ΕΧΕΙ ΠΑΝΤΑ ΕΤΟΙΜΟ ΠΡΟΖΥΜΙ
Μετά την υποδοχή μάς πέρασε στο «ουντόουλου τσια μπούνλου» (το δωμάτιο το καλό). Καθώς πάντα έχει έτοιμο προζύμι, τηγάνισε στο άψε σβήσε «λαλαγκίτες», που μοιάζουν με τηγανίτες, και μας κέρασε. Λαλαγκίτες προσφέρουν οι Βλάχοι παραδοσιακά και στις λεχώνες μετά τη γέννα του παιδιού τους. Άλλο γρήγορο φαγητό που φτιάχνει η Στέλλα και μοσχοβολάει ο τόπος είναι η «μπτούτα». Πρώτα καίει τη γάστρα, μετά ρίχνει μέσα κουρκούτι από νερό κι αλεύρι και από πάνω στρώνει τυρί με πρόβειο βούτυρο. Μόλις ψηθεί ρίχνει άλλη μια στρώση ζυμάρι, πάλι τυρί και βούτυρο, και ξαναψένει. Η Στέλλα έχει υφάνει αμέτρητα κιλίμια, ούτε κι η ίδια ξέρει πόσα. «Ήμουν λεβεντιά αλλά τώρα που μεγάλωσα νιώθω σαν να μην ήμουν ποτέ νέα. Από τότε που αρρώστησα δεν φτιάχνω κιλίμια, αλλά μόνο πλεχτά. Συνέχεια λέω: α και να φτιάξω κι ένα ακόμα, αλλά γεμίσανε οι ντουλάπες και δεν έχω που να τα βάλω. Τέσσερα παιδιά έντυσα με τα πλεχτά μου, αλλά τώρα προτιμούν τα έτοιμα ρούχα που πουλάνε τα μαγαζιά. Είχαμε μεγάλη φτώχεια παλιά, τα μεγάλωσα χωρίς γάλα, μόνο με σιμιγδάλι ανακατεμένο με νερό. Το έβραζα στο τσουκαλάκι στο τζάκι, έπεφτε και λίγη στάχτη μέσα, αλλά το έτρωγαν τα καημένα. Όμως, παρά τις δυσκολίες το σπίτι μου δεν έμεινε ποτέ κλειστό. Έχουμε κάψει ξύλα εδώ στο τζάκι πόσα δεν ξέρω να σου πω. Ο κόσμος δεν χωρούσε και καθόταν στις κόχες» (φαρδιά πρεβάζια των παραθύρων στις γωνιές του δωματίου).
ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ
«Μάμα, έλα να σε πάρουμε μαζί μας στην Κατερίνη» της λένε τα παιδιά της, αλλά αυτή θέλει τη δική της κόχη και το δικό της τζάκι και δεν το κουνάει απ’ το χωριό. Έχει συννυφάδες, κουνιάδα και φίλες, πού να πάει; Κι αν στην πόλη την περιγελούν που φοράει το τσεμπέρι, τι θα κάνει; Ποτέ στη ζωή της δεν το έβγαλε από το κεφάλι. Έχει ένα ανεπίσημο για τις δουλειές και τον αργαλειό, που το λέει «καλέμι», κι ένα επίσημο, την «σκέπη». Παλαιότερα τις Κυριακές φορούσε το «καϊρούκι» που στέκεται στα μαλλιά με καρφίτσες και το φορούσαν και οι νύφες. Τη νύχτα των Χριστουγέννων δεν κοιμόταν μη φύγουν οι καρφίτσες και χαλάσει. Όταν ήταν νέα, η Στέλλα πήγαινε στις τρεις βρύσες για να πλύνει τα ρούχα κουβαλώντας στο κεφάλι την «κουπάνα» (ξύλινη σκαφίδα). Εκεί σ’ ένα «βάλιε» (λάκο) έτριβε τα ρούχα με ένα ζεματιστό «πλοκάρι» (τούφα από μαλλί προβάτου). Για να μην την πληγώσει το βάρος της κουπάνας, ειδικά όταν επέστρεφε με τα βαριά βρεγμένα ρούχα, έστρωνε στο κεφάλι σαν μαξιλαράκι μια «κρούνα» (πετσέτα). Καθώς η εξέλιξη έχει καταργήσει πολλά από τα είδη της καθημερινότητας που χρησιμοποιούσαν οι Βλάχοι, χάθηκαν και οι λέξεις που τα προσδιόριζαν. Μόνο οι παππούδες τα θυμούνται, αλλά κι αυτοί δεν θα ζούνε για πάντα.
1 σχόλιο:
Εξαιρετικά Ενδιαφέρον. Οι Φωτογραφίες σε Μεταφέρουνε σε μία Άλλη Εποχή Καλό Αυτό.
Δημοσίευση σχολίου