Τα χέρια της γιαγιάς είχαν πια φουσκώσει από την πάλη με τη νοικοκυράδα της.
Να αναστήσει έξη παιδιά. Τρία εγγόνια αργότερα.
Κάθε που ήταν να παίξουμε το «δαχτυλίδι», άνοιγε το μαγικό κουτάκι της και το έδινε στην συνονόματη της Νότα.
-Εχε το νου σου μη χαθεί σ’ έφαγα μαύρη μου!
Τα καλοκαιριάτικα βράδια, την ώρα που οι μανάδες κουσκουσεύαν στις εξώπορτες φτύνοντας τους πασατέμπους στο πεζοδρόμιο, τότε που άρχιζε η ησυχία και τα βροντερά παιχνίδια έπρεπε να σωπάσουν, άρχιζε το δαχτυλίδι να περνά από τις παιδιακίσιες χούφτες μας.
Τρία τσιμεντένια σκαλάκια και τα ιδρωμένα κοριτσίστικα κορμιά έπαιρναν θέση καθισμένα με τις χούφτες κλεισμένες μπροστά, έτοιμες να δεχτούν το πολύτιμο δώρο.
Η «μάνα» το κορίτσι που άρχιζε, κρατώντας το δαχτυλίδι και περνώντας το από τις παλάμες τραγουδούσε…
Που 'ν' το που 'ν' το το δαχτυλίδι,
ψάξε ψάξε δε θα το βρεις.
Δε θα το βρεις δε θα το βρεις
το δαχτυλίδι που ζητείς.
Η τυχερή που το έβρισκε γινόταν «μάνα».
Μέσα από αυτό το άγγιγμα σταματούσαν οι καυγάδες.. ερχόταν ο συμβιβασμός του τσακωμού.. χέρια που ένωναν.. στα χρόνια της αθωότητας…
Γιαγιά Αντιγόνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου