Γεννημένος το 1916 στη Θεσσαλονίκη (κατοικούσε στο ίδιο σπίτι, πίσω από την Αγία Σοφία, σχεδόν από τη γέννησή του), ο Τάκης Βαρβιτσιώτης σπούδασε νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διορίστηκε ως δικηγόρος το 1940. Έκτοτε παρέμεινε αφοσιωμένος στην ποίηση. Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στα γράμματα εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1936, στο περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες», και πιο δυναμικά μία δεκαετία αργότερα, όταν εκδόθηκε το περιοδικό «Κοχλίας».
Δημοσίευσε 22 ποιητικές συλλογές. Το έργο του μεταφράσθηκε σε πολλές ξένες γλώσσες και ο ίδιος μετέφρασε Γάλλους, Ισπανούς και λατινοαμερικανούς ποιητές. Ήταν μέλος της Παγκόσμιας Οργάνωσης των Ποιητών και επισκέφθηκε, ως επίσημος καλεσμένος, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Ρουμανία και την Ισπανία. Είχε λάβει μέρος σε πολλά φεστιβάλ Ποίησης, ενώ παρευρέθηκε και ως εκπρόσωπος τής Ελλάδας σε παγκόσμια συνέδρια και σε διεθνείς συναντήσεις συγγραφέων. Τιμήθηκε με το Βραβείο της Ομάδας των Δώδεκα, το Α΄Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Ουράνη, το Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Φερνάντο Ριέλο, τον τίτλο του Ιππότη του Γαλλικού Τάγματος των Γραμμάτων και των Τεχνών και το ευρωπαϊκό Βραβείο Χέρντερ. Το 1995 εκλέχθηκε μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Μιχαήλ Εμινέσκου, που εδρεύει στην Ρουμανία, και του απονεμήθηκε το Χρυσό Μετάλλιο Τιμής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Συγκέντρωσε, στα 70 και πλέον χρόνια της ενασχόλησής του με την ποίηση, τις περισσότερες ίσως διακρίσεις, που έχουν δοθεί σε Έλληνα ποιητή. Ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης (ο οποίος, παρά τις πολλαπλές του διακρίσεις, δεν κατάφερε να βραβευθεί με τον Νομπέλ ποίησης, παρότι υπήρξε τρεις φορές υποψήφιος) τον είχε χαρακτηρίσει «βαθύ γνώστη της λυρικής τέχνης».
Από το 1999 υπήρξε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
ΚΟΥΡΣΑΡΟΣ
Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
κι άμα δεν ήμουνα, θε να γινώ.
Αν την αυγή δεν έκλεψα των θαλασσών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.
Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
επάνω σ’ ένα αντιτορπιλικό,
μ’ έξι γεροδεμένους ναύτες
βάρδια ν’ αλλάζουνε, τρεις-τρεις.
Αν την αυγή δεν έκλεψα των ουρανών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.
ΑΠΟ ΤΟ GUMIEL DE HIZAN
ΣΤΟ GUMIEL DEL MERCADO
Κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, αγάπη μου,
κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, όχι.
Μα στα ριζά της λεύκας, ναι,
της κάτασπρης και πράσινης λεύκας.
Κάτασπρο φύλλο εσύ,
πράσινο φύλλο εγώ.
ΝΤΕΛΑΛΗΜΑ
Σύννεφα εγώ πουλώ χρωματιστά:
σύννεφα στρόγγυλα και πορφυρά
για ν’ απαλύνουνε τη ζέστα!
Νέφη πουλώ μενεξεδιά
και ρόδινα, τις χαραυγές πουλώ
και τα χρυσά τα δειλινά!
Τον κίτρινο αυγερινό
που μάζεψα απ’ το πράσινο κλωνάρι
ροδακινιάς ουράνιας, πουλώ!
Πουλώ το χιόνι και τη φλόγα μου
κι ακόμα το τραγούδι μου πουλώ!
[Το παρακάτω ποίημα το παραθέτουμε α) στη μετάφραση Βαρβιτσιώτη, β) στο ισπανικό πρωτότυπο και γ) σ' ένα βίντεο ως άσμα, το οποίο νωρίτερα διαβάζει ο ίδιος ο Rafael Alberti:]
ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Χώματα, χώματα, χώματα της Ισπανίας,
μεγάλες, μοναχικές, ερημικές πεδιάδες.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
στον ήλιο και στη σελήνη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα!
Σα μια καρδιά ηχεί, αντηχεί, αντηχεί
η γη της Ισπανίας στις οπλές.
Κάλπαζε, καβαλάρη του λαού,
άλογο λευκοπόδαρο,
άλογο αφρισμένο.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Κανένας, κανένας, κανένας, γιατί κατάντικρυ δεν υπάρχει κανένας
γιατί ο θάνατος δεν είναι κανένας αν πορεύεται πάνω στο υποζύγιό σου.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
γιατί δική σου είναι η γη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
κι άμα δεν ήμουνα, θε να γινώ.
Αν την αυγή δεν έκλεψα των θαλασσών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.
Της θάλασσας και τ’ ουρανού κουρσάρος,
επάνω σ’ ένα αντιτορπιλικό,
μ’ έξι γεροδεμένους ναύτες
βάρδια ν’ αλλάζουνε, τρεις-τρεις.
Αν την αυγή δεν έκλεψα των ουρανών,
αν δεν την έκλεψα,
θε να την κλέψω.
ΑΠΟ ΤΟ GUMIEL DE HIZAN
ΣΤΟ GUMIEL DEL MERCADO
Κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, αγάπη μου,
κάτω απ’ τη μαύρη λεύκα, όχι.
Μα στα ριζά της λεύκας, ναι,
της κάτασπρης και πράσινης λεύκας.
Κάτασπρο φύλλο εσύ,
πράσινο φύλλο εγώ.
ΝΤΕΛΑΛΗΜΑ
Σύννεφα εγώ πουλώ χρωματιστά:
σύννεφα στρόγγυλα και πορφυρά
για ν’ απαλύνουνε τη ζέστα!
Νέφη πουλώ μενεξεδιά
και ρόδινα, τις χαραυγές πουλώ
και τα χρυσά τα δειλινά!
Τον κίτρινο αυγερινό
που μάζεψα απ’ το πράσινο κλωνάρι
ροδακινιάς ουράνιας, πουλώ!
Πουλώ το χιόνι και τη φλόγα μου
κι ακόμα το τραγούδι μου πουλώ!
[Το παρακάτω ποίημα το παραθέτουμε α) στη μετάφραση Βαρβιτσιώτη, β) στο ισπανικό πρωτότυπο και γ) σ' ένα βίντεο ως άσμα, το οποίο νωρίτερα διαβάζει ο ίδιος ο Rafael Alberti:]
ΚΑΛΠΑΣΜΟΣ
Χώματα, χώματα, χώματα της Ισπανίας,
μεγάλες, μοναχικές, ερημικές πεδιάδες.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
στον ήλιο και στη σελήνη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα!
Σα μια καρδιά ηχεί, αντηχεί, αντηχεί
η γη της Ισπανίας στις οπλές.
Κάλπαζε, καβαλάρη του λαού,
άλογο λευκοπόδαρο,
άλογο αφρισμένο.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Κανένας, κανένας, κανένας, γιατί κατάντικρυ δεν υπάρχει κανένας
γιατί ο θάνατος δεν είναι κανένας αν πορεύεται πάνω στο υποζύγιό σου.
Κάλπαζε, άλογο λευκοπόδαρο,
καβαλάρη του λαού,
γιατί δική σου είναι η γη.
Κάλπαζε,
κάλπαζε,
ώσπου να τους θάψουμε στη θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου