Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

Μεσολόγγι-Ψωμί με μυρωδιά ξύλου αμυγδαλιάς



Πιστός στην οικογενειακή παράδοση λειτουργεί τον φούρνο με ξύλα και όχι με ρεύμα.

«Σαν παιδάκια παίζαμε στον φούρνο της οικογένειας και μέσα από το παιχνίδι ήρθε η γνώση. Μας άγγιζε η ζωή εδώ μέσα. Τη νύχτα ο πατέρας ζέσταινε τα ξύλα για να στεγνώσουν από την υγρασία και το πρωί τα έκαιγε στον φούρνο. Η περιοχή μας είναι γεμάτη αμυγδαλιές και ελιές, τα καλύτε­ρα ξύλα, από τα οποία έπαιρνε άρωμα και το ψωμί. Αν οι άνθρωποι δεν έπαιρναν λαμαρίνα από το φούρνο για να ψήσουν κρέατα, δεν καταλά­βαιναν από γιορτές.

Ήταν αδιανόητο τα Χρι­στούγεννα να μην δεις γυναίκες να κουβαλούν στο κεφάλι λαμαρίνες με γλυκά και πίτες από χειροποίητο φύλλο. Ευτυχώς, που υπάρχουν ακόμα οι γιαγιάδες στην επαρχία και ζωντα­νεύουν την παράδοση. Σ’ αυτές καταφεύγουν οι Αθηναίοι τις χρονιάρες μέρες και γι’ αυτό το λόγο γεμίζουν οι εθνικοί δρόμοι με αυτο­κίνητα».

Στοίχιση  στο  κέντρο
ΔΕΝ ΤΟ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ
Από το 1890 λειτουργεί ο φούρνος της οικογένειας Στεφάτου στο Μεσολόγγι, σύμφωνα με κάποια συμβόλαια που βρέθηκαν τρυπωμένα σε μια γωνιά. Ο σημερινός ιδιοκτήτης του, Χρήστος Στεφάτος, αν και είναι μοντέρνος άνθρωπος και σπουδαγμένος, δεν σκέ­φτεται να το γυρίσει από τα ξύλα στο ρεύμα, όσο και αν αυτό τού στοιχίζει σε κόπο και χρή­μα. Τηρεί την οικογενειακή παράδοση και έχει την ελπίδα ότι κάποτε θα γυρίσει η δουλειά και θα δικαιωθούν οι κόποι του.

Ο Στεφάτος έχει πιστούς πελάτες, που περιγράφουν εικόνες του 1930 με ανθρώπους να μπαίνουν και να βγαίνουν από τον φούρνο κρατώντας στα χέρια τα «τσουμπλέκια». Ήταν μεγάλες κατσαρόλες γεμάτες με χοντρό κρέας, κρεμμύδια και ντομάτες. Ο φούρναρης έριχνε νερό για να βρά­σει το βοδινό, όχι πολύ, ίσα για να συμπληρώσει τους χυμούς των κρεμμυδιών. Το τσουμπλέκι ήθελε σιγανή φωτιά, έκανε ακόμα και οκτώ ώρες να ψηθεί. Το πήγαι­ναν στον φούρνο από το μεσημέρι για να είναι έτοιμο το βρά­δυ. Το έπαιρναν μαζί τους και στην ταβέρνα, επειδή ήταν μεζές για μερακλή­δες. Άλλοι μεζέδες που πήγαιναν στον φούρνο του Στεφάτου για ψήσιμο ήταν οι μοσχαροκε­φαλές και οι ουρές των βοδιών, ψημένες σε διπλές λαδόκολλες. Έψεναν και ζυγούρια σε λαδόκολλες, γεμισμένα με κεφαλοτύρι και πασπαλισμένα με αλατοπίπερο. Οι παλιοί Μεσολογγίτες δεν ενοχλούνταν από τη βαριά μυρω­διά της προβατίνας, οι νεότεροι όμως για να τη σπάσουν γαρνίρουν το ζυγούρι με λίγη τομάτα και πιπεριά.


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Υπέροχο. Μου Θύμισε Παιδικές μου Αναμνήσεις.

Ανώνυμος είπε...

πλ ωραία πράγματα