(1)Πρώτο μέρος
Ιερόθεος ο ουρανοβάμων
Καταγότανε από το νησί της Σύρου. Ήτανε και αυτό γεώργιο της Λογγοβάρδας. Σαν κοσμοπολίτικο κέντρο της μικρής Ελλάδος, έδινε πολλές ευκαιρίες να το επισκέπτονται οι γέροντες. Ευλαβείς οικογένειες, όπως ήτανε του Μαλατέστα, φιλοξενούσαν τους πνευματικούς και άκροάζοντο της διδασκαλίας τους. Ο Κόλλυβας συνεδύαζε πάντοτε την διδασκαλία με το μυστήριο της εξομολογήσεως. Μεταξύ αυτών υπήρχε πολύ καλή μαθήτρια η μητέρα του παπα-Ιερόθεου Παραμάνη. Αυτή η αγία μάνα γέννησε το παιδί αυτό, για να το αφιερώσει στην Ζωοδόχο Πηγή.
Το ανέθρεψε με τα νάματα των αγίων Κολλυβάδων και συνεχώς του έδειχνε την νήσο Πάρο σαν την μελλοντική κατοικία του
-Εκεί θα καταπαύσεις, παιδί μου. Εκεί υπάρχει εύδιος λιμένας, η Λογγοβάρδα. Εκεί οι γέροντες θα σε σπρώξουν -έλεγε για τον ουρανό.
Ο Ιερόθεος, όταν μεγάλωσε, πήγε στρατιώτης στην Καλαμάτα. Ο μητροπολίτης, βλέποντας την ευγένεια της ψυχής του, θέλησε να τον κρατήσει και ο νέος προς στιγμήν κάπως εθέλχθη από την δεσποτική κουβέντα. Αλλά η μάνα επ' ουδενί δεν το δέχθηκε. Τον άρπαξε στην κυριολεξία, τον έφερε στην Πάρο, άνοιξε την πόρτα του Μοναστηρίου, τον πέταξε μέσα, έκλεισε την πόρτα και έφυγε για την Σύρο. Στα τέλη της έγινε και αυτή μοναχή και είχε οσιακό θάνατο, όπως μαρτυρούν οι παρευρεθέντες στην τελευτή της.
Ο πατήρ Ιερόθεος υπήρξε μοναχός μεγάλης ασκήσεως και ακριβείας του μοναχικού βίου. Τα λόγια του ήταν ολίγα και μεστά χάριτος. Εξήσκησε την νοερά προσευχή όσον ολίγοι στην εποχή του.
Γνώριζε πολύ καλά αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας με τον Θεό και μπορούσε να βοηθήσει τον νεοφώτιστο στην μοναχική πολιτεία. Η μεταδοτικότητα του την ώρα της εξομολογήσεως ανέπαυσε πολλές ψυχές. Ήτανε πολύ σοβαρός άνθρωπος και δεν επέτρεπε στον εαυτό του ούτε ν' ακούει ούτε να διηγείται ελαφρότητες. Μιλούσε για τους αγίους, πού εμαρτυρουντο από την Καθολική Εκκλησία.
Κάτι σύγχρονες αγιολογικές κινήσεις τις θεωρούσε παραμύθια και όχι σοβαρά πράγματα για πνευματικούς ανθρώπους, κι έλεγε χαρακτηριστικά
-Και ή μύγα βγάζει ξύγκι, αλλ' είναι άχρηστο.
Στην εξομολόγηση βοηθούσε τα μέγιστα τους νέους μοναχούς. Πίστευε ότι κάποια πράγματα βγαίνουν από μέσα μας μόνον κατόπιν πολλής προσευχής και ασκήσεως. Ο άνθρωπος είναι αδύναμος να ξερριζώσει τα πάθη χωρίς την συνεργεία της θείας Χάριτος. Γι' αυτό και έλεγε στους ανθρώπους, πού δεν αφήνοντο στην Χάρη του Θεού:
-Αυτά πού έχεις δεν βγαίνουν από μέσα σου.
Όποιος ήθελε πραγματικά να τον εκτιμήσει, έπρεπε να εξομολογηθεί στον ίδιο εν πάση ειλικρίνεια.
Ο παπα-Ιερόθεος ανέβαζε το πνευματικό επίπεδο της Μονής Λογγοβάρδας περισσότερο και από τον γέροντα Φιλόθεο. Είχε υπό ευθύνη του την εσωτερική λειτουργία της Μονής. Κρατούσε τους νέους σε πνευματική επαγρύπνηση. Το μάτι του ήτανε ανύστακτο επάνω τους. Καθόλου δεν ήθελε ο νέος μοναχός να παραμένει επί μακρόν στο κελλί του.
-Κοπίασε στα νιάτα σου, πρόσθετε κάθε μέρα κόπους πάνω στους κόπους, για να έχεις άνεση όταν γηράσεις.
Όσο μπορούσε να κουμαντάρει τα εσωτερικά, το Μοναστήρι ανθούσε. Όταν έπεσε, χάθηκε το μεγαλείο της λειτουργίας του. Η πατημασιά του παπα-Ιερόθεου ήτανε ζωντανή παντού και στα πρακτικά πράγματα της Μονής και στα πνευματικά. Ό αρρενωπός του χαρακτήρας έδινε πνοή και ζωή στα πάντα.
Τις συντυχίες με τους κοσμικούς τις απέφευγε. Οι λίγες του κουβέντες ισορροπούσαν τις σχέσεις του Μοναστηρίου με τον κόσμο. Ο αγαπητός του κόσμος ήταν οι μοναχοί και τα Μοναστήρια. Στην λατρεία στεκότανε αγέρωχος σαν καβάκι στους υδρότοπους. Το πρόσωπο του χανόταν μέσα στο κάπνισμα του πολλού λιβανιού πού θύμιαζε παιχνιδίζοντας με το θυμιατό. (Ενώ ο παπα-Δαμιανός ήθελε το θυμιάτισμα άφωνο και άτονο). Η φωνή του δεν ήταν καθόλου μελωδική. Ήταν σαν φωνή υδάτων πολλών, πού αφύπνιζε τον άνθρωπο της καλοπέρασης. Εργαζότανε συνεχώς και αόκνως. Σε μια επίσκεψη μου στο Μοναστήρι, άκουσα την ευχή να βγαίνει μέσα από πίθο. Κοίταξα τον γέροντα να έχει κάψει ένα μεγάλο κρασοβάρελο και να είναι μέσα να το ξύνει.
-Έ, γέροντα Ιερόθεε, ακόμη δουλεύεις;
-Παρακαλώ τον Θεόν να μ' έχει καλά να εργάζομαι, για να μένει χρόνος στους νεωτέρους αδελφούς μου να μελετούν και να προσεύχονται.
Εργάστηκε εκ του αφανούς και για τα δύο -γυναικεία- Μοναστήρια της Πάρου. Εφημέρευε σε όλες τις γιορτές στην Μονή του Δάσους με πολλή προσοχή και υπευθυνότητα. Βοήθησε στο κτίσιμο της Μονής Θαψανών. Παρά την ηλικία του, δούλεψε φτυάρι και μαλά περισσότερο κι από εργάτης. Όταν όμως έβλεπε τα γυναικεία Μοναστήρια να ξεφεύγουν από την παράδοση, τα αποκαλούσε τουριστικές λαύρες. Κάποτε του έδειξαν φωτογραφίες από γυναικείο Μοναστήρι, με την παράσταση του Γολγοθά με πετρίτσες και λουλουδάκια. Και είπεν ο γέρων
-Αυτές οι δύστυχες δεν εγκατέλειψαν ακόμα τον χώρο τους.
Τα δε τραγουδάκια των καλογραιών καθόλου δεν ήθελε να τα ακούει. Υποστήριζε πώς ο μοναχισμός είναι στάση και τάξη πού ταιριάζει στην αρσενική φύση. Ήθελε τον μοναχισμό αρχαίο και παραδοσιακό.
Από την πολλή δουλειά, τα τελευταία χρόνια της ζωής του έτρεμαν τα χέρια του. Αλλά και πάλι κάτι, προσπαθούσε να φτιάξει. Τα γλυκανάλατα δεν τα πήγαινε καθόλου και γι' αυτό και οι φαιδρούληδες τον αποκαλούσαν σκληρό και αδυσώπητο. Άλλα ή σφραγίδα του, παρά τα χρόνια πού πέρασαν από την κοίμηση του, έχει μείνει, ανεξίτηλος στο Μοναστήρι..
Η Λογγοβάρδα είναι τραχύ Μοναστήρι. Δεν παίζει. Δεν βάζει νερό στον οίνο. Τον πίνει, πάντα άκρατο.
Ψάρι στο πέλαγος του Κοινοβίου. Ο γερο Σαμψών
Ένα από τα ωραία θεάματα του αισθητού κόσμου είναι να βλέπεις τα ψάρια μέσα στα πελάγη. Αν μάλιστα έχεις δυνατότητα να δεις τον βυθό της θάλασσας, εκεί θα θαυμάσεις εικόνες παρόμοιες και ανώτερες από της ξηράς. Θα δεις κάμπους κατάφυτους από φύκια και κοράλλια. Και λοφίσκους κατάμεστους διαφόρων φυτών. Και να βόσκουν κοπαδιαστά τα ψάρια. Εκεί ευφραίνεται το μάτι να βλέπει και η ακοή να απολαύει ησυχίας. Τα ψάρια μήτε βήχουν μήτε βελάζουν, και όμως ζουν και αυξάνονται όπως όλη η δημιουργία.
Αυτήν την εικόνα έλα να την μεταφέρουμε στον κόσμο ενός Κοινοβίου. Μόνον από την κίνηση καταλαβαίνεις πώς αυτά τα ψάρια είναι ζωντανά.
Ένα τέτοιο ψάρι υπήρξε ο γερο-Σαμψών (φωτ. πάνω) στην Λογγοβάρδα. Μόνον από την κίνηση καταλάβαινες πώς ζει αυτό το μαριδάκι. Για πολλά χρόνια πίστευα πώς έχει μεν ακοή, αλλά στερείται ομιλίας. «Καλότυχος -έλεγα καθ' εαυτόν-, του έδεσε ό Θεός την γλώσσα, για να μην αμαρτάνει». «Όστις εν λόγω ου πταιει ούτος τέλειος ανήρ». Έπειτα από σαράντα χρόνια τον άκουσα να διαβάζει τις εννέα ωδές «Άσωμεν τω Κυρίω, ένδόξως δεδόξασται ...γαρ ...». (Ήτανε και αυτό παράδοσης από τους αγίους Κολλυβάδες.) Δόξασα τον Θεό, που μου γνώρισε τέτοιους αθλητές. Ευθύς ως έγινε μοναχός έκλεισε το στόμα του και άφησε ελεύθερα τα χέρια και τα πόδια του στην διακονία. Ο οικονόμος της Μονής δεν ολοκλήρωνε τ' όνομά του και βρισκότανε μπροστά του, έτοιμος να εκπληρώσει κάθε προσταγή. Όποιος είχε ανάγκη βοηθείας στο Μοναστήρι το «Σάμψ» φώναζε. Ήταν βέβαιος πώς δεν θα άκουγε ούτε «σε λίγο» ούτε «περίμενε, έχω δουλειά». Πρώτα των άλλων τα διακονήματα και τελευταία το δικό του.
Στην Εκκλησία έφτιαχνε τα Κόλλυβα και υπηρετούσε στο Ιερό. Η παρουσία του ήτανε περισσότερο σκιά, παρά φιγούρα ανθρώπου. Το λεπτό και κυρτωμένο του σώμα με την μικρή γενειάδα έμοιαζε με Ιεράρχη πού σέβιζε στην κόγχη του ιερού Βήματος. Δεν δέχθηκε ποτέ να φορέσει ξένα δόντια. Έκοβε το ξηραμένο ψωμί του Μοναστηρίου με τα ούλα. Κι όταν τον έβλεπες να τρώγει, έμοιαζε περισσότερο με παιδί πού αλλάζει, δόντια, παρά με γέρο φαφούτη. Άπλωνε το χέρι του να πάρει ψωμί από το τραπέζι τόσο συνεσταλμένα, σαν να μη του ανήκε τίποτε από τα παρατιθέμενα. Πάντα υπήρξε ντροπαλός, ξένος.
Είχε και το διακόνημα για τις κοτούλες. Κανείς δεν τον έπαιρνε είδηση πότε τις φρόντιζε, και όμως πάντα ήτανε ποτισμένες και ταϊσμένες.
Όταν επρόκειτο να ταξιδέψει, υπολόγιζε πόσες μέρες θα λείψει από το κελλί του κι έκανε διπλό κανόνα, μη τυχόν και δεν τον βοηθήσουν οι συνθήκες της παραμονής του να εκτελέσει τις επιτασσόμενες προσευχές. Φεύγοντας για τα άνω δώματα, έλεγε:
-Αδελφοί μου, προτιμάτε τον κανόνα από την βρώση και την πόση.
Με αυτά πού γράφω δεν πιστεύω πώς εκφράζω τον πλούτο αυτής της ουράνιας αποθήκης. Αλλά ας με συγχωρέσει ο όσιος. Όπως η ομορφιά του βυθού της θαλάσσης δεν συγκρίνεται, με την επιφάνεια, έτσι και το βάθος της καρδίας του πατέρα Σαμψών μ' αυτά πού βλέπαμε. Άλλωστε υπήρξε πάντα τόσο φευγαλέα μορφή, πού καθόλου δεν άφηνε να τον παρατηρήσεις. Αυτά τα ολίγα πού έκλεψα έγραψα. Πιστεύω στον Παράδεισο να κάνει και λίγο παραστόλι, για να τον απολαμβάνουν και να μην κρύβεται όπως ο Αδάμ στις φυλλωσιές των δένδρων.
Πνευματικό φροντιστήριο
Καθένας πού γνώρισε την Λογγοβάρδα σαν πνευματικό φροντιστήριο μπορεί να ψάλλει με πλατύ στόμα και αγγελιασμένη καρδιά «Εξήνθησεν η έρημος ωσεί κρίνον, Κύριε».
Πως να μην υμνήσω τον μπροστά από τον Φιλόθεο ηγούμενο Ιερόθεο; Τον όποιον, όταν προσκαλούσαν να διαβάσει δαιμονισμένο, φώναζαν οι πειρασμοί «Τί τον θέλετε αυτόν τον κλαψιάρη και τον καλείτε;».-Και ό άγιος Νεκτάριος, πού τον γνώρισε, θαύμασε την ασκητική του βιωτή.
Πως να ξεχάσω τον Νεκτάριο τον γλυκύ, που αντάλλαξε τα μεταξωτά του Παρισιού με τα τρίχινα ενδύματα και χρησιμοποιούσε μαντήλι στην κυριολεξία καραβόπανο; Συνεχώς μου έλεγε:
-Θεολόγος είναι μόνον αυτός πού έχει το αυτί του ακουμπισμένο στο στήθος του Χριστού και ακούει τους κτύπους της καρδιάς Του.
Ακόμη έλεγε
-΄Ιδιον των πολιτισμένων και καλλιεργημένοι ανθρώπων είναι ή ηρεμία. Οι ταραχές και τα ξεσπάσματα των νεύρων είναι ίδιον των αγρίων λαών.
Και, για να εξυψώσει τον πολιτισμό των Ευρωπαίων, έλεγε πώς στην Γαλλία και τα βόδια ήρεμα μουγκρίζουν, ενώ στην Ελλάδα απότομα και τραγικά.
Ν' αφήσω αμνημόνευτο τον Φιλόθεο τον ράπτη, ο οποίος ενεκλείσθη στις φυλακές του Κορυδαλλού από τους Γερμανούς και υπέστη τα πάνδεινα για την εθνική του δράση, χωρίς να προδώσει την πατρίδα;
Συνόδευε τον παπά-Δαμιανό σε όλα τα ξωκλήσια να ψάλει με την χαρακτηριστική φωνή του κλαυθμυρίζοντος μωρού. Και αυτό το έκανε και τον χειμώνα και το καλοκαίρι ήρεμα και σεβαστικά.
Οι μεταβάσεις γινότανε με υποζύγια. Ξεκινούσαν τα βαθειά χαράματα, για να βρεθούν στην ώρα τους στην Εκκλησιά που θα λειτουργούσαν.
Ν' αφήσω στην λήθη τον Χαρίτωνα, τον παλαιό και τον νέο, τους πολύ κοπιάζοντας; Ή τον Ιάκωβο τον Άγγλο, πού αντάλλαξε κάθε διδακτική έδρα με την σκληρή αγροτική ζωή; Ακόμη μου έρχονται στην ενθύμηση ό Λεόντιος ό διδάχος και ό Φιλάρετος ό ζωγράφος Χαρίτων και καλλικέλαδος ψαλτής.
Ακόμα διατηρώ στην μνήμη μου τον απέριττο Κοσμά τον Λευκιανό με τον αδελφό του Ίωάσαφ τον απλούν, της ξενιτειάς το καύχημα. Ο μικρότερος αδελφός, ο Κοσμάς, παρακαλούσε τους πατέρες να τους αφήσουν να μαζέψουν όλο τον ελαιόκαρπο, όσος κι αν ήταν αυτός, γύρω από το Μοναστήρι και να μην ανέβουν την βουνοκορφή και βρεθούν στα πίσω λιοστάσια και δουν τα βουνά της πατρίδας τους και χάσουν την ξενιτειά.
Ν' αφήσω και τον Λάζαρο τον πάνυ αστείο, ό οποίος το διάστημα των δύο ωρών το έκαμε σε μία, πεζοπόρων για την εξυπηρέτηση της Μονής στην έκτακτο αλληλογραφία; Και το μικρό Φιλοθεάκι, ο μάγκιπας, είχε την αγωνιστικότητα του. Πόσα θα μπορούσα να πω για τον Βαρλαάμ τον παραηγουμενιάρη, πού συνεχώς μου έλεγε: «Ο Γέροντας ξεκουράζεται». Έφτιαχνε αλοιφές με βότανα, θειάφι και κερί και βοήθησε πολύ κόσμο τα χρόνια της κατοχής στην μεγάλη έλλειψη φαρμάκων. Θα έχω κρίμα, αν δεν μνημονεύσω και τον γέροντα Μιχαήλ, πού Βαρλαάμ ή παρουσία του με γέμιζε. Και τον γέροντα Αντώνιο από την Πούντα της Πάρου, ό όποιος συνεχώς φύτευε δένδρα, για να βρούνε οι αδελφοί παρηγοριά μετά τον θάνατο του.
Δεν πρέπει, να αφήσω αμνημόνευτο και τον γέροντα του κήπου, πού ποτέ δεν έμαθα τ' όνομα του. Δεν είχαν την συνήθεια αυτή οι γέροντες, να αυτοσυστήνονται. Μου ήταν όλοι γνώριμοι και χωρίς να έχουμε ιδωθεί ποτέ. Αυτός κατάκοπος γέρων στις αγρυπνίες καθότανε ένα στασίδι, πίσω από μένα. Κάθε τόσο σηκωνόταν όρθιος και, σηκώνοντας τα χέρια του, έλεγε το ψαλμικό" «Δόξα τω Θεώ, δόξα τω Θεώ, πάντα εν σοφία εποίησας, Κύριε. Κοιμάσαι δέκα λεπτά και ξυπνάς φρέσκος-φρέσκος και παρακολουθείς την ακολουθία σαν να την ακούς για πρώτη φορά». Βέβαια τα δέκα λεπτά του παππού ήτανε μία ώρα. Εγώ γέλαγα για του παππού την απλότητα.
-Γέλα -μου έλεγε-, παιδί μου, προτού σε φορτώσουν τα βάσανα της ζωής και χάσεις την χαρά.
Όλες αυτές οι αφοσιωμένες ψυχές στην αγάπη και τη διακονία του Κυρίου μας αποτελούν μία πανέμορφη δέσμη ευωδιαστή κρίνων της ερήμου. Μακάρι ό Θεός ποτέ να μη μας στερήσει την ευωδιά τους. Τις γνώρισα άλλες πολύ και άλλες ολίγον, πλην ενός για τον όποιον ήκουσα. Είδα την βία πού κατέβαλλαν, και δείλιασα, αλλά και την αγάπη, την προθυμία και την θέρμη της καρδιάς τους, και ενθαρρύνθηκα στον τρόπο αυτής της ζωής. 'Οσφράνθηκα την ευωδιά των λουλουδιών τους. Γεύθηκα τους καρπούς τους και πάντα νοσταλγώ να στοιχηθώ στους αγίους ώμους τους. Αν τους ξεχάσω, φοβάμαι τις αρές του ψαλμού, πού συνέθεσαν οι Εβραίοι στην Βαβυλώνα.
Πατέρες άγιοι, εγώ σας θυμάμαι και σας μνημονευθώ. Θυμηθείτε κι έμενα στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, των απογεγραμμένων στο βιβλίο της ζωής.
Πάντοτε στον μοναχισμό θα βρίσκει κρυστάλλινο ποτήρι ή Εκκλησία, χωρίς άλατα και δαχτυλιές, να πίνει-ανεπιφύλακτα νερό.
Συνεχίζεται
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου