλοι μου μ’ ακούν να υποστηρίζω ότι τα Μυκονιάτικα πανηγύρια είναι ίσως τα πιό ζωντανά πανηγύρια του Αιγαίου. Δεν μπορούν να διανοηθούν ότι πίσω απο τη βιτρίνα του Life style κρύβεται μιά τέτοια ζωή, που είναι τόσο παρούσα και κραταιά, αλλά απαιτεί μάτια για να τη διακρίνεις. “Όμορφα τα μάτια σου, αλλά να ήξερες που κοίταζες;” καθώς λέει ο ποιητής.
Η αλήθεια είναι ότι παρ’ ότι οι σύγχρονοι Μυκονιάτες, (άλλοι πολύ και άλλοι λιγότερο) είναι μπασμένοι μέχρι τα μπούνια στον κοσμοπολίτικο και καταναλωτικό τρόπο ζωής, κατάφεραν να διατηρήσουν ταυτόχρονα, πολλή ζωντανή την ανάγκη να έχουν επαφή με ό,τι έχει απομείνει απ’ αυτό που τους θυμίζει την “παράδοση” και την “συνέχεια” του τοπικού τους πολιτισμού. Είτε από ενοχές για το κακό που έγινε στο νησί και όπου ο καθείς έβαλε το χεράκι του, είτε από βιοτική ανάγκη προκειμένου να μην αποκοπούν από τις μνήμες τους και χάσουν τον εαυτό τους , είτε σαν ιδεολόγημα, είτε σαν σύγχρονη επιλογή, οι Μυκονιάτες συμμετέχουν σ’ όλα τα παραδοσιακά τελετουργικά δρώμενα, από τους αποκριάτικους κουκούγερους και τα χοιροσφάγια μέχρι τα πανηγύρια.
Και είναι απίστευτο με πόση ζωτικότητα και δαιμονισμένη χαρά. Παντού, σ’ όλα τα πανηγύρια και τις γιορτές, το ίδιο κέφι, το ίδιο γλέντι και η ίδια απαράμιλλη μυκονιάτικη φιλοξενία, που δεν επιτρέπει να φύγει κανείς απο το πανηγύρι ακέραστος…
“εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε
μονό σας πεθυμήσαμε κι ήρθαμε να σας διούμε”
τραγουδά η θρυλική ζυγιά της Μυκόνου, ο Μπαμπέλης και ο Καντενάσος, με την τσαμπούνα και το τουμπάκι που συνεχίζουν απτόητοι.
“Η μέρα η σημερινή, δεν είναι σαν τις άλλες
είναι το χρόνο μιά φορά, κι είναι χαρές μεγάλες.
Οι φίλοι όταν θα σμίξουνε, πίνουνε και γλεντούνε,
τα παλιά τους βάσανα, όλα τα λησμονούνε.
Όσοι έχουνε καλή καρδιά και τακτικά γλεντούνε
Μονάχα αυτοί τον ψεύτικο τον κόσμο θα χαρούνε.
Εμορφα που ν’ τα έμορφα, κι ώραία τα ωραία,
κι απ’ ούλα πιο ‘μορφότερα είν’ η καλή παρέα”.
Τα πανηγύρια της Μυκόνου, απο θρησκευτικής πλευράς δεν διαφέρουν πολύ απ’ αυτά των άλλων νησιών του Αιγαίου. Μέρες πριν κάθε γιορτή οι εκκλησιές ασβεστώνονται, τα μπρούτζινα μανουάλια γυαλίζονται και ντύνονται με τις στολές τους και τις ποδιές τους, ενώ εξωτερικά σημαιοστολίζονται. Την παραμονή μοσχοβολάνε από τους βασιλικούς και τα λουλούδια, ενώ φωταγωγούνται από τα φρεσκοαναμμένα καντήλια και τα κεράκια των πιστών…
Από πλευράς οργανωτικής, στη Μύκονο λόγω κύρους αλλά και οικονομικής άνεσης, σπάνια υπάρχουν πολυμελείς επιτροπές που να διοργανώνουν το πανηγύρι και να αναλαμβάνουν από κοινού τα έξοδα. Εδώ κάθε νοικοκύρης κάνει μόνος του το κουμάντο του. Είναι θέμα κύρους να κάμεις μόνος σου το πανηγύρι σου, και νάναι πλούσιο, να πετύχει και νάχει κόσμο και κέφι, αλλά ποτέ να μην υπερβαίνει το μέτρο. Η αλήθεια είναι ότι μέχρι μέχρι τα 1970 – τα χρόνια της φτώχειας – στα πανηγύρια, οι επισκέπτες πηγαίναν κουβαλώντας μαζί τους, το κάτι τις τους. Μα λίγη ρόκα, λίγο τυράκι, κάποια πίτα και ότι άλλο είχαν γι’ αυτούς και κάτι παραπάνω για να προσφέρουν και στους άλλους. Είχαν το κρασάκι τους στα φλασκιά τους και μοιράζονταν μόνο το ερίφι και το ζουμί που προσέφερε ο πανηγυριστής. Αργότερα όμως, την εποχή της οικονομικής ανάπτυξης και με τη βαθμιαία αλλαγή των νοοτροπιών, τα πανηγύρια πολλές φορές εξελίχθηκαν σε μέσο προβολής, εντυπωσιασμού και επίδειξης πλούτου. Ποιός θα κάνει το μεγαλύτερο, το πλουσιώτερο σε φαγητά, ποιός θα προσκαλέσει απ’ άλλα νησιά – κυρίως τη Νάξο – , τον πιό γνωστό και εμπορικό τραγουδιστή, ποιος θάχει τις καλύτερες μικροφωνικές εγκαταστάσεις και τον δυνατώτερο ηλεκτρικό ήχο. Το μέτρο είχε χαθεί πανηγυρικά!
Ο ανταγωνισμός αυτός δεν είχε τελειωμό με αποτέλεσμα να ξοδεύνται περιουσίες αλλά και κανείς να μην απολαμβάνει το γλέντι, γεγονός που απομάκρυνε αρκετούς από τις υπερβολικές αυτές φιέστες. Τα τελευταία όμως χρόνια, πολλά πανηγύρια ξαναγύρισαν στην οικογενειακή τους μορφή, όπου ξαναγεννιούνται οι παλιές πιό ταπεινές και ειλικρινείς σχέσεις με μουσική, χορό, τραγούδι και πρωταγωνιστές ντόπιους παλαίμαχους ή νέους μουσικούς – κατά κανόνα τσαμπουνιέρηδες – και όπου βέβαια η συμμετοχή σ’ αυτά είναι εμπειρία ζωής.
Από πλευράς φαγητού, το ζουμί του κρέατος σε ποτηράκι, που δεν συνηθίζεται σε άλλα νησιά, είναι ένα ποίημα που ανοίγει το πλούσιο τραπέζι – και βέβαια στρώνει το στομάχι για να υποδεχθεί το άφθονο κρασί που θα καταναλωθεί – καθώς θα ακολουθήσουν το ερίφι γιαχνί, η παραδοσιακή κρεμμυδόπιττα, οι λαχανίδες με το λαρδί, τα ντολμαδάκια, η κοπανιστή, η λούζα και ο μπακαλιάρος σκορδαλιά. Όταν κάποιοι φίλοι ή γειτόνοι στείλουν πεσκέσι στο πανηγύρι κάποιο ερίφι για ενίσχυση, τότε ο νοικοκύρης του πανηγυριού τούς στέλνει την κεφαλή του ζώου βραστή σε μιά ειδική πιατέλα με τις ευχαριστίες του.
Στις μέρες μας, τα πανηγύρια όλο παν και λιγοστεύουν σε μερικά νησιά του Αιγαίου. Σ’ ορισμένα απ’ αυτά μετά βίας βαστιούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Αλλού πάλι, προσκαλούν δανεικούς μουσικούς από άλλα γειτονικά νησιά για να διασκεδάσουν.
Η Μύκονος διαθέτει, όπως προείπαμε, απ’ τα περισσότερα και πιό ζωντανά πανηγύρια των Κυκλάδων. Η Μύκονος δεν έχει ανάγκη να επιστρατεύσει ξένους μουσικούς. Η Μύκονος έχει τους δικούς της μουσικούς, τις “ζύ’ες” της (ζυγιές, ζευγάρια). Οι μουσικοί της Μυκόνου, – επι το πλείστον τσαμπουνιέρηδες, και λιγότερο βιολιά, λαγούτα, σαντούρια, ακορντεόν – τρώνε, πίνουν, τραγουδούν και διασκεδάζουν μαζί με τον κόσμο του πανηγυριού. Είναι οι ενορχηστρωτές του γλεντιού, είναι αυτοί που με τα καλαμπούρια και τα αστεία τους θα δημιουργήσουν το κέφι. Και είναι καλοί διασκεδαστές, γιατί διασκεδάζουν πρώτα αυτοί οι ίδιοι, ανάμεσα στις παρέες τους, τους γνωστούς και τους φίλους τους.
Οι τσαμπουνιέρηδες (σαμπουνιέρηδες στην Μυκονιάτικη διάλεκτο) με την τόσο εκφραστική και δυναμική μουσική, με τις βροντώδεις και συγκλονιστικές φωνές, δεν έχουν καμιά ανάγκη από τα τεχνολογικά βοηθήματα των μεγαφωνικών εγκαταστάσεων. Οι ήχοι και οι μουσικές δημιουργούνται από φυσικά όργανα και μοιάζουν σαν να ξεπηδούν από τα έγκατα της γης, από τα βάθη των αιώνων. Για αυτό το λόγο οι τσαμπουνιέρηδες εκπροσωπούν κατά τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα της λαϊκής παράδοσης, αλλά και της δύναμης της ζωής. Χωρίς αυτούς δεν γίνεται “σωστό” πανηγύρι. Οι τσαμπουνιέρηδες τελικά είναι αυτοί που δίνουν το χρώμα και το χαρακτήρα στα Μυκονιάτικα πανηγύρια.
Δόξα το Θεό, η Μύκονος έχει ακόμα καμπόσους τσαμπουνιέρηδες, κι όλοι τους ένας κι ένας. Ο Μιχάλης Κουνενής ή Μπαμπέλης, ο Λευτέρης Σικινιώτης ή Καντενάσος, ο Παναγιώτης Κουκάς, ο Γιακουμής Πατεράκης, ο Ούλοφ Δημήτρη Ρόε (τον συναντήσαμε στο πανηγύρι της Δήλου) και μια σειρά νέα παιδιά που παίζουν με την καρφιά τους, είναι οι πρωταγωνιστές. Kύριο χαρακτηριστικό τους ότι εκτός από μουσικοί και γλεντζέδες είναι και άνθρωποι που κουβαλούν μια σπάνια θυμοσοφία.
“Μου άρεσε και μου αρέσει το γλέντι… Να ‘μουνα στην Αθήνα και να ήξερα για ένα πανηγύρι που θα γινότανε και που θα περνούσα καλά, ε! έμπαινα τότε στο καράβι και ερχόμουνα στο πανηγύρι”, εκμυστηρεύεται ο κυρ-Μιχάλης (Μπαμπέλης) που συνεχίζει με ενθουσιασμό:
“ Γιατί αυτό το όργανο δεν πρέπει να το μάθεις μόνο γιά να κονομάς, αλλά γιατί σου αρέσει πρώτα από όλα το γλέντι… Τότε θα γίνεις και καλός οργανοπαίχτης… Η σαμπούνα θέλει πείσμα και μανία. Άμα τηνε πιάσω και βρω αθρώποι και κεφάρουνε μαζί μου, γίνομαι 18 χρονών αντίς για 75! Μπορώ να παίζω για ένα 24ωρο συνέχεια… Γιατί η τσαμπούνα είναι ένα όργανο σκάνταλο… Η φωνή της σε γαργαλάει… κλείνω τα μάτια και ακούω μόνο το όργανο μου, κουνώ το κεφάλι που δίνει την κίνηση στα δάχτυλά μου…Τα δικά μου δαχτύλια πιά, βαδίζουνε και πιό μπροστά από το μυαλό μου… Η “καλή” μου η σαμπούνα, που θα την αφήσω να την βρούν τα εγγόνια, παίζει…”βιολί”. Η καλή σαμπούνα “γίνεται” παίζοντας. Τη φτιάχνει το κρασί που πίνω και που περνά μέσα απο τα σαμπουνάκια… Αυτά τη ψήνουν και μετά από παίξιμο μιάς ώρας περνά το οινόπνευμα μέσα και στρώνει!”
Στο ίδιο πνεύμα βρίσκονται και τα σχόλια του Λευτέρη Σικινιώτη (Καντενάσου), που επί είκοσι χρόνια είναι το έτερον ήμισι της ζυγιάς δίπλα στον Μπαμπέλη:
“Εγώ έμαθα και ντουμπάκι γιατί συνήθως όταν ξέρεις σαμπούνα πρέπει να μάθεις και ντουμπάκι, γιατί αν δεν ξέρεις ντουμπάκι, είναι σαν ένας μάστορας, ένας κτίστης να μην ξέρει να κάνει λάσπη… Το ντουμπάκι είναι να ξέρεις να παίζεις “διπλές ντουμπακιές”. Το κάθε τραγούδι έχει και το σπάσιμό του. Το πεταχτό τραγούδι σε “κεφάρει” και τότε κουρδίζεσαι ολόκληρος, γιατί αυτό σου δίνει ζωή… Τα τελευταία χρόνια πάμε στα πανηγύρια και παίζουμε συνέχεια ζευγαρωμένοι με τον Μπαμπέλη. Εκεί πάνε όσοι είναι γλεντζέδες… Τις μισές μέρες του χρόνου παίζω και τραγουδώ… γιατί μας καλούν και σε χοιροσφάγια, κάνουμε και τις δικές μας γιορτές και τα χοιροσφάγια μας. Δουλειά και γλέντι η ζωή μου”.
Τα σημαντικά πανηγύρια της Μυκόνου ξεπερνούν τα πενήντα, με ντόπιους και ξένους που μπορούν ελεύθερα να τα επισκεφτούν. Ποιό απο όλα τα γλέντια να πρωτοθυμηθώ; Tον Άη Χαραλάμπη κάτω απο τους Μύλους, την Αγία Άννα στη Μυρσίνη, την Άγια Άννα στα Βουνιά, τον Άγιο Παντελεήμονα, τον Άη Γιάννη στον Ορνό, την Παναγιά την Τουρλιανή; ή αυτά που γίνονται στα γύρω νησάκια και που τα διοργανώνουν Μυκονιάτες όπως της Αγίας Κυριακής στη Δήλο, της Αγίας Τριάδας στη Ρήνεια, στα Σταπόδια και στο Τραγονήσι;
Απ’ όλα αυτά τα πανηγύρια της Μυκόνου εγώ πάντως προτιμώ τα οικογενειακά πανηγυράκια που γίνονται στα χοιροσφάγια, το φθινόπωρο. Δεν συμμετέχει πολύς κόσμος, γιατί δεν γίνονται στην ύπαιθρο αλλά μέσα σε “κελιά” λόγω των καιρικών συνθηκών. Τα πανηγυράκια αυτά δεν είναι ανοικτά και έτσι κανείς δεν μπορεί πάει ακάλεστος παρά μόνον αν προσκαλεστεί ή οδηγηθεί από κάποιον συγγενή ή φίλο της οικογένειας που τα οργανώνει.
Ο χοίρος και τα παράγωγά του ήταν από τα παλιά χρόνια σπουδαία τροφή για τους Μυκονιάτες. Ένα γουρουνάκι μοσχοτρεφόταν όλη τη χρονιά κοντά στο σπίτι με τα αποφάγια της οικογένειας, με φλούδες από πατάτες ή από φρούτα, με πίτουρα, βελανίδια και τυρόγαλο. Όταν ο χοίρος έπαιρνε τα κιλά του, εκεί στα πρώτα κρύα του Νοέμβρη, σε μιά παγανιστική ατμόσφαιρα, η οικογένεια με μια τελετουργική διαδικασία τον έσφαζε και καλώντας συγγενείς και φίλους γιόρταζαν το γεγονός. Και ήταν σπουδαίο το γεγονός, γιατί ο χοίρος αυτός με το παστωμένο κρέας του, το λίπος, το λαρδί, τη γλίνα, και τα λουκάνικα, θα τους έδινε τροφή για όλο το χρόνο. Μπορεί στις μέρες μας πιά το κρέας να τρώγεται καθημερινά και να μην έχει τη σημασία που είχε παλιά, αλλά οι περισσότεροι Μυκονιάτες διατήρησαν το έθιμο αυτό με μεγάλη ευλάβεια.
Το έθιμο των χοιροσφαγίων δεν είναι αποκλειστικά Μυκονιάτικο, καθώς συναντιέται και σε άλλα νησιά του Αιγαίου όπως στην Σύρα, στην Ανδρο, στην Τήνο στη Νάξο, στην Ίο και στην Ικαρία. Μόνο που στη Μύκονο εορτάζεται με τον πιό πανηγυρικό τρόπο. Και είναι Μυκονιάτης που έγραψε το πιο διεισδυτικό και παράλληλα πιο απολαυστικό βιβλίο για τα χοιροσφάγια. “Τα χοιροσφάγια στη Μύκονο, γεύσεις θυσίας” του Δημήτρη Ρουσουνέλου νομίζω ότι περιγράφουν με μοναδικά γλαφυρό τρόπο το έθιμο, προσεγγίζοντάς το από πολλές σκοπιές. Ας δανειστούμε την εισαγωγή του:
“Tα χοιροσφάγια είναι η διαδικασία που αφορά στην κατ’ έτος επαναλαμβανόμενη, σαν έθιμο πλέον, τακτοποίηση των προϊόντων του χοίρου. Η ομαδική εργασία, η γαστρονομική απόλαυση, το γλέντι και το τραγούδι, εξαγνίζουν το εθιμο, παρά το ότι κυρίαρχο – αν και στιγμίαιο – γεγονός είναι η σφαγή του ζώου. Η γιορτή εξάλλου είναι συστατικό στοιχείο του χοιροσφαγιού. Είναι η διονυσιακή του φλέβα. Μέσα της ρέει πολιτιστικό υλικό κατευθείαν από την αρχαιότητα. Στις μέρες μας παραμένει ακόμα ζωντανή αυτή η παράδοση. Με ρίζες που χάνονται στα βάθη των αιώνων. Στην αρχαιότητα, και στο Βυζάντιο, τα ίδια κι εν πολλοίς απαράλλαχτα. Γιά των θεών την ευμένεια καυ των ανθρώπων την ευχαρίστηση. Γιατί και οι θεοί το θέλουνε το χάδι. Κι άμα δεν είναι οι θεοί που το θέλουνε, είναι οι άνθρωποι που το ‘χουνε ανάγκη. Θα μάχονται “ουκ επ’ άρτω μόνον…” Θα φροντίζουν για το κατιτίς, το άρτυσμα, το γλέντι. Τέτοιοι ήτανε οι “αρχαίοι Μυκονιάτες, γιατί να μην είναι και οι σύγχρονοι… Όπως και να το κάνεις Το χοιροσφάγι είναι μιά κατάσταση ιδιαίτερης σκληρότητας. Αρκεί να δεί όμως κανείς στην ώρα της θυσίας το σεβασμό στη διαδικασία, την άμεση επαφή με προαιώνιες ρίζες και συνήθειες, τη φροντίδα ώστε να υποφέρει κατά το ελάχιστο ο χοίρος, για να αντιληφθεί ότι κάτι πολύ ιδιαίτερο συμβαίνει εκείνη την ώρα. Και ίσως αυτό να μην καθαγιάζει το γεγονός της σφαγής, αλλά το εντάσσει στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, με κανόνες, πίστη και σεβασμο”.
Το χοιροσφάγι που κατέγραψα και θα σας περιγράψω γίνηκε στη κατοικιά του Λευτέρη Συκινιώτη, που βρίσκεται στο φράγμα προς τον Πάνορμο.
Από το πρωί, χαράματα υπήρξε μιά μεγάλη κινητοποίηση. Το χοιροσφάγι θέλει καλή προετοιμασία, υποδειγματική τάξη και ακριβή συντονισμό, γιατί πρέπει μέσα σε μιά μέρα όχι μόνο το ζωντανό να έχει μετατραπεί στα βρώσιμα προϊόντα του, αλλά παράλληλα να μαγειρευθούν τα απαραίτητα κομμάτια χοίρου, προκειμένου να αποτελέσουν τους μεζέδες για το γλέντι που θα ακολουθήσει. Αφού ολοκληρώθηκε η σφαγή του χοίρου – με την ελάχιστη δυνατή ταλαιπωρία του ζώου - ακολούθησε το ζεμάτισμα, η αποτρίχωση με ξυράφια και το τρίψιμο με αλάτι. Στη συνέχεια, αφού αφαιρέθηκαν η κεφαλή, τα πόδια, τα εντόσθια, τα έντερα, η καρδιά, το συκώτι, οι πνεύμονες κι η σπλήνα άρχισε ο τεμαχισμός του δέρματος και λαρδιού σε λωρίδες, τους λεγόμενους λούρους. Ακολούθησε η διαδικασία του ο τεμαχισμού του κυρίως κρέατος: στην αρχή αφαιρέθηκαν οι λούζες, που βρίσκονται στην πλάτη του ζώου κολλημένες στη σπονδυλική στήλη (κόντρα φιλέτο), και ακολούθησαν το μπούμπουλο (ψαρονέφρι) και οι παϊδες… Στο τεμάχισμα οι σφάχτες πρέπει να γελούν, για να τρώνε χαρούμενα όλον τον χρόνο, κατά πως λέει το έθιμο. Ετσι δεν πέρασε στιγμή χωρίς πειράγματα, καλαμπούρια και αστεϊσμούς.
Το λίπος θα λειωνόταν τις επόμενες μέρες και θα μετατρεπόταν στη γλίνα. Θα την φύλαταν σε πήλινα δοχεία για να αλοίφουν τον χειμώνα τα παξιμάδια τους ή θα νοστίμευε τα τηγανητά αυγά, γιατί μην ξεχνάμε ότι στη Μύκονο δεν υπήρχε ούτε μιά ελιά για να παραχθεί ελαιόλαδο. Τα κομματάκια κρέας που απέμεναν πάνω στο λίπος, τα κάμαν τσιγαρίδες που τον χειμώνα θα τρωγόνταν σαν τηγανητός μεζές. Τα κομμάτια του χοίρου του που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν στο αλάτι ή στο λίπος ήταν αυτά που θα καταναλώνονταν αμέσως. Ήδη το μυαλό, η σπλήνα και η συκωταριά ψηνόνταν στα κάρβουνα και γινόνταν πάραυτα ο μεζές που συντρόφευε το κρασί της παρέας. Πιό πέρα είχε αρχίσει η παρασκευή των λουκάνικων.
Κομμάτια χοιρινού γίνονται χοντροκομμένος κιμάς που πασπαλισμένος με μπαχαρικά, θρύμπι, θυμάρι και ρίγανι, και αφού ζυμωθεί καλά, θα είναι το μείγμα για να παραγεμιστούν τα έντερα. Στην συνέχεια το λουκάνικο θα κρεμαστεί κάπου ψηλά στον αέρα για να το ψήσει το βοριαδάκι. Παρόμοια διαδικασία γίνεται και με τη λούζα, το περίφημο αυτό ντελικατέσεν της Μυκόνου.
Το γλέντι και το φαγοπότι στη κατοικιά του Καντενάσου βάστηξε ώς τα μεσάνυχτα. Το κεφάλι του χοίρου μαγειρεύτηκε με τα λάχανα, ενώ πλάι στις τηγανιές ψηθήκαν και οι πρώτες μπριζόλες της χρονιάς. Η φημισμένη ζυγιά της Μυκόνου παρέσερνε όλο τον κόσμο – οικείους αλλά και αρκετούς περαστικούς που ερχόνταν για να ευχηθούν – σ’ ένα διαβολεμένο κέφι, τραγουδώντας σχετικά με το έθιμο τραγούδια όπως το πάρα κάτω που είναι παραλλαγή του ανεπανάληπτου “Σήμερα γάμος γίνεται..”:
“Σήμερα γλέντι γίνεται, σήμερα χοιροσφάγια
σήμερα μάς τον πήρανε τον χοίρο απο την μάντρα…
Για δες τραπέζι ολόλαμπρο και πιάτα φιρφιρένια
και τίμια προσώπατα που ‘ναι τριγυριασμένα…
Ελάτε φίλοι κι αδελφοί, απόψε να χαρούμε,
Που σφάξαμε το χοίρο μας και ούλοι τραγουδούμε…”
Ο αποχωρισμός του χοίρου, που με τόση φροντίδα είχε εκτραφεί από την οικογένεια όλο το χρόνο, δεν θα μπορούσε παρά μονάχα με τέτοιο τρόπο να πραγματοποιηθεί. Με τον Μυκονιάτικο. Και μόνον όταν θα συναντήσει κανείς τους Μυκονιάτες να διασκεδάζουν μ’ αυτόν τον τρόπο αναμεταξύ τους και με τους προσκαλεσμένους τους, μπορεί να αντιληφθεί από πού αντλούν τη δύναμη για να αντιμετωπίζουν με τόση επιτυχία τις σύγχρονες διεθνείς προκλήσεις και να αντιστέκονται τόσο σθεναρά στην πολιτιστική πλημμύρα που απειλεί να τους πνίξει.
Υ.Γ Εκτός από τις φωτογραφίες της αφεντιάς μου, χρησιμοποιήθηκαν και φωτογραφίες από τα αρχεία του Παν. Κουσαθανά, της Έλλης Πολυμεροπούλου, της Βούλας Παπαϊωάννου (Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη), και του Ηλία Νόκα που ευγενώς μου παραχωρήθηκαν.
2 σχόλια:
Η Μύκονος είναι πραγματικά εκπληκτικό νησί! Και τώρα που δεν έχει τον κόσμο που έχει συνήθως είναι η ιδανική περίοδος να δει κανείς ένα τέτοιο νησί. Πήγα πέρσι τέλος Φεβρουαρίου και έμεινα σε ένα απλό ξενοδοχείο στον Άγιο Ιωάννη. Από τη στιγμή που έφυγα από Πειραιά με την Hellenic Seaways, στην παραμονή μου στο νησί μέχρι τη στιγμή που γύρισα Πειραιά ήταν όλα τόσο ήσυχα, και όλοι οι άνθρωποι τόσο φιλικοί που έμεινα άναυδος! Μάλλον θα το επαναλάβω και φέτος!!!
Άκρως Ενδιαφέρον!
Δημοσίευση σχολίου