Ο Γκαουντί; Δεν του αρέσει καθόλου. Ο Νταλί; Λειψή ζωγραφική έκανε. Ο Θεοδωράκης; Προβάλλει πάντα τον εαυτό του. Μια συζήτηση με τον ζωγράφο και ακαδημαϊκό Παναγιώτη Τέτση είναι κατ’ αρχάς μια ανατροπή. Μια διαφορετική οπτική για τα πράγματα, τις σταθερές και την παρούσα αστάθεια.
Παιδί της Υδρας, ο Παναγιώτης Τέτσης γεννήθηκε το 1925 και μεγάλωσε μπροστά στα αιγαιοπελαγίτικα κύματα. Ο πατέρας του είχε εκεί ένα καφενείο, που μετά το μετέτρεψε σε εστιατόριο. Στα 12 χρόνια του η οικογένεια μετοίκησε στον Πειραιά, αφού στο νησί υπήρχε μόνο μία τάξη του γυμνασίου και αυτή στη Σχολή Εμπορικής Ναυτιλίας. Αγάπησε το νησί, αγάπησε έπειτα και ένα άλλο νησί, τη Σίφνο, αγάπησε τη γη, τα χρώματα, τα δέντρα, τη θάλασσα. Μα, πάνω από όλα, αγάπησε τη ζωγραφική. Και με τον χρωστήρα του, όλα αυτά τα ωραία, τα ζωντανεύει, χρόνια τώρα, σε επιφάνειες τελάρων που μετράνε χιλιόμετρα, για να ομορφύνει τη ζωή του και τη δική μας. «Με αποκαλούν τοπιογράφο, υπαιθριστή», λέει, «αλλά έχω κάνει και ανθρώπους, μεγάλες φιγούρες». Ακαδημαϊκός εδώ και χρόνια, έχει παρουσιάσει περισσότερες από 40 ατομικές εκθέσεις και έχει τιμηθεί και με το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του Φοίνικος, που έλαβε από τα χέρια του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου. Κομψός και λυγερός πάντα, με καθαρό διερευνητικό βλέμμα, είναι συγχρόνως και ένας από τους πιο εκφραστικούς και διαχυτικούς ανθρώπους. Δεν κάθεται σε πολυθρόνες αλλά σε καρέκλα, για να μπορεί να κινείται ελεύθερα, για να χειρονομεί όταν ανεβάζει τον τόνο της φωνής του, όταν γελά, όταν επιμένει στην άποψή του, όταν προσπαθεί να διακρίνει αν ο φιλοξενούμενός του είναι ευχαριστημένος. Πληθωρικός ακόμη και στα καλωσορίσματά του, με το που ανοίγει η πόρτα, το διαπιστώνεις από το ατελιέ ακούγεται η δυνατή φωνή του: «Ελάτε! Ελάτε και σας περιμένει το γλυκό! Κουμκουάτ και μανταρινάκι από τη γλάστρα μου!». Ο ακατάστατος χώρος του, όμως, μυρίζει περισσότερο τριαντάφυλλα και γαζίες, που γεμίζουν τα βάζα του.
Καλώς σας βρήκα λοιπόν! Ασχολείστε και με τα φυτά;
«Δεν ασχολούμαι ιδιαίτερα, αλλά μου αρέσουν τα δεντράκια, τα λουλούδια. Τα κουμκουάτ που τα κάνουμε γλυκό του κουταλιού. Οι ελίτσες μου, που περιμένω να μαυρίσουν για να τις φτιάξω. Τα έχω στο μπαλκόνι μου αυτά. Eχω και στο σπίτι στη Σίφνο, αλλά το χώμα εκεί είναι φτωχό και ο άνεμος δεν τα αφήνει. Προκόβουν όμως οι αμυγδαλιές στα νησιά, αν προλάβεις και δεν φάνε τους καρπούς οι κάργιες και οι αρουραίοι. Η βερικοκιά μου κοντεύει τα 30 χρόνια της. Κάποτε θα αποθάνει».
Και η Αθήνα, μια πόλη που την πνίγει το τσιμέντο. Πώς την καταντήσαμε έτσι; Τι φταίει;
«Φταίνε τα οικονομικά συμφέροντα που έγινε η Αθήνα χάλια, τα εργοστάσια που χτίστηκαν γύρω από τις πόλεις, έπρεπε να στεγαστούν πολλοί άνθρωποι, η αστυφιλία... Υπήρχαν όμως και μοντέρνα κτίρια εκείνης της εποχής, πολύ ωραία. Oπως το Ρεξ, που χτίστηκε το ’38. Ωραίο και λειτουργικό, με δύο μεγάλα ασανσέρ, να χωράει ο κόσμος. Το κτίριο του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων. Επίσης, από τα σύγχρονα, το Χίλτον, παρά την παραμόρφωση που του έκαναν τελευταία. Οι αρχιτέκτονες που τώρα τούς θεωρούν συντηρητικούς έχουν κάνει ωραία κτίρια. Ωραίο σήμερα είναι και το Μουσείο Μπενάκη, στην οδό Πειραιώς. Ομως ο καθένας στην Αθήνα κάνει και λέει ό,τι θέλει! Βγήκε ο Γιάννης Πολύζος, ο πρόεδρος του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας και είπε “θα κάνουμε πεζόδρομο την Πανεπιστημίου”. Και από πού θα κατεβαίνουν τα αυτοκίνητα; Eχουμε τους δρόμους; Μα είναι στα καλά τους και τα λένε αυτά; Μιλάνε μόνο για να μιλάνε, για να κάνουν εφέ, να προβάλουν τον εαυτό τους».
Τα κτίρια στα οποία κυριαρχεί το γυαλί πώς σας φαίνονται;
«Εκείνα τα μαύρα; Επί της Κηφισίας, σε ένα κτίριο, ένας σπόνδυλος κολόνας αιωρείται από ένα σίδερο και μοιάζει με τραυματία της Αλβανίας που του έκοψαν τα πόδια. Και όλα αυτά στο όνομα του μοντέρνου».
Ο Γκαουντί σάς αρέσει;
«Καθόλου! Στη Σαγράδα Φαμίλια, δεν έκανα τον κόπο να κατεβώ από το λεωφορείο».
Σας ενοχλεί και το μοντέρνο στη ζωγραφική;
«Τι να σας πω, ότι μου αρέσει ο Ρόθκο, που είναι κάτι το απλό; Που δεν είναι μονόχρωμο αυτό που βλέπουμε, αλλά έχει έναν παλμό και ευαισθησία; Ή ο Βαζαρέλι, που το ένα χρώμα του επηρεάζει το άλλο και μοιάζει σαν να αλλάζει και το μέγεθός του;».
Επομένως, δεν είστε εναντίον κάθε μοντερνισμού;
«Oχι βέβαια! Αλλά να δεχτώ τα δύο φερετράκια που εκτέθηκαν στα θλιβερά Σφαγεία της Yδρας, με τους πεθαμένους; Δεν πήγα ούτε να τα δω. Oλα αυτά είναι ενθάρρυνση του συλλέκτη Δάκη Ιωάννου, ο οποίος προφανώς, εκτός από τα πλούτη του, θέλει να είναι ο άνθρωπος από τον οποίο εξαρτώνται κάποιοι καλλιτέχνες? και τους προβάλλει. Πέρυσι – πάλι δεν πήγα – παρουσίασαν έναν βαλσαμωμένο καρχαρία σε ένα κλουβί. Το έβγαλαν από τη θάλασσα και έκαψαν τον καρχαρία και βρωμοκόπησε όλο το νησί. Δεν είμαι υπέρ αυτών, γιατί δεν καταλαβαίνω πού οδηγούν. Η τέχνη του 20ού αιώνα, σε πολλές εκφάνσεις της, είναι μια άρνηση, μια αντίδραση στο κατεστημένο του πλούτου και, κυρίως, του πνεύματος? όπως ο σουρεαλισμός ή το κίνημα του ντανταϊσμού. Αυτά που γίνονται σήμερα, όμως, είναι μια επανάληψη. Προηγήθηκε, 90 χρόνια πριν, ο Ντυσάν με το ουρητήριό του. Αλλά θέλουμε πάντα να βρίσκουμε κάτι για να προκαλούμε».
Ο Κώστας Τσόκλης, όταν έσπαζε τα καρπούζια στην Αγορά, έκανε μια προκλητική κίνηση;
«Βεβαίως! Ολος ο Τσόκλης είναι πρόκληση. Αλλά τουλάχιστον είναι κομψή πρόκληση. Και τον εκτιμώ πάρα πολύ, επειδή πέρα από τα προκλητικά του στοιχεία, έχει ποιότητα. Οταν κάνει ζωγραφική, ακόμη και τις εγκαταστάσεις με τις παλιόβαρκες, πίσω βλέπεις πραγματική ζωγραφική».
Οι κοινωνικές συνθήκες ορίζουν πράγματα στην τέχνη;
«Δεν ορίζουν. Εχουν απήχηση. Και άλλος δέχεται το μήνυμα και δείχνει την κακομοιριά και την αδικία όταν αυτή υπάρχει, και άλλος θέλει να αντιδράσει. Και λέει: “Γιατί να μη δείξω ένα άλλο πρόσωπο, που να μην είναι κακό;”. Γι’ αυτό και εγώ μόνο ζωγραφίζω».
Δεν πιστεύετε στη στρατευμένη τέχνη;
«Στην πολιτικά στρατευμένη ή στην στρατευμένη σε μια άποψη; Εχει διαφορά… Η πολιτικά στρατευμένη είναι να συμβαδίζεις με τα κοινωνικά αιτήματα. Oσοι όμως είναι στρατευμένοι στην τέχνη του μοντέρνου δεν δέχονται τίποτε άλλο. Και υπάρχουν εξαίρετοι καλλιτέχνες, που έχουν τον ηρωισμό να ζωγραφίζουν. Ας πούμε εγώ, που δεν είμαι στρατευμένος, ανοίγω τα μάτια μου και τα κοιτώ όλα, και άλλα μου αρέσουν και άλλα όχι. Εκείνοι δεν γυρίζουν να σε κοιτάξουν. Σε αγνοούν. Ξέρετε πόσοι ώριμοι ζωγράφοι έχουν κάνει αηδίες, επειδή ήθελαν να εκμοντερνιστούν; Είναι το μικρόβιο μην τυχόν και μας πουν ότι μείναμε πίσω».
Οι μεγάλες στιγμές της Ιστορίας που έχετε ζήσει, όπως ήταν ο πόλεμος ή η δικτατορία, επηρέασαν την τέχνη σας;
«Υποσυνείδητα, δεν ξέρω τι πέρασε. Κάποιος ιστορικός τέχνης θα μπορούσε στο μέλλον να πει ότι την εποχή της δικτατορίας έκανα τα ασπρόμαυρά μου? τα μελάνια. Δεν το έκανα επίτηδες, αλλά μου άρεσε τότε να ζωγραφίζω με μελάνι μαύρο. Μην το λαμβάνετε υπόψη σας. Δεν θέλω να κάνω τον ήρωα, δεν είμαι, είμαι εκεί που αντέχω να κάνω ζωγραφική».
Αυτό δείχνει άνθρωπο πιο ελεύθερο;
«Μα είμαι ελεύθερος! Και δεν με νοιάζει αν δεν κληθώ – που δεν έχω κληθεί – σε καμία από τις μεγάλες εκθέσεις. Δεν με ενδιαφέρει, ούτε έχω παράπονο. Στα “Ευρωπάλια” είχαν κληθεί πάνω από 80 καλλιτέχνες και δεν ήμουν ούτε ανάμεσα στους 80! Καθόλου δεν με ένοιαξε. Μπορώ να πω ότι ήταν περγαμηνή για μένα».
Αποχή από το μοντέρνο. Με την τεχνολογία πώς τα πάτε;
«Σαν να μου μιλάτε κινέζικα. Εγώ τέτοια πράγματα; Μόνο κινητό έχω, και αυτό για ώρα ανάγκης. Ούτε γραφομηχανή δεν ξέρω. Δεν βλέπετε τα απλωμένα χειρόγραφά μου στο τραπέζι;».
Ησασταν καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών για 16 χρόνια. Τι μήνυμα κυρίως σας ένοιαζε να περάσετε στα παιδιά;
«Να πιστέψουν στη ζωγραφική, χωρίς να τους επιβάλω την άποψή μου. Πολλοί μαθητές μου είναι στις επάλξεις της μοντέρνας τέχνης».
Δεν τους μεταφέρατε κάτι που μάθατε από τον Παρθένη;
«Τίποτε δεν έμαθα! Ο Παρθένης εμφανίστηκε το πολύ δέκα φορές στη Σχολή. Ηταν φιλάσθενος, ευγενέστατος, Ευρωπαίος. Χαιρετούσε με χειραψία όλους τους σπουδαστές, όπως κάνουν στη Γαλλία, αλλά δεν μας μιλούσε ποτέ και παραιτήθηκε γρήγορα, επειδή δεν αισθανόταν καλά μεταξύ των άλλων. Συνοδευόταν πάντα από τη γυναίκα του Ιουλία, που δεν τον άφηνε στιγμή μόνο του? ούτε να έρθει στη σχολή! Αυτή έβγαζε ακόμη και τα εισιτήρια στο τραμ. Ο Παρθένης, όταν κοίταζε έργο σου, έπρεπε να καταλάβεις τι θέλει από το βλέμμα του. Αλλά έτσι δεν μάθαινες ζωγραφική. Ισως είχε και μια σοφία αυτό…».
Γιατί γίνατε δάσκαλος δίνοντας τόσες δημιουργικές ώρες; Δεν ήταν σπατάλη;
«Για μένα ήταν η πιο γόνιμη εποχή. Η συνάφεια με τα παιδιά… Τους έδινα και μου έδιναν… Ηταν πάρα πολύ ωραίο. Η αμφιβολία σας – καταλαβαίνω – έχει να κάνει με καλλιτέχνες, οι οποίοι μετά δεν έκαναν τίποτε άλλο. Αλλά, να, ο Μόραλης, ο Μαυροΐδης ήταν και αυτοί δάσκαλοι. Αλλωστε εγώ και πριν δίδασκα στη Σχολή Βακαλό γύρω στα 20 χρόνια».
Λέτε ότι είστε άνθρωπος χωρίς παρελθόν. Γιατί;
«Μα, δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ μέσα; Δεν είμαι οργανωμένος. Πράγματα δικά μου, ούτε ξέρω πού είναι. Εργα μου, δεν ξέρω ποιος τα έχει αγοράσει. Εχω χαρίσει στην Πινακοθήκη 80 λάδια και ακουαρέλες και άλλα στο Μουσείο Γουλανδρή στην Ανδρο, και στο Μπενάκη ακουαρέλες, και στην Εθνολογική Ιστορική Εταιρεία, όλο χαρίζω… Ευτυχώς που το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης κάνει αρχείο για όλους μας και έχει αναλάβει και εμένα. Τα παραχώρησα και έχω πια απαλλαχθεί. Μετά, τα κείμενα. Κείμενα που έχω γράψει για το περιοδικό “Λέξη” ή για την “Ευθύνη” ή άρθρα στον Τύπο. Ολο γράφω…».
Αρα, είστε άνθρωπος με βεβαρημένο παρελθόν…
«Οπως θέλετε πείτε το».
Είχατε ιδρύσει και τον «Αρμό» μαζί με τους Τσαρούχη, Εγγονόπουλο, Γκίκα, Νικολάου. Ποια ήταν τα κοινά δεδομένα σας, αφού κάνατε διαφορετική ζωγραφική;
«Δεν ήταν τα πράγματα συγκεκριμένα και με όρια, όπως τώρα. Κάναμε αυτό που θέλαμε. Ημασταν μια ομάδα με βλέψεις προς τη σύγχρονη τέχνη. Και τι νομίζετε; Οτι τον Τσαρούχη τον θεωρούσαν σοβαρό ζωγράφο; Ή τον Εγγονόπουλο; Καθόλου! Για την εποχή ήταν μεγάλη τομή. Μετά έγινε η άλλη ομάδα, η “Στάθμη”, με τον Βασιλείου, τον Αστεριάδη και άλλους, και μετά το “Ατελιέ”, με μαθητές του Παρθένη».
Μα, μπορούσατε να ζήσετε από τη ζωγραφική τότε;
«Α!.. μη με βάζετε να σας λέω τι έχω κάνει… Προσέξτε: Κατοχή, πόλεμος, πείνα. Ερχεται η απελευθέρωση, στην Αττική τα αγγλικά στρατεύματα και σε ένα γραφείο που είχαν οι Αγγλοι, είδα ότι ζητούσαν ελαιοχρωματιστή και επιγραφοποιό για το Κολλέγιο Θηλέων, το οποίο είχαν μετατρέψει σε νοσοκομείο. Πήγα, μου έδωσαν ένα μπουγιέλο και ένας επιγραφοποιός Αιγυπτιώτης μου έμαθε να γράφω ωραία. Και τις αφίσες για τις εκθέσεις μου τις έχω κάνει με το χέρι. Ο,τι εισπράξεις είναι καλό. Τελείωσε αυτό, έπρεπε να βγάλω τον επιούσιο, ο πατέρας είχε πεθάνει, ζωγράφιζα τσολιαδάκια και βλαχοπούλες σε μεταξωτά μαντίλια που αγόραζαν οι άγγλοι στρατιώτες. Μετά, ζωγράφιζα έπιπλα στου Σαρίδη. Μέχρι που πήρα την υποτροφία του ΙΚΥ και έφυγα για το Παρίσι».
Το 1993 γίνατε και ακαδημαϊκός. Τι κάνετε, αλήθεια, εκεί;
«Η Ακαδημία κάνει πολλά πράγματα. Εχει κέντρα μελετών φιλοσοφίας, ιστορίας, μαθηματικών, αστρονομίας και άλλα. Εγώ ήθελα να κάνω ένα κέντρο αισθητικής αγωγής, αλλά έχει πολλή δουλειά, πρέπει να αρχίσεις από γραφείο, ώσπου να γίνει κέντρο περνάνε χρόνια, ζήτησα βοήθεια και χρειαζόταν προσωπικό και έξοδα… Αν είσαι, βέβαια, ικανός και επιμένεις… Ο χειρουργός Γρηγόρης Σκαλκέας, με την ικανότητά του, έχει κάνει ένα ιατροβιολογικό κέντρο με 150 επιστήμονες, εξαιρετικό. Για να μη λέει ο κόσμος ότι η Ακαδημία δεν κάνει τίποτε».
Εχετε πει ότι κάτι που δεν είναι ορατό δεν σας ενδιαφέρει. Είστε ζωγράφος του βλέμματος. Δηλαδή δεν έχετε ζωγραφίσει ποτέ ένα όνειρό σας;
«Δεν θα μου άρεσε, γιατί τότε θα έκανα ζωγραφική υπερρεαλιστική. Εγώ θέλω να πατάω στη γη, να βλέπω τον ουρανό, ιδίως τη θάλασσα, τα λουλούδια, το βουνό. Αυτοί που ζωγράφιζαν όνειρα μπορεί να έχουν θαυμάσια σύλληψη, αλλά κάνουν κακή ζωγραφική. Ο Νταλί είναι κακός ζωγράφος. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Αν ξεχάσεις το ονειρικό στοιχείο και δεις τη ζωγραφική του, θα διαπιστώσεις ότι είναι λειψή. Ο Νταλί έγινε διάσημος από τον “Εσταυρωμένο” του, που είναι και το καλύτερό του».
Εχετε ζωγραφίσει και σφάγια. Ο Μπέικον λέει ότι «για έναν ζωγράφο εκεί βρίσκεται η μεγάλη ομορφιά που έχει το χρώμα του κρέατος». Ετσι είναι;
«Μα ο Μπέικον αυτά που κάνει σαν σφαχτά είναι. Και ένα σφαχτό είναι πιο ωραίο από τα έργα του. Του Σουτίν τα σφαχτά είναι πολύ ωραία».
Είστε ευχαριστημένος από την ανταπόκριση του φιλότεχνου κοινού απέναντι στο έργο σας;
«Ο θαυμασμός μερικές φορές είναι υπερβολικός και δεν μου αρέσει η υπερβολή. Και γι’ αυτό προτάσσω τους φίλους μου. Τον λόγο τους, την κριτική τους. Αν κάτι που κάνεις δεν είναι ωραίο, σου το λένε. Εχω καλούς φίλους και νεότερους ζωγράφους, που είναι παλιοί μαθητές μου, και πηγαίνουμε να πιούμε και ένα κρασί».
Πώς βλέπετε την πολιτική που ασκεί το υπουργείο Πολιτισμού;
«Κάποτε δεν υπήρχε ούτε υπουργείο. Υπήρχαν διευθύνσεις γραμμάτων και τεχνών, θεάτρου κτλ., στο υπουργείο Παιδείας. Επί Γεωργίου Παπαδόπουλου ιδρύθηκε το υπουργείο Πολιτισμού, όπως και καθιερώθηκαν οι τιμητικές συντάξεις. Οι δικτάτορες πιάνουν ορισμένους σφυγμούς, για να γίνουν αγαπητοί. Είχαν καθιερώσει και βραβεία για ώριμους καλλιτέχνες. Αλλοι τα δέχτηκαν και άλλοι όχι, γιατί αρνήθηκαν να τα πάρουν από τον δικτάτορα. Δεν είμαι ακροδεξιός, ούτε δεξιός, μου αρέσει όμως να είμαι αμερόληπτος και αντικειμενικός».
Προσφέρει σήμερα το υπουργείο στον δικό σας χώρο;
«Κατά κάποιον τρόπο, προωθεί την προβολή των εκθέσεων στο εξωτερικό. Γίνονται υπό την αιγίδα του. Για τη σύγχρονη τέχνη, όμως, δεν κάνει σχεδόν τίποτα. Ενα παράδειγμα: η Εθνική Πινακοθήκη έχει στο ενεργητικό της μοναδικές εκθέσεις με παγκόσμιο ενδιαφέρον, όπως η Ρωσική Πρωτοπορία, έκθεση καλύτερη και από εκείνη που οργάνωσε το Γκουνκεχάιμ. Ή την έκθεση “Το φως του Απόλλωνα” κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Επρεπε τότε να είχε προβληθεί ιδιαίτερα το έργο της στον Τύπο του εξωτερικού, για να έχει απήχηση. Αλλά πού να βρει τα χρήματα; Το υπουργείο Πολιτισμού το συμπαθώ, γιατί είναι μια χοάνη που τρώει συνέχεια χρήματα. Σκεφτείτε όταν πρέπει να κάνει την ανασύσταση μιας αρχαιολογικής περιοχής, πόσα χρήματα χρειάζονται. Εγινε και κακή κατανομή. Η Μελίνα ήθελε να προωθήσει το θέατρο, με αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα πάνω από 100 θέατρα και τα καημένα να μην τα βγάζουν πέρα».
Την οικονομική καταστροφή σήμερα πώς τη βλέπετε;
«Αποτέλεσμα κακής διαχείρισης. Από πολύ παλιά έπρεπε να έχουν γίνει βήματα. Εβλεπαν τι συνέβαινε, γιατί πάντα παίρναμε δάνεια. Προώθησαν μια ευημερία ψεύτικη. Το λάθος είναι ότι ξοδεύουμε χωρίς να παράγουμε και να εισπράττουμε. Η Ελλάδα είναι μια χώρα από τις πιο φτωχές, με πλούσιους κατοίκους. Ακόμη και οι Ελληνες που θα μπορούσαν να κάνουν επιχειρήσεις εδώ για να έχουμε θέσεις εργασίας φεύγουν και ανοίγουν εργοστάσια αλλού, γιατί τους συμφέρει. Κάθε πολίτης φταίει. Ολοι φταίμε».
Δεν σας κάνει εντύπωση που ο κόσμος δεν αντιδρά;
«Μα και όταν αντιδρά, δεν φωνάζει για την ουσία, αλλά για το συμφέρον των κομμάτων».
Μόνο; Πώς σας φάνηκε η απόφαση του Μίκη Θεοδωράκη να οργανώσει ένα κίνημα ανεξαρτήτων πολιτών;
«Εχω τη γνώμη ότι, αντί να επιδιώκουμε το κοινό καλό, προβάλλουμε τον εαυτό μας. Αυτό άλλωστε δεν κάνει ο Θεοδωράκης πάντα; Εχω βαρεθεί να τον βλέπω στο κανάλι της Βουλής».
Γιατί σε εποχές όπως η σημερινή, εσείς οι διανοητές, ως πρωτοπορία, δεν παίρνετε τα ηνία στα χέρια σας;
«Ε ωραία! Διαβάστε στο βιβλίο μου τι γράφω για την Πινακοθήκη. Ξέρετε πόσοι ζωγράφοι απουσιάζουν από εκεί μέσα ή πόσο λίγα έργα είναι αναρτημένα, επειδή δεν χωράνε άλλα; Οταν ακόμη υπήρχε οικονομική ευφορία και ήμουν πρόεδρος του ΔΣ, πάντα έλεγα για την καλή πρόθεση της Πινακοθήκης που έπρεπε να ευοδωθεί. Είχα επίσης προτείνει εκείνα τα άθλια προσφυγικά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας να γκρεμιστούν και να χτιστεί στη θέση τους μια μεγάλη Πινακοθήκη που να χωράει τα έργα που έχουμε στα υπόγεια, αλλά και άδειες αίθουσες, για να μπορεί να δέχεται δωρεές και συλλογές ιδιωτικές, που οι άνθρωποι δεν ξέρουν πού να τις χαρίσουν. Και ποιος έδωσε σημασία; Οι ίδιοι οι καλλιτέχνες περίμενα να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν. Βαριούνται όμως! Βαριούνται να διαμαρτυρηθούν, να γράψουν σε μια εφημερίδα δυο λέξεις. Το κακό είναι ότι είμαστε πνευματικά τεμπέληδες. Και όσοι φωνάζουν το γυρίζουν στην κομματική πολιτική. Και αυτή είναι η αρρώστια μας».
Πολιτική πέραν των κομμάτων;
«Ναι. Το να συμμετέχεις με έναν ρόλο ενεργό στην κοινωνία είναι πολιτική. Στις εκλογές, για πρώτη φορά στη ζωή μου, δεν πήγα να ψηφίσω. Διαμαρτύρομαι έτσι, γιατί εγώ ήθελα να ψηφίσω δημοτικό άρχοντα και όχι κόμμα. Και η μεγάλη αποχή ήταν στο μεγαλύτερο ποσοστό της διαμαρτυρία».
Ποιο είναι το απόσταγμα της ζωής σας; Ποια συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο;
«Να βλέπει την καλή πλευρά της ζωής και να βάλει στόχο, για να μην είναι δυστυχισμένος. Εγώ είχα στόχο τη ζωγραφική, παρά τα πολλά εμπόδια που συνάντησα, αφού οι γονείς μου δεν ήταν οικονομικά εύρωστοι. Τώρα σκέφτομαι τα πολύ δύσκολα που έζησα σαν να ήταν πολύ ωραία ακόμη και για την Κατοχή είμαι ευτυχής που την πέρασα, διότι έμαθα να εκτιμώ περισσότερο ένα αγαθό που έχω σήμερα και τότε δεν το είχα».
Εχετε μετανιώσει για πράγματα που κάνατε ή δεν κάνατε;
«Λίγο πολύ, όλοι έχουμε μετανιώσει, αλλά ό,τι έκανα έκανα».
Ζωγραφίζετε;
«Ζωγραφίζω πολύ λίγο, γιατί δεν μπορώ να στέκομαι όρθιος. Εχουν αρχίσει να διαμαρτύρονται τα γόνατά μου. Και εγώ που περπατούσα χιλιόμετρα σαν γίδι…».
Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου